Σελίδες

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018





                 To σπίτι μου

                
                 Έψαχνα να βρω το σπίτι μου…
                 Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα και
                 καθώς προχώρησα (…) είδα το Χριστό,
                 μέσα σε λάμψη, με τα χέρια απλωμένα
                 στα πλάγια, να με κοιτάζει αυστηρά.
                 Ανατρίχιασα, κοπήκαν τα πόδια μου,
                 έγειρα κι έπεσα κάτω λιπόθυμος.

                 Μίλτος Σαχτούρης
                 Από τη Συλλογή «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια».

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018



             

             H λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας Παραμυθίας

Στις 9 μ.μ την 27-7-18 έγινε η υποδοχή έξω από τον Άγιο Μηνά της εικόνας της Παναγίας Παραμυθίας, η λιτάνευση από πλήθος Λευκαδιτών και ξένων δια μέσου της κεντρικής οδού της πόλης και η εναπόθεσή της στη μόνιμη κατοικία της στο Ναό της Παναγίας των Ξένων.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018





                            Πορτραίτο



                        Για νά ’σαι ποιητής τι πρέπει;
                        Να στρώνεις το κρεβάτι σου στα σύννεφα
                        Ο νους σου να φτεριάζει σαν πουλί.

                        Για νά ’σαι ποιητής τι πρέπει;
                        Να πλένεις την ψυχή σου με ροδόσταμο
                        Νυχτόημερα να λούζεσαι με φως.
                        Και πρέπει ακόμα να μιλάς με τ’ άστρα
                        Να ζεις κάθε στιγμή μια αιωνιότητα
                        Του  πόνου να διαβάζεις το σφυγμό.

                        Για νά  ’σαι ποιητής τι πρέπει;
                        Πρέπει να κλείνεις μέσα σου τον Άνθρωπο
                        Με ό,τι κι αν λες να εκφράζεις το Θεό.

                        Απόστολος   Μαγγανάρης

                        Απ’ τη συλλογή ΓΟΥΟΝΤΕΡΜΑΤΖΙΚΑ(1976)









































Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018





       

            Υποδοχή της εικόνας της Παναγίας Παραμυθίας




      Σύμφωνα με ανακοίνωση της Μητρόπολης Λευκάδος, την Παρασκευή 27 Ιουλίου θα γίνει υποδοχή αντιγράφου της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Παραμυθίας, που θα μεταφερθεί από την Ιερά μονή Βατοπεδίου του Αγίου  Όρους. Η υποδοχή θα γίνει στις 9 μ.μ. στο χώρο του Αγίου Μηνά.
      Η εικόνα της Παναγίας της Παραμυθίας, είναι μια από τις επτά θαυματουργές εικόνες που υπάρχουν στο Βατοπέδι. Στην εικόνα της, αποτυπώνεται με το χέρι της, η σωτήρια για το μοναστήρι παρέμβασή της σε επιδρομή πειρατών.


    Το Βατοπέδι λόγω της θέσης του, αλλά και ως μια από τις πλουσιότερες των μονών, έγιναν στόχος πολλών πειρατικών επιδρομών. Σε μια απ’ αυτές τον 13ο αιώνα, η Παναγιά του εξωνάρθηκα, κάτω από την εικόνα της οποίας κρεμόταν το κλειδί της πύλης, παρεμβαίνει με το χέρι της στο μικρό Χριστό, που θυμωμένος από την κατάπτωση των μοναχών προσπαθεί να της κλείσει το στόμα, και προτρέπει τους μοναχούς: «Μην ανοίγετε σήμερα τις πύλες της μονής, αλλά ανεβείτε στα τείχη να διώξετε τους πειρατές». Η απεικόνιση της παρέμβασης  αυτής, αποτυπώνεται στην εικόνα της Παναγίας της Παραμυθίας που κοσμεί το δικό της μικρό προσκυνητάρι.
    Χρυσάργυρο αντίγραφο της εικόνας βρίσκεται στην Πάτρα, κόσμημα της μονής των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ομπλό της Αχαΐας.

Πηγή: leovard



Το χωριό μου
2ο Μέρος


   To νερό το κουβαλούν οι γυναίκες από τα πηγάδια με βαρέλες, που τις φορτώνουν στα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Και με πινιάτες, πλατιές χύτρες που χωράνε γύρω στα είκοσι κιλά νερό, που τις βάζουν στο κεφάλι τους πάνω σε ποδολόγες, μαντίλια που τα κάνουν κουλούρες και στηρίζουν τις πινιάτες. Ένα πλάτωμα κάτω από τα πλατάνια είναι το Χοροστάσι των γυναικών. Εκεί κάνουν τα δικά τους πηγαδάκια, σκύβουν η μια κοντά στην άλλη και μιλούν για τις ανάγκες στα σπίτια τους, για  τους καημούς τους. Χασομεράνε λίγο, ξεδίνουν. Οι μικρότερες μιλούν και για τα αγόρια του χωριού, γελούν.
    Οι άνδρες φορούν σακάκια και παντελόνια ντρίλινα χιλιομπαλωμένα. Κανένας δεν έχει παλτό. Οι γυναίκες φορούν μακριά φουστάνια, που φτιάχνουν μόνες από υφάσματα που βρίσκουν στη Χώρα. Στα κεφάλια βάζουν λεπτά μαντήλια και το χειμώνα ρίχνουν στους ώμους τους  μπέρτες μάλλινες ,που τις πλέκουν μόνες. Τα μικρά παιδιά φορούν ρούχα τσίτινα ή λιναρίσια , χιλιομπαλωμένα κι αυτά, και το χειμώνα πουλόβερ μάλλινα. Όλα τα παιδιά περπατάμε ξυπόλυτα και οι πατούσες μας είναι αργασμένες, σκληρές. Το χειμώνα, με τα κρύα καθόμαστε όλοι στα παραγώνια ,όπου καίνε φωτιές με ξύλα ελιάς. Τις νύχτες ανάβουμε λυχνάρια. Τα φυτίλια από λινάρι, βουτηγμένα στο λάδι, κάνουν μεγάλη φλόγα. Αλλά βέβαια το φως δε φτάνει σε όλο το σπίτι. Σκιές χοροπηδούν παντού και στις γωνίες το σκοτάδι είναι πηχτό. Συχνά φτάνει και κανένας χωριανός για παρέα. Κοντοστέκεται στην πόρτα σαν σκιά και περιμένει να του πούνε αν είναι καλοδεχούμενος.
    Στο χωριό μας οι άνθρωποι πεινούν. Η πείνα είναι ενδημική αρρώστια και μας δέρνει όλους. Πριν τον πόλεμο οι άνθρωποι στο χωριό έτρωγαν και ντύνονταν καλύτερα. Οι χωριανοί πήγαιναν στο Ξηρόμερο και δούλευαν στα καλαμπόκια, τα ρύζια, τα μπαμπάκια και τα καπνά. Άντρες και γυναίκες περνούσαν με καΐκια,μπουλούκια συνήθως, τη στενή θάλασσα ανάμεσα Λευκάδα και Αιτωλοακαρνανία, το Αυλάκι, όπως το λένε. Από το Ξηρόμερο γύριζαν μετά δυο-τρεις μήνες. Ο καθένας τους με ένα κομπόδεμα. Μερικοί γύριζαν γεμάτοι ελονοσία, από τις δουλειές στα νερά και τα έλη. Την ελονοσία  με τα ρίγη, τους ιδρώτες και τους πυρετούς, στο χωριό την θεωρούν φοβερή αρρώστια και τη φοβούνται όπως το χτικιό.
    Η φτώχεια για τους χωριανούς είναι ανεξήγητη. Δουλεύουν σκληρά. Αξημέρωτα και ως τη νύχτα. Τα βαρέλια τους ξεχειλίζουν από λάδι και κρασί. Γιατί να μην έχουν να φάνε! Για τη φτώχεια τους οι χωριανοί λένε ότι δεν φταίνε μόνο οι έμποροι της Χώρας. Κι αυτοί κλαψουρίζουν πως έχουν πολλά έξοδα, τέτοια, γι αυτό και κρατούν χαμηλά τις τιμές. Λένε ότι κυρίως φταίνε τα τέρατα της οικουμένης. Τα τέρατα της οικουμένης είναι, πέρα από τους εμπόρους της Χώρας, αυτά ορίζουν τον κόσμο. Τα θεωρούν δαιμονικά όντα. Προφέρουν τις λέξεις τέρατα της οικουμένης με απέχθεια, με βδελυγμία, σαν να ξεκολλούν από πάνω τους βαριά βρομιά. Τα κατανοούν σαν κακούργους, που κλέβουν το δίκιο. Ευθύνονται για όλα τα βάσανα, όλες τις ασχήμιες της ζωής. Ρουφάνε το αίμα των ανθρώπων. H φτώχεια δένει τους χωριανούς. Για να τα βγάλουν πέρα, ο ένας συμπαραστέκεται στον άλλο. Χωρίς καμιά ιδιοτέλεια. Σέβεται ο ένας τον άλλο.(συνεχίζεται)


Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018





                 «Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε»

                   Αν δε μου  ’δινες την ποίηση, Κύριε,
                   δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω.                                   
                   Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
                   Ενώ τώρα ευτύχησα να ’χω μηλιές,
                   να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
                   να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
                   η έρημός μου λαό,
                   τα περιβόλια μου αηδόνια.

                   Λοιπόν; Πως σου φαίνονται; Είδες
                   τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
                   Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
                   στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
                   Κι  έχω ακόμη καιρό!
                   Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
                   Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι  ο κλήρος μου μεγαλώνει.
                   Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.

                   Όμως,
                   δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
                   Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
                   Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
                   Γιατί θα ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ’ναι
                   το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
                   να ’χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
                   για τους τσοπάνηδες της αγάπης.



                   Νικηφόρος Βρεττάκος





   Του Χρίστου Ρουπακιώτη



  «Λενή, μπούτι ή μπροστινό;»
  «Όχι μπάρμπα Βάγγιο, Χριστού,Λαμπρή κρέας.Το βαρέθηκα»
   Όλοι γέλασαν στο Xοροστάσι.Το Χοροστάσι είναι η πλατεία του χωριού. Mια μικρή αλάνα,με ένα τεράστιο κυπαρίσσι στη μέση, από αυτά τα κυπαρίσσια που απλώνουν μακριά,βαρυίσκιωτα κλαριά. Στο Χοροστάσι έρχονται άνδρες και παιδιά. Γυναίκες δεν έρχονται ποτέ.
   Στο πάνω μέρος είναι το μαγαζί του Αλέξη. Ένα χαμηλό πέτρινο μαγαζάκι, που έχει για τους χωριανούς αλάτι, παστές σαρδέλες και μικροπραγματα. Ο Αλέξης βγάζει έξω τρία τραπεζάκια σιδερένια και καρέκλες ψάθινες και προσφέρει ούζο. Για μεζέ προσφέρει ελιές και παστές σαρδέλες. Κάθε τρεις μήνες ή και περισσότερο, αγοράζει από τους τσομπάνους του χωριού μια παλιόγιδα και βάζει τον Βάγγιο, έναν ηλικιωμένο πολυτεχνίτη, μικρόσωμο και στεγνό να τη σφάξει και να πουλήσει το κρέας της.Στον Βάγγιο, δίνει τη συκωταριά και το γιδοτόμαρο.
   Στον τοίχο του μαγαζιού ακουμπάει ένα πέτρινο πεζούλι,στο οποίο κάθονται οι γεροντότεροι.Όσοι σουλατσάριζαν κάτω από το κυπαρίσσι πλησίασαν και έκαναν κύκλο γύρω από τον Βάγγιο και τη γίδα που την είχε κρεμάσει κιόλας στο τσιγκέλι.Ο Βάγγιος ήξερε ότι ο Λενής δεν έχει λεφτά και τον πείραζε, όταν τον καλούσε να αγοράσει κρέας. Λίγοι έχουν λεφτά και ο Βάγγιος  δυσκολεύεται να πουλήσει τη γίδα.
  Το χωριό μου, είναι κρεμασμένο κυριολεκτικά σε μια κατηφορική πλαγιά. Στο Χοροστάσι που είναι στη μέση του χωριού, φτάνει ένας κάπως φαρδύς δρόμος, αμμουδερός, κάτασπρος, που έρχεται από τον βορρά. Πίσω από το Χοροστάσι, είναι δίπλα-δίπλα,η εκκλησία της Παναγίας και το δημοτικό σχολείο.
  Η πλαγία είναι γεμάτη θρούμπες, πουρνάρια, σχίνους, κουμαριές, ρείκια, ασφελαχτούς και ξεράγκαθα.Τα σπίτια είναι χτισμένα αραιά το ένα από το άλλο. Σπίτια πέτρινα, μικρά, αληθινά χαμόσπιτα.Τα περισσότερα για πίσω τοίχους έχουν βράχους από πέτρα , που τους πελέκησαν οι χωριανοί με τους κασμάδες τους.Έτσι μοιάζουν να είναι χωμένα στην πλαγιά. Ορισμένοι χωριανοί, έχουν φτιάξει πάνω στα χαμηλά σπίτια και ένα πάτωμα ακόμη. Τα σπίτια αυτά, που συνήθως έχουν και μπαλκόνι ξύλινο,τα λέμε παλάτια.
  Κάτω από το χωριό,είναι μια μικρή πεδινή ζώνη και προς τη θάλασσα ένας μακρύς και γυμνός λόφος,η Βίγλα.Πέρα από τη Βίγλα βλέπεις τη θάλασσα, να απλώνεται απέραντη. Από το χωριό η θάλασσα φαίνεται να μην είναι επίπεδη, αλλά να ανεβαίνει μέχρι να συναντήσει τη γραμμή του ορίζοντα.Γραμμή που βρίσκεται πάντα στο ύψος των ματιών αυτού που τον κοιτάζει. Η γραμμή αυτή μοιάζει να ορίζει την άκρη,το σύνορο του κόσμου.
  Το χωριό το διασχίζουν λαγκάδια, που έχουν διαμορφωθεί από τους χειμάρρους.Τα λαγκάδια είναι και οι βασικοί δρόμοι  του χωριού.Οι χείμαρροι έχουν σαρώσει το χώμα και έχουν μείνει  γυμνές πλάκες πέτρας  και στις άκρες  χοντρές ρίζες δένδρων. Δύσκολα περνούν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια, γιατί γλιστρούν, αλλά και οι άνθρωποι. Από τα λαγκάδια–δρόμους  ξεκινούν,κατά διαστήματα  δεξιά  και αριστερά, άλλοι δρόμοι, που έχουν ανοίξει οι χωριανοί.Οι δρόμοι αυτοί στηρίζονται με ξερολιθιές.
  Η γη είναι γδαρμένη και ξεγυμνωμένη από τις μπόρες και τους χειμάρρους. Χέρσα στο μεγαλύτερο μέρος της. Στη μικρή πεδινή ζώνη, οι χωριανοί έχουν τα χωράφια τους.Στη μέση είναι τα πηγάδια, που είναι κοινά για όλους. Πάνω τους, υψώνονται κατοχρονίτικα πλατάνια.Πέρα από τα χωράφια, απλώνεται ένας μικρός ελαιώνας και πιο πέρα,κατά διαστήματα,χέρσα γη,ελιές και αμπέλια.
  Οι χωριανοί με δυσκολίες καλλιεργούν σιτάρι,λίγες φακές και λίγες πατάτες. Με αυτά ζούμε. Και με λάδι.Οι ελιές και τα αμπέλια του χωριού είναι ευλογημένα. Όλοι έχουν μπόλικο λάδι και μπόλικο κρασί.Το περισσότερο λάδι και όλο το κρασί οι χωριανοί το    πουλάνε αλλά οι έμποροι της Χώρας τους τα παίρνουν σχεδόν τσάμπα.(συνεχίζεται)










 

Δημοφιλείς αναρτήσεις