Σελίδες

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019



Ωραίοι Άνθρωποι σε μια Ωραία Εποχή,
σ' ένα κινηματογραφικό παραμύθι
επενδυμένο με την μουσική του Γιάννη Σπανού,
που έφυγε σήμερα καλοτάξιδος, για τον κόσμο της ουράνιας μουσικής. 


                                                 

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019



Με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1940 στην Μπολένα.
Ο μπάρμπα-Στάθης από τη Λευκάδα ανιστορεί τη γνωριμία του στο Αλβανικό μέτωπο με τον ανθυπολοχαγό Οδυσσέα Αλεπουδέλη.

Ο Οδ.Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο.
Θυμάται πολλά ο μπάρμπα- Στάθης από τον πόλεμο στην Αλβανία, πολλά και πολύ ενδιαφέροντα.
«Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο λόχος μας (7ος λόχος του 24 ου Συντάγματος) μπήκε πρώτος στο Δέλβινο. Λίγη ανάπαυλα εκεί, κι ύστερα προέλαση προς το βορρά. Δώσαμε μάχες, πολλές μάχες, ώσπου φτάσαμε στην περιοχή της Μπολένας, όπου οι Ιταλοί μας καθήλωσαν για πολύν καιρό.
Ένα αρβανιτοχώρι είναι η Μπολένα, ανάμεσα στη Χειμάρρα και το Τεπελένι. Η προωθημένη μονάδα μας, στην ανατολική πλευρά του χωριού, αποτελούσε σφήνα στην πολυάριθμη ιταλική παράταξη, που δεν μπορούσε να ανεχτεί την παρουσία μας εκεί.
Το επιτελείο του λόχου εγκαταστάθηκε σ’ ένα πέτρινο καλύβι, σκεπασμένο με πλάκες. Για πόρτες και παράθυρα, ούτε λόγος. Φροντίσαμε να φράξουμε τ’ ανοίγματα με κλαριά, ή με σάπια σανίδια που βρίσκαμε στις παρατημένες στάνες των Αρβανιτάδων.
Βάλαμε μέσα δυο κρεβάτια εκστρατείας, για να δίνει ο γιατρός τις πρώτες βοήθειες σε αρρώστους ή τραυματίες, πριν τους μεταφέρουμε νοτιότερα. Τις λιγοστές φορές που τα κρεβάτια ήταν άδεια, κοιμόνταν με βάρδιες οι τρεις βαθμοφόροι. Ο διοικητής Επαμεινώνδας Χόρτης, ο ανθυπολοχαγός Μαραγκός και ο γιατρός Μιχάλης Κουκάκης. Όταν σκοτώθηκε ο Χόρτης, τη θέση του την πήρε ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης (Ελύτης), που ήρθε με απόσπαση από την 3 η Μεραρχία.
Πότε ακριβώς έφτασε στο λόχο ο Αλεπουδέλης;
Παρουσιάστηκε τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη. Μπήκε στην υπηρεσία, επιβλέποντας τη διάνοιξη χαρακωμάτων, και συχνά ο ίδιος με τον κασμά βοηθούσε τους στρατιώτες. Εκείνες τις μέρες μιλούσαν για την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Προετοιμαζόμασταν. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι καθημερινές αψιμαχίες με τους Ιταλούς.
Χιονιάς, κρυοπαγήματα, ψείρες, γαλέτα σκέτη. Ο Μαραγκός θέλησε να πειράξει τον συνάδελφό του μια μέρα.
-Αλεπουδέλη, κρίμα τ’ όνομά σου. Ούτε μια τρύπα δεν μπορείς ν’ ανακαλύψεις, να βάλουμε μέσα το σαρκίο μας, να μη μας φάει τ’ αγιάζι και η παγωνιά.
Ο ανθυπολοχαγός σιώπησε. Κατάλαβε ο Μαραγκός πως τέτοιο αστείο δεν πήγαινε στην ιδιοσυγκρασία του νεοφερμένου αξιωματικού. Διόρθωσε αμέσως.
-Τι λέω; Εγώ, ο Μαραγκός, που ούτε μια σανίδα δεν έχω, ν’ ακουμπήσω τα πόδια μου, που τα ρημάζουν τα κρυοπαγήματα.
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή του στην προκάλυψη, για τη συμπεριφορά του προς τους στρατιώτες, για τη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ σας εκείνους τους δύσκολους καιρούς;
Μου μίλησες πριν για τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Πενήντα χρόνια άκουγα γι’αυτόν. Πού να φανταστώ πως πίσω απ’ το ψευδώνυμο αυτό βρισκόταν ένας πολύτιμος φίλος. Νιώθω έκπληξη, αλλά και περηφάνια.
Θα μου μιλήσεις εσύ με το σειρά σου για το καμάρι της πατρίδας μας . Εγώ με απλά λόγια θα σου τον περιγράψω όπως τον έζησα στο χαράκωμα, στην καλύβα μέσα, στις αγρύπνιες των επιφυλακών, στις ώρες της στέρησης, στη μανία των ανέμων. Με τους φαντάρους συναναστρεφόταν όλη μέρα, φιλικός, πρόσχαρος. Τους ρωτούσε για τις μάχες που είχαν δώσει. Για τις ανδραγαθίες των τολμηρών. Ζητούσε λεπτομέρειες από τις αναμετρήσεις με τους Ιταλούς, επαινούσε όλους για τη συμπεριφορά τους απέναντι στους αιχμαλώτους. Στο πρόσωπο του διακρίναμε όλοι μια γλυκύτητα, μια πραότητα, μια αντοχή ή και αδιαφορία στις κακουχίες, έστω κι αν έδειχνε καλομαθημένος.
Τον ξεχωρίζαμε από μια αδιάβροχη καμπαρντίνα, που φορούσε συνέχεια. Μου την έδινε κι εμένα να τη φορώ τα βράδια, όταν είχα υπηρεσία κι έξω τ’ αγριοκαίρι πάγωνε το αίμα.
Λίγο πριν τον κατάρρευση του μετώπου, κατέβηκε στα Γιάννενα, να επισκεφθεί τους γιατρούς. Τον βασάνιζαν τα δέκατα και συχνά οι πυρετοί. «Αν δεν ξανάρθω στη μονάδα», μου είπε, «κράτησε την καμπαρντίνα». Δεν γύρισε στο λόχο ξανά.
Κάποιες λεπτομέρειες από την προσωπική του ζωή, που αξίζει να τις αναφέρω, δυσκολευόμουν να τις καταλάβω. Γλυκίσματα, που αραιά λάβαινε, δεν τα δοκίμαζε. «Μοίρασε τα, Στάθη, στους στρατιώτες», μου έλεγε.
Δέματα που έφταναν κάποτε στο λόχο γι’ αυτόν, ούτε τ’ άνοιγε. Εγώ τ’ άνοιγα με την άδειά του, κι αυτός μου έδινε εντολή σε ποιον να δώσω κάτι από το περιεχόμενό του. Μισθό δεν περίμενε ποτέ. Ήρθε ο ταχυδρόμος στο λόχο και τον κάλεσε να υπογράψει την κατάσταση, για να πληρωθεί. Είχε τρεις μήνες να πάρει τους μισθούς του. «Άφησε με ήσυχο», του είπε. «Εγώ τι να τα κάμω ξένα χρήματα», παραπονέθηκε ο ταχυδρόμος. «Κάντα ό,τι Θέλεις», ήταν η απάντηση.
Είχαμε δυο περιπτώσεις αυτοτραυματισμού στρατιωτών. Του έδωσαν εντολή να κάμει τις ανακρίσεις. Συνοφρυωμένος, σχεδόν άρρωστος, παράτησε απ’ την πρώτη στιγμή την προσπάθεια να προχωρήσει στη σχετική διαδικασία. Με είχε πάρει μαζί του για γραμματέα. Με παράτησε μονάχο. «Γράψε ό,τι σου πουν», μου είπε, «και φέρτα στην καλύβα, να ιδούμε τι θα κάνουμε».
Αλλά εκείνο που τον κρατούσε σε διαρκή αγωνία ήταν η επιμονή του να μάθει με κάθε λεπτομέρεια για την τελευταία μάχη με τους Ιταλούς, που στοίχισε τη ζωή στον διοικητή μας και σ’ άλλους συμπολεμιστές μας. Ρωτούσε τον κάθε στρατιώτη, επισκεπτόταν συχνά το ύψωμα όπου έγινε η φονική μάχη, ρωτούσε για τον προσωπικότητα του Χόρτη, κρατούσε συνεχώς σημειώσεις -ή δεν ξέρω τι άλλο έγραφε στα σημειωματάριό του. Περισσότερο όμως ρωτούσε εμένα, που είχα τον τύχη να τα ξέρω όλα απ’ την αρχή και στην εντέλεια. Αυτά που θα σου πω, λοιπόν, συχνά τα επαναλάμβανα στον Ελύτη, που δεν χόρταινε ν’ ακούει για τη μάχη.
……………………………………
[Ακολουθεί περιγραφή της μάχης στην οποία σκοτώθηκε ο ανθυπολοχαγός Επαμεινώνδας Χόρτης][1]

Μετά την απελευθέρωση κατέβηκα στην Αθήνα. Βρήκα τον Κουκάκη, τον γιατρό. Μιλήσαμε πολύ για κείνες τις αλησμόνητες μέρες. Πήγαινε, μου λέει, τώρα να βρεις και τον Αλεπουδέλη. Θα σε κατατοπίσουν στα «πρατήριο».
Πήγα στο πρατήριο. Θέλω να δω τον κ. Οδυσσέα, τους είπα. Είμαι φίλος και συμπολεμιστής του στην Αλβανία. Ένας μού απάντησε: Δύσκολο. Είναι κλεισμένος στο σπίτι.Ο διπλανός συμπλήρωσε: Και γράφει… ποιήματα.
Έφυγα.
Η χλαίνη; Τι απέγινε η χλαίνη;
Μ’ αυτή γύρισα στο χωριό. Την πήρε η γυναίκα μου και την έπλυνε. Πού να καθαρίσει απ’ τις κάπνες. Πού να βρει άκρη με τις τρύπες. Την έβαζα το χειμώνα και πήγαινα να μαζέψω τις ελιές στο «αλωνάκι». Κατοχή ήταν. Είχαμε τόση ανάγκη. Τις Κυριακές και τις γιορτές, καθώς ήμουν και νιόπαντρος, φορούσα την καμπαρντίνα του παλιού μου φίλου Οδυσσέα, του Οδυσσέα Ελύτη, του ποιητή μας.


Πηγή: Περιοδικό ΕΚΦΡΑΣΗ Οκτώβριος 1998



[1] Στην Μπολένα στις 26/1/1941, στην αγκαλιά του μπάρμπα Στάθη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του γνωστού ποιήματος του Ελύτη.


Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

             
Μεθυσμένη πολιτεία ...Σ' αγαπώ 
(Πρωινές παραισθήσεις στην Πόλη του Βορρά)

        Θεσσαλονίκη 4.00΄ το πρωί.
     Το βραδινό ταξίδι με το τραίνο της γραμμής σου δίνει την ευκαιρία να κερδίσεις χρόνο, αλλά ο ύπνος είναι εντελώς αμφίβολος. Έχω κοιμηθεί μόλις μιάμιση ώρα από τη Λάρισα και πάνω. Κατεβαίνω  ζαλισμένος και παίρνω λίγες βαθιές ανάσες από τον πρωινό υγρό αέρα. Προσπαθώ να ενεργοποιήσω τις αισθήσεις μου για να παρακολουθήσω τους αργόσυρτους ρυθμούς της.
     Το κτίριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού είναι το σημείο αναφοράς σ’ αυτή τη πλευρά της πόλης. Σε λίγο περνώ τη σάλα του Σταθμού και πηγαίνω στο cafe bar. Καφές μέτριος Ελληνικός. Βιαστικές φιγούρες πίσω απ’ τα τζάμια διαπερνούν το σκοτάδι.  Το στερεοφωνικό σε ήχους ελληνικούς.

«Είμαι εδώ και συ εκεί.
Εγώ στη Δύση και συ στην Ανατολή...»

     Η Θεσσαλονίκη κοιμάται σίγουρη και ξυπνά με αυτοπεποίθηση.

« Ξύπνα αγάπη μου, η νύχτα τέλειωσε, τ’ αστέρια χάθηκαν.»

     Στο παραδίπλα τραπέζι μια αιθέρια μοναχική ύπαρξη.

«Άγγελέ μου, Τύραννέ  μου, σε κοιτάω
και στα μάτια σου διαβάζω τη ζωή...»

    Έξω δε λέει να ξημερώσει ακόμη. Οι νύχτες στη Θεσσαλονίκη είναι μακριές. Το στέρεο στην ίδια ένταση.

«Αστέρι του Βορρά, Χαμένη ξαστεριά...»

   Ένα γλυκό φθινοπωρινό πρωινό. Σε λίγο ξεκινάει η ζωή σε μια πόλη γεμάτη μυστήριο, ιστορικό μεγαλείο, σε μια πόλη λυρική που σήμερα γιορτάζει περίλαμπρη γιορτή. Αρχόντισσα και αλήτισσα, υπεροπτική αλλά και ταπεινή, με το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα που έχει την ατυχία να ζει κάτω απ’ τον ίσκιο της πρωτεύουσας. Κατευθύνομαι στην πλατεία Ελευθερίας μέσα απ’ τα Λαδάδικα ν’ απολαύσω το πρωινό κελάηδισμα των πουλιών στα δένδρα της. Οι ήχοι του στερεοφωνικού με ακολουθούν.

«Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη  ξημερώματα,
λείπει το βλέμμα σου,
απ’ της αυγής τα χρώματα...»

    Στο βάθος της παραλιακής μέσα στο πρωινό θαμπόφωτο, ο Πύργος ο Λευκός. Το σήμα κατατεθέν της πόλης. Μια πόλη θρυλική, ανθρώπινη, περήφανη μα και μελαγχολική.

«Μεθυσμένη Πολιτεία
με σημάδεψες βαθιά.
Μεθυσμένη Πολιτεία
Σ’ αγαπώ...».

                                                                             
                                                                                        Πηγή: Το είδωλο της γης μου

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Το δάγκωμα της μαϊμούς που άλλαξε την ιστορία
                                                                            
Αλέξανδρος ο Α΄
Πολλές φορές τυχαία και απρόοπτα γεγονότα, έχουν τη δύναμη να αλλάξουν το ποτάμι της ιστορίας, είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Λίγο πριν την αναχώρηση του Κωνσταντίνου με τον πρίγκιπα Γεώργιο από την Ελλάδα, τον Μάιο του 1917, κάτω από την πίεση των ξένων και ιδίως των Γάλλων, έπεσε ο κλήρος στο δευτερότοκο Αλέξανδρο να βασιλεύσει αντί του πατέρα του.Σε λίγους μήνες η Ελλάδα μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Η συνεργασία μεταξύ Βενιζέλου και Αλεξάνδρου, παρά τα προβλήματα που παρουσιαστήκαν στην αρχή, ήταν ικανοποιητική, δεδομένου ότι και με τον γιο του τον Σοφ. Βενιζέλο, διατηρούσε προσωπική φιλία από τον στρατό. Ο Αλέξανδρος (1893-1920) δύσκολος κατά την ανατροφή του και απειθάρχητος, μεγαλώνοντας ήταν ένας μποέμ τύπος με πρακτική σκέψη, χωρίς να περιορίζεται από τις βασιλικές εθιμοτυπίες. Η αγάπη του για τα σπορ και τις μηχανές τον έκανε από τους πρώτους οδηγούς αυτοκινήτου της εποχής του. Παρ’ όλα αυτά δεν του έλλειπε η πολεμική εμπειρία. Μαζί με τον πατέρα του και τον πρίγκιπα Γεώργιο έφτασε ως την Δοϊράνη (βόρεια εσχατιά της ελληνικής γης) στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο και στη μάχη της Κρέσνας έλαβε μέρος ως ανθυπολοχαγός-διαγγελέας. Αργότερα τον συναντάμε στη μάχη του Σκρά και στις 17 Ιουλίου 1920 μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ, παραβρέθηκε στην απελευθέρωση του Δεδέαγατς της σημερινής Αλεξανδρούπολης, στην οποία δόθηκε και το όνομα του. Στη συνέχεια παραβρέθηκε στην κατάληψη της Αδριανούπολης, και αργότερα με το “Αβέρωφ” έφθασε μέχρι και την Κωνσταντινούπολη.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν και γυναικοκατακτητής, ως που μέσα από ένα θαυμάσιο ερωτικό ειδύλλιο, κατέληξε τον Νοέμβριο του 1919 σε έναν γάμο με την μη γαλαζοαίματη Ασπασία Μάνου, κόντρα όπως πάντα στη βασιλική παράδοση και τις εθιμοτυπίες, μέσα σε μια κατάσταση ευφορίας για την Ελλάδα, με τα ελληνικά στρατευματα να αναπτύσονται στην περιοχή της Σμύρνης, κατ’ εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Αυτά ως την ώρα που ο βασιλιάς δέχθηκε την επίθεση ενός πίθηκου που τον δάγκωσε, ενώ έκανε τη βόλτα του στο Τατόι. Το τραύμα δεν αντιμετωπίσθηκε από την πρώτη στιγμή με την απαιτουμένη ιατρική φροντίδα από την ομάδα ιατρών που επελήφθη του ατυχήματος και μετά από λίγες μέρες ο Αλέξανδρος  πέθανε από σηψαιμία, στις 12/25 Οκτωβρίου 1920.
Ο ξαφνικός και απρόοπτος θάνατός του είναι βέβαιο πως άλλαξε τη μοίρα του τόπου. Τα σημεία που προδίκαζαν τον θανατό του είχαν ξεκινήσει νωρίτερα.Την προηγουμένη μέρα του θανάτου του, σε πρόγευμα που έλαβε χώρα σε αγγλικό πολεμικό, με το ίδιο σπίρτο άναψε τσιγάρο ο πλοίαρχος, η Ασπασία και ο Αλέξανδρος, κάτι που ο ίδιος ως δεισιδαίμων το εξέλαβε σαν κακό οιωνό. Παρόμοιο γεγονός είχε συμβεί και λίγες μέρες πριν, σε άλλη ομήγυρη. Επίσης την ίδια μέρα του θανατηφόρου επεισοδίου, ο σκύλος του που ενεπλάκη στο ατύχημα, έθραυσε τον μεγάλο καθρέπτη στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά.
                                                                               
Η Ασπασία με τον Αλέξανδρο στο Fiat 501-S Torpedo Sport

Η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έδωσε το έναυσμα για  να ανοίξει ο δρόμος στη μικρασιατική καταστροφή και τελικά την μετατόπιση ελληνικών πληθυσμών από τα πατροπαράδοτα εδάφη τους. Για το δάγκωμα του πιθήκου ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε: «Ποτέ το δάγκωμα ενός πιθήκου δεν προκάλεσε τέτοια καταστροφή σ’ ένα ολόκληρο λαό και την αναγκαστική μετατόπιση από τις εστίες των, πλέον του 1.000.000 κατοίκων». Ο βασιλεύς Αλέξανδρος πέθανε μεν υπό τραγικές συνθήκες, αλλά πέθανε ως βασιλιάς της Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Πέντε μήνες μετά τον θάνατό του, στις 25 Μαρτίου 1921 γεννήθηκε η κόρη του Αλεξάνδρα ως πριγκίπισσα της Ελλάδας.
                                                                                 
Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα

Η Αλεξάνδρα (1921-1993) το 1944 παντρεύτηκε τον τελευταίο Βασιλιά της  Γιουγκοσλαβίας Πέτρο Β΄(1923-1970). Απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Πρίγκιπα Διάδοχο Αλέξανδρο Β΄, σημερινό διεκδικητή του Σερβικού θρόνου που είναι παντρεμένος με την ελληνίδα πριγκίπισσα Κατερίνα.
Η Αλεξάνδρα μετα τη γέννησή της νομιμοποιήθηκε με βασιλικό διάταγμα του 1922 του Κωνσταντίνου Α΄ ως θυγατέρα του Αλέξανδρου, αλλά χωρίς δικαίωμα στο θρόνο. Ήταν δε, το μοναδικό μέλος της Βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας που ήταν ελληνικής καταγωγής. Πέθανε το 1993 στην Αγγλία και ενταφιάστηκε στο βασιλικό κοιμητήριο, στο Τατόι.Την 9/5/2013 πραγματοποιήθηκε εκταφή των οστών της και μεταφορά τους στο Βελιγράδι στο Βασιλικό παρεκκλήσι του Άγιου Ανδρέα στο Ντέντινιε και στη συνέχεια  την 29 Μαΐου έγινε η κηδεία  των οστών της  μαζί με τα οστά του συζύγου της Πέτρου Β΄ και τα οστά της μητέρας του βασίλισσας Μαρίας, στο Οπλένατς στην καρδιά της Σερβίας, στο βασιλικό μαυσωλείο των Καρατζώρτζεβιτς.

                                                                                                    Λ.Κατσιγιάννης

           Πηγή:Το είδωλο της γης μου

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019


        Η Αγία Παρασκευή Μετσόβου 
 Η Αγία Παρασκευή Μετσόβου είναι ένας πολύ ξεχωριστός ναός πανελλαδικά και αποτελεί το θρησκευτικό και πολιτιστικό επίκεντρο της κωμόπολης. Παλιός ναός, πολύ πριν τον 16ο αιώνα, που αρχικά λειτούργησε σαν μοναστήρι, στα κελιά του οποίου μέχρι το 1817 στεγάστηκε το περίφημο Ελληνοσχολείο του Μετσόβου, σημαντικό κέντρο παιδείας στην περιοχή. Το πλέον ενδιαφέρον για το ναό, είναι ότι φέρει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλους ναούς στη χώρα μας.Ο ναός είναι τρισυπόστατος, δηλαδή από την τοποθέτηση των εικόνων της Παναγίας στο τέμπλο φαίνεται ότι μπορεί να γίνουν ταυτόχρονα τρεις λειτουργίες.Το περίτεχνο βαθυσκάλιστο τέμπλο από καρυδιά, είναι έργο ντόπιων μαστόρων που προέρχονται από μια σημαντική ξυλογλυπτική σχολή. Οι μετσοβίτικες κομπανίες ξυλογλυπτών άλλωστε, έχουν μια τεραστία μακροχρόνια παράδοση στο χώρο των Βαλκανίων. Οι πάνω εικόνες του είναι της σχολής των Μετεώρων των αρχών του 18ου αιώνα, ενώ οι του κάτω διαζώματος, είναι ρωσικές των μέσων του 19ουΜοναδική περίπτωση στον ελλαδικό χώρο ίσως αποτελούν και οι δυο άμβωνες, ο ένας μεγαλύτερος και ο άλλος νεώτερης κατασκευής.Η ανακαίνιση του ναού του 1888 δημιούργησε πολλές ακαλαισθησίες που  σήμερα έχουν σχεδόν εξαλειφθεί. Στη νεώτερη ανακαίνιση του 1959 πάνω σε καταστραμμένες τοιχογραφίες τοποθετήθηκαν πιστά αντίγραφα, σε μικρότερες όμως διαστάσεις, από τα μωσαϊκά της Ραβέννας που κατασκευάστηκαν και μεταφέρθηκαν εδώ από την Ιταλία.
Αριστερά της κεντρικής εισόδου υπάρχει ωραιότατη μπρούτζινη κεφαλή του Χριστού την ώρα της αποκαθήλωσης, 5ο αντίγραφο, έργο του 1915, του σημαντικού Κροάτη γλύπτη Ρόσαντιτς, που αγοράστηκε από ιδιωτική συλλογή το 1957 στο Βελιγράδι. Ακόμη ο ναός πέραν των σημαντικών εκκλησιαστικών θησαυρών του, φέρει πολύχρωμη οροφή μακεδονίτικου τύπου και πανύψηλο 25 μέτρων καμπαναριό κτισμένο το 1887 πάνω σε σχέδια που έστειλε ο Γεώργιος Αβέρωφ από την Αίγυπτο. Σήμερα η λειτουργία εδώ, λόγω της λαμπρότητας και ιστορικότητας του χώρου αποτελεί μια ξεχωριστή μυσταγωγία.

                                                                         
       

           Πηγή:Το είδωλο της γης μου
              

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019


Τ’ όνειρο του μετανάστη


Ήταν ο προτελευταίος απ’ τους έξι αδελφούς. Οι μεγαλύτεροι είχαν βρει το δρόμο τους. Ένα δρόμο προσημειωμένο από τη φτώχεια, τους πολέμους που έκαμαν την Μεγάλη Ελλάδα, τον φυσικό περίγυρο του χωριού και την ξενιτειά. Αυτός είχε μείνει πίσω. Βοσκός κι αγρότης από μικρός. Οι μέρες του στυφές. Καθημερινές και σκόλες το ίδιο. Η σκέψη του παγιδευμένη σ' ένα μικρό οροπέδιο της νότιας Λευκάδας, με διέξοδο την απέραντη θάλασσα στα δυτικά. Τριγύρω νησιά Ομηρικά, η Ιθάκη, η Κεφαλονιά, το Αρκούδι, η Άτοκος. Νησιά που τρέφανε μέσα του το όνειρο και την περιπέτεια. Μεγαλώνοντας ένοιωθε να τον πνίγει ο τόπος από παντού. Κατέβηκε στη Χώρα και δούλεψε για ένα διάστημα στις αποθήκες του λαδέμπορου Χαραμόγλη, μα δεν ήταν εκείνο που αποζητούσε.
Στη καταχνιά των ονείρων του υποψιάζονταν την παρουσία ενός τόπου μακρινού, που δεν μπορούσε να τον φανταστεί ακριβώς. Στο τέλος πήρε την απόφαση να δοκιμάσει κι αυτός τη τύχη του στη Νότιο, που υπήρχαν και άλλοι χωριανοί του. Η Αργεντινή ήταν η «γη της επαγγελίας» στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Μόλις πήρε την πρόσκληση, την άλλη μέρα, σε μια μεγάλη παλιά φθαρμένη βαλίτσα έβαλε λίγα ρούχα, μια μαντανία και λίγο χώμα του τόπου του διπλωμένο σ’ ένα μαντήλι. Έπειτα έκατσε σ’ ένα σκαμνί στην αυλή του σπιτιού και κοίταγε τα πάντα γύρω του σπιθαμή προς σπιθαμή, σαν να τ’ αποτύπωνε για τελευταία φορά. Μπαρκάρισε από την Πάτρα, αφού πέρασε όπως και οι λοιποί μετανάστες από υποχρεωτική απολύμανση. Έφυγε με το δεύτερο ρεύμα, με γρήγορο βηματισμό, αθέατος μέσα στο χρόνο, κι ένα προαίσθημα ότι έφευγε για πάνταΤο κοπάδι του άφησε ακυβέρνητο. Μόνο τον πόνο της μάνας πήρε κοντά του και κείνον για τον μικρότερο αδερφό, τον μελισσοκόμο, που άφηνε πίσω του με την πρόσθετη φροντίδα του μικρού κοπαδιού, να χωλαίνει από τ’ αριστερό του πόδι, κτυπημένο από ντουφέκι πάνω στο μεθύσι του κυνηγιού. Στο σπίτι κατοικούσε πλέον η σκιά του, κι ένα χειμωνιάτικο ξεθωριασμένο πανωφόρι, κρεμασμένο πίσω από την πόρτα που τον περίμενε χρόνια.    
Μαγική πόλη το Μπουένος Άιρες και όλοι εδώ αγαπούν τους Griegoς. Το μεγαλύτερο κέντρο της Ελληνικής διασποράς στη χώρα. Μια αχανής πόλη με πάνω από δύο εκατομμύρια κατοίκους. Μια πολιτεία που ελκύει ανθρώπους όλων των κατηγοριών, απελπισμένους, τυχοδιώκτες, εμπόρους, φιλόδοξους, κερδοσκόπους και απατεώνες. Ανάμεσά τους δραστηριοποιείται ο εικοσιπεντάχρονος Αριστοτέλης Ωνάσης. Μόνο απελπισμένος δεν ήταν. Το Σαν Τέλμο και το Παλέρμο ήταν οι πιο συνηθισμένες περιοχές της πόλης που εγκαθίσταντο οι μετανάστες. Στη συνοικία του Παλέρμο ξεχώριζε η κεντρική κοινότητα των Ελλήνων, όπου υπήρχε και εθνικοτοπικός σύλλογος Λευκαδιτών.  Εδώ έφτασε ο Θωμάς, σε δύσκολη εποχή. Καταπιάστηκε με το λιανεμπόριο. Μικροπωλητής τσιγάρων και καπνού. Δουλεύει για να ξεχάσει το παρελθόν, τις άσπλαχνες μνήμες της φτώχειας που τον φαρμακώνουν. Στην αρχή στους δρόμους της πόλης, αλλά και στην υπαίθρια κυριακάτικη αγορά του Σαν Τέλμο, γεμάτη από αντίκες και παλιά αντικείμενα. Οι δουλειές δεν πηγαίνουν και τόσο καλά. Η οικονομική κρίση του 1927-1932 ήταν στο απόγειο της. Σ’ ένα γράμμα, ο δεύτερος αδελφός του, θα του προτείνει να γυρίσει πίσω με την υπόσχεση πως θα του έβαζε κάποια χρήματα στην άκρη να ξεκινήσει τη ζωή του στην Ελλάδα. Είχε κάνει στη Βόρειο μια δεκαετία και είχε φέρει πίσω ένα σεβαστό κομπόδεμα. Λύγησε η σκέψη του, μα δεν απάντησε. Προτίμησε να παραμείνει και να προσπαθήσει για το καλύτερο. Η περηφάνια του δεν τον άφησε να επιστρέψει. Τις δύσκολες ώρες της περισυλλογής του, βάραγαν τα ταμπούρλα του μυαλού του, μα κείνος κρατούσε τ’ αυτιά της μνήμης του κλειστά. Μόνος εχθρός που νικούσε προσωρινά το πείσμα του, η βραδινή μοναξιά της κάμαράς του με το χαμηλωμένο φωτιστικό, κι ο μόνος του φίλος, το φως της ελπίδας που έκαιγε μέσα του. Το αστραφτερό αμερικάνικο όνειρο δεν το πίστευε πια, αλλά μια έστω μικρή εκδοχή του δεν μπορούσε να είναι τόσο σκληρή κι άπιαστη και για αυτόν. Πίσω ήξερε τι τον περίμενε. Η Ελλάδα άλλωστε δεν του έλειπε. Εδώ μάλιστα ήταν πιο φανερή. Εστίες ελληνικότητας, οι εφημερίδες της διασποράς, τα ελληνικά καφενεία στο λιμάνι και πάνω απ’ όλα τα ελληνικά εμπορικά πλοία που πλεύριζαν στις αποβάθρες. Ακόμα κι οι κομματικές αντιδικίες-το σαράκι του ελληνισμού- δεν έλειψαν ούτε εδώ.
Τα χρόνια περνούσαν. Λίγο αργότερα, στα 1938 οι Έλληνες είχαν τα πρωτεία στα μικροκαταστήματα λιανικής. Διατηρούσαν εκατοντάδες μικροκαταστήματα, εμπορευόμενοι είδη καπνιστού, υφάσματα, καραμέλες και άλλα ψιλικά είδη, ακόμη λαχεία και ξηρούς καρπούς. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος προσπαθούσε κι αυτός να βρει το δρόμο της επιβίωσης, με δυσκολία. Ξεκίνησε για μια άλλη πολιτεία, να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στη τύχη του.Πήρε το τραίνο, μα από λάθος κατέβηκε στην επόμενη απ' αυτή που πήγαινε. Πέρασαν λίγα χρόνια, για να καταλάβει  πως κατέβηκε σε λάθος στάση.   
  Μετά τον πόλεμο, το πραξικόπημα του συνταγματάρχη Χουάν Περόν λαϊκιστή της αριστεράς, ενός δημαγωγού στρατιωτικού-με δεύτερη σύζυγο την Εβίτα, που σπούδασε, όπως λένε, την πολιτική στους κακόφημους οίκους της πόλης,- έρχεται κατά κύριο λόγο να «προστατέψει» τη χώρα απέναντι στις διαφαινόμενες εκλογές, που ετοίμαζαν το κουστούμι μιας φιλοαμερικάνικης κυβέρνησης. Δεν βαριέσαι. Σιδερένια ανδρείκελα υπάρχουν παντού. Εμείς να κοιτάμε τη δουλειά μας και να μη χάσουμε το δρόμο της καρδιάς. Έπειτα έφτασαν οι μαύρες ειδήσεις για τη δολοφονία του ανιψιού του, που συντάραξε την ευρύτερη οικογένεια. Οι λυγμοί του έπεσαν στο κενό. Μετά από λίγες μέρες, ο πόνος του αλάφρωσε. Δεν ζούσε τουλάχιστον στον τόπο του εγκλήματος.
Γράμματα δε συνήθιζε να στέλνει. Οι δικοί του μαθαίνουν νέα γι αυτόν μέσα απ’ τα γράμματα τρίτων.«Ήταν πολύ φιλότιμος.Τον κερνούσες ένα καφέ και σου ’κανε το τραπέζι» λένε όσοι τον είχαν γνωρίσει. Άσχημα προσόντα για να πετύχεις οικονομικά. Μ’ αυτός, μια αξιοπρεπή διαβίωση προσδοκούσε. Επέμενε, ως που στο τέλος στράγγιξε τις δυνάμεις του. Τρία μικρομάγαζα λιανικής άνοιξε, μα κανένα δε στάθηκε δυνατό να κρατήσει. Το τρίτο, με την επέκταση, το πήρε το σχέδιο πόλης. Πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του ’60.            
Κοιμήθηκε μόνος,στον τόπο που αγάπησε το σώμα, χωρίς να τον καταπιεί ο κλαυθμός της αποτυχίας. Δεν μετάνιωσε ποτέ γι αυτή του την απόφαση. Του έφτανε το όνειρο που έζησε στον μαγικό κόσμο της Αργεντινής. Άλλωστε εδώ, έμαθε να χορεύει ωραίο ταγκό με τη μοναξιά του.                                                                                                                                                                                                                                                     Λ.Κατσιγιάννης

            Πηγή: Το είδωλο της γης μου 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019



Σολωμός και Κάλβος: Οι δυο μαυροντυμένοι της Κέρκυρας
 
     Ποιός θα περίμενε πως οι δυο μαυροντυμένοι περιπατητές της Κέρκυρας που δεν τους άφησε ο εγωισμός και η υπεροψία να χαιρετηθούν εγκάρδια στη Σπιανάδα, αγνοώντας συστηματικά ο ένας τον άλλον, θα βρεθούν αρκετά χρόνια αργότερα να ξεκουράζονται μαζί στον αιώνιο ύπνο, στο Μαυσωλείο των Ζακυνθινών γιγάντων;
    Δύσκολος χαρακτήρας ο Κάλβος, επιλεκτικά επικοινωνιακός ο Σολωμός. Ποιητές του ύψους, πατριδολάτρες και οι δυο που τους χώριζαν οι διαφορετικές ζωές τους και ο βαθμός υπεροψίας του χαρακτήρα τους. Ο Κάλβος δεινοπαθεί οικονομικά και ζει μια στερητική ζωή, είτε δίπλα στον Φώσκολο είτε μόνος αργότερα. Αυτό τον κάνει λιτό και περήφανο. Ο Σολωμός ήταν ένας μεγαλοφυής ποιητής, που ανέλαβε ένα τεράστιο ποιητικό έργο, διαμορφώνοντας μια δημοτική ποιητική γλώσσα. Επιπλέον είναι ένας κόντες, καλοζωισμένος και άνετος οικονομικά, με ζωή χωρίς περιπέτειες, που τα βρίσκει έτοιμα. Αυτά, σε συνδυασμό με την καθιέρωση του γρήγορα ως ποιητή και την απήχησή του στα Επτάνησα, τον κάνουν υπεροπτικό. Αυτομαθής ο Κάλβος, σπουδαγμένος στην Ιταλία ο Σολωμός. Άτυχος ο ένας, αφού δεν αναγνωρίστηκε όπως έπρεπε ακόμη ως τα σήμερα, τυχερός και καταξιωμένος ο άλλος.Ο δημοτικισμός που χαρακτηρίζει το έργο του Σολωμού έναντι του ιδιότυπου λογιοτατισμού που χαρακτηρίζει εκείνο του Κάλβου, ως γλωσσικό πρόβλημα, στάθηκε μια άλλη αιτία που χώριζε τους δυο Ζακυνθίους. Η γλώσσα του Κάλβου (λογιότατη κατά τον Σολωμό) εμπόδιζε την επαφή μεταξύ των ανδρών. Ο Σολωμός, όταν γυρίζει στη Ζάκυνθο από την Ιταλία, δεν έχει την παράδοση της ελληνικής γλώσσας μέσα του. Η αριστοκρατία μιλάει Ιταλικά και ο πολύς κόσμος μιλάει την κοινή καθομιλουμένη δημοτική. Έτσι δεν μυήθηκε στην καθαρεύουσα, ούτε μελέτησε ποτέ του Αρχαία Ελληνικά. Η προκατάληψη λοιπόν στη λόγια γλώσσα που μεταχειρίζεται ο κοσμοπολίτης Κάλβος, ίσως ήταν εμπόδιο στην επικοινωνία των ανδρών. Τα χρόνια του Σολωμού στη Κέρκυρα(1828-1857).Τα χρόνια του Κάλβου στη Κέρκυρα(1826-1952). 
Πέραν των παραπάνω ιδιαιτερο τήτων, είναι μυστηριώδες ιδιαίτερα από την πλευρά του Σολωμού να μην επιδιώξει την επαφή και βαθύτερη γνωριμία με το Κάλβο που είχε ζήσει από τόσο κοντά και τόσα χρόνια σαν στενός φίλος και πνευματικός συνεργάτης του Φώσκολο, τον οποίο ο Σολωμός θεωρούσε ως πνευματικό αδελφό του και με τον οποίο όχι μόνο αλληλογραφούσε, αλλά ήταν και αυτός που εκφώνησε και επικήδειο λόγο. O Σολωμός σπούδαζε στη Παβία, ενώ ο Κάλβος βρίσκονταν στη Φλωρεντία με τον Φώσκολο. Ο Φώσκολο λοιπόν ως φίλος του Σολωμού και σύντροφος και πνευματικος καθοδηγητής του Κάλβου θα μπορούσε να ήταν ο βασικότερος συνδετήριος κρίκος ανάμεσά τους. Κατά την άποψη μου, ανεξακρίβωτη βέβαια, υποθέτω ότι μετά τον χωρισμό του Φώσκολο με τον Κάλβο τα παράπονα και οι χαρακτηρισμοί του πρώτου για τον δεύτερο πέρασαν στον Σολωμό και επηρέασαν την κρίση του για τον Κάλβο. Για τρεις σχεδόν δεκαετίες μόνιμης διαμονής με μικρά διαλείμματα επισκέψεων στη Ζάκυνθο για τον πρώτο και πάνω από δυόμιση δεκαετίες για τον δεύτερο, δεν δικαιολογείται παρά η αιτιολογημένη αποφυγή της προσέγγισής τους. Ο Σολωμός στην Κέρκυρα έρχεται, πασίγνωστος στους ποιητικούς και λογοτεχνικούς κύκλους, να απομονωθεί για να γράψει και να μελετήσει, και βλέπει μόνο όσους αυτός επιλέγει. Το κύρος του στο χώρο των γραμμάτων ήταν μεγάλο. Οι καθηγητές της Ιονίου Ακαδημίας τον υποδέχονται στη Κέρκυρα κατά την άφιξή του και ο κόσμος τον θαυμάζει και τον σέβεται. Η αδιαφορία του ενός για τον άλλον δεν εξηγείται παρά με την πληροφόρηση που είχαν ο ένας για τον άλλον, από κάποιον τρίτο. Ο Σολωμός όπως προαναφερθηκε, πολύ πιθανόν να γνώριζε κάποιες πλευρές του χαρακτήρα του Κάλβου από την αλληλογραφία ή την γνωριμία του με το Φώσκολο με τον οποίο συνδέονταν ιδιαίτερα, και αυτό ίσως ήταν το κυριότερο που τροφοδοτούσε αυτή την προκατάληψή του. Η ποιητική ιδιοσυστασία του Κάλβου που τον διαφοροποιεί από την Επτανησιακή ποίηση, προέκυψε πολύ αργότερα. Ο Κάλβος έχει εγκαταλείψει τον ρόλο του ποιητή πριν πατήσει το πόδι του στη Κέρκυρα. Εδώ έρχεται σαν λόγιος το 1826. Ότι έχει πει ποιητικά, μόλις κυκλοφόρησε στην Ευρώπη και αποδώ και ύστερα πέφτει στη σιωπή. Εδώ περνά τη ζωή του μέσα σε διακριτικότητα, με συντηρητικές πολιτικές απόψεις, κρατώντας αποστάσεις από τα μεγάλα πνευματικά κέντρα. Η ποίησή του, αρχαϊκή και ελευθερόστιχη, φτιαγμένη για την αποδοχή της ευρωπαϊκής διανόησης, αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να περπατήσει στα χείλια των Ελλήνων που ζητούσαν τραγούδια με ρίμα έτοιμα να τραγουδηθούν.
                                                                         
H Κέρκυρα επι Αγγλοκρατίας

   Έτσι ο ένας, οπαδός της γλώσσας των λογίων της Ευρώπης,-αφού εκεί μεγάλωσε,- φανατικός υπέρμαχος της γλώσσας του λαού ο άλλος. Νευρικός και υπερόπτης με όσους αντιπαθούσε ο Σολωμός, ευγενικός και καταδεχτικός με όσους συμπαθούσε. Η ζωή του ερμητική, ταλανισμένη από τα οικογενειακά προβλήματα. Ο κύκλος του στη Κέρκυρα, από γόνους ευγενών οικογενειών, ενέπνεε έναν υπεροπτισμό. Μερικοί απ’ αυτούς, ο Α. Μουστοξύδης,
o Koυαρτάνο, ο Βράϊλας, ο Θωμαζαίος, ο Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος, ο Θεοτόκης, ο Λευκάδιος Αγγέλος Καλκάνης, ο Πετριτσόπουλος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Κεφαλλονίτης μαθηματικός Κουντούρης, ο Ζακύνθιος δικηγόρος Ζήζος, ο Ζαμπέλιος, με πρωτοβουλία του οποίου δημοσιεύτηκε ο Εθνικός Ύμνος στον τοπικό τύπο και βεβαίως ο Πολυλάς. που ασχολήθηκε με την τακτοποίηση των χειρογράφων του και την έκδοση του ποιητικού του έργου. Τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του από το 1832 και έπειτα, κατοικεί στο σπίτι που στεγάζει σήμερα το Μουσείο Σολωμού, στα Μουράγια. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν κοινοί γνωστοί, φίλοι και συνεργάτες, όπως ο Μουστοξύδης, ο Βράιλας, ακόμη ο Κόμης Γκίλφορδ, με τους οποίους διατηρεί στενές σχέσεις ο Κάλβος. Ακόμη ο Γεώργιος Τυπάλδος Ιακωβάτος (Γεωργάρας) όπως και η οικογένειά του γενικότερα, είχε αναπτύξει διαπροσωπικές σχέσεις με τον Σολωμό την περίοδο που ζούσαν και οι δυο στη Κέρκυρα, ενώ είχε παράλληλα καθηγητή της Φιλοσοφίας στην Ιόνιο Ακαδημία τον Κάλβο. Ο Λασκαράτος επίσης ήταν μαθητής του Κάλβου ενώ συγχρόνως έβλεπε τον Σολωμό.
   Ο Κόντες με γούστα εκλεπτυσμένα και οικονομική άνεση, φορώντας το ημίψηλο, τη ρεντιγκότα, τα γάντια, το λευκό κολάρο και το βάκτρο του σε ένα μονότονο κτύπο, στον πρωινό ή απογευματινό του περίπατο από τα Μουράγια στη Σπιανάδα, στο Μανδράκι, ή στον Ποταμό, συνήθως μόνος αλλά και με παρέα, με περπάτημα βαρύ, αρχοντικό, που ανταποκρίνεται στο χαιρετισμό όσων πρώτοι αυτοί τον χαιρετούν, δύσκολα θα συναναστρέ- φονταν έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα με τις δικές του παραξενιές, που κουβαλούσε την περηφάνια και την αξιοπρέπεια μιας δύσκολης επιβίωσης και που έβγαζε με τον πνευματικό του ιδρώτα τα προς το ζειν. Έπειτα ούτε ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός. Το αίσθημα της μονώσεως ως ποιητή που καλλιεργήθηκε μέσα του από μικρός, μεταβλήθηκε με τον χρόνο σε μια μορφή μισανθρωπισμού. Η γλώσσα όμως που υπηρετούσε ο καθένας ήταν μια ακόμη αιτία που τους κράτησε μακριά.Το γλωσσικό ζήτημα που απασχολούσε τον Σολωμό και τον κατέταξε στους μεγάλους υμνητές της δημοτικής μας γλώσσας ήταν μια αιτία κατά την άποψή μου που απέτρεψε την επικοινωνία μεταξύ των δυο επιφανών ανδρών. Ο Κάλβος εμπνέεται υπερρεαλιστικά από το 
21, ενώ γλωσσικά είναι οπαδός της απλής καθαρεύουσας, με αρχαϊκά και δημοτικά στοιχεία. Ο Σολωμός εμπνέεται από το ’21 ενώ γλωσσικά είναι οπαδός της δημοτικής.   Ποτέ δεν πέρασε στην Ελλάδα ο Σολωμός. Ίσως δεν ήθελε να χαλάσει τον εξιδανικευμένο ρομαντισμό του γι αυτήν. Αντίθετα η αγάπη του Κάλβου για την πατρίδα τον έφερε στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του 1826 -με ενδιάμεσους σταθμούς τη Μήλο και την Ύδρα,- σε μια δύσκολη περίοδο για την επανάσταση, όπου από το κοντόφθαλμο πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο της εποχής, πνιγμένο στα πολιτικά πάθη και την ιδιοτέλεια, δεν μπόρεσε να εκτιμηθεί ούτε το έργο του ούτε η αφατρίαστη αγάπη του για τον τόπο του. Ο Κάλβος έφτασε το 1826 στο Ναύπλιο μόνος, με τον πατριωτικό αυθορμητισμό του και έτοιμος να τεθεί στην υπηρεσία της Επανάστασης.Ο Θεόφιλος Φαρμακίδης, λόγιος που συνάντησε και μίλησε μαζί του, μέλος της «συμμορίας» των πατριωτών, κατάλαβε πως ο πατριωτικός αυθορμητισμός του και η ανιδιοτέλεια του δεν μπορούσε να μπει στην δούλεψη των συμφερόντων του. Ούτε συστατικές επιστολές κρατούσε στα χέρια του. Έτσι εκτίμησε πως ένας λόγιος δεν ήταν χρειαζούμενος, αλλά ούτε και πολύ του χεριού του, και δεν του έδωσε σημασία. Έφυγε με παράπονο για την Κέρκυρα τον επόμενο μήνα. Είχε δυστυχώς την ατυχία να δει αυτό που απέφευγε σ’ όλη του τη ζωή ο Σολωμός.
   Ο  ένας, αφού έζησε δύσκολες καταστάσεις και περιπέτειες για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, πέθανε σαν απλός άνθρωπος, σε οικογενειακό περιβάλλον, ενώ ο άλλος έζησε με οικονομική ευχέρεια απολαμβάνοντας τη φήμη και την αναγνώριση του μεγάλου ποιητή, και πέθανε από εγκεφαλικό απαγγέλλοντας ένα ποίημά του, μόνος με την πίκρα των οικογενειακών κληρονομικών διενέξεων, εν μέσω τιμών.O Σολωμός που είχε απόμακρες σχέσεις με τη μητέρα του, στάθηκε άστοργος απέναντι της αν και έγραψε τους καλύτερους στίχους του για τη μάνα. Ο Κάλβος που στερήθηκε τη μάνα του από μικρός όταν ακολούθησε τον πατέρα του στο Λιβόρνο, την είχε πάντα στο μυαλό του και στη σκέψη του, αλλά στίχους δεν έγραψε για τη μάνα.
     Ο Σολωμός  μπορεί να πει κανείς πως ήταν ένας άνθρωπος συντηρητικός μέσα του και στους τρόπους του. Αστική φυσιογνωμία που έφερε άλλωστε τον τίτλο του κόντε και από την άλλη ένας γνήσιος δημοτικιστής ποιητής που άγγιζε με το έργο του την ψυχή του λαού. Ο αδελφός του Δημήτριος Σολωμός που διετέλεσε και Πρόεδρος της Γερουσίας ήταν άκρως συντηρητικός, υποστηριχτής του κόμματος των Kαταχθονίων. Ο Κάλβος αντίθετα μάλλον ήταν οπαδός του κόμματος των Μεταρυθμιστών, του οποίου ηγείτο ο φίλος του Πέτρος Βράιλας Αρμένης. Πολλά ήταν τα γεγονότα που τους χώριζαν και άλλα τόσα εκείνα που του ένωναν, μα εκείνοι έχασαν στη ζωή τη μεγάλη ευκαιρία να βρεθούν από κοντά. Είναι βέβαιο ότι δεν αγνοούσε ο ένας τον άλλο. Η Κέρκυρα μικρή και η Σπιανάδα πάντα ήταν το πιο συνηθισμένο μέρος για μια βόλτα. Δυστυχώς δεν τους άφησε ο εγωισμός τους. Ούτε και τώρα υποθέτω ότι μιλάνε μεταξύ τους, που είναι τόσο κοντά, σχεδόν όσο όταν περνούσαν ο ένας δίπλα απ’ τον άλλον στους απογευματινούς περιπάτους της Κέρκυρας.
                                                                                                             Λ.Κατσιγιάννης 
                                                                           
Αίθουσα των τάφων του Μουσείου Επιφανών Ζακυνθίων


Πηγή: Το είδωλο της γης μου

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019



Πάροδος Δ4



Γειτονιά  στα σύνορα των ονείρων μας,
που άκουγε από μακριά τα βήματα της πόλης.
Άνθρωποι της βιοπάλης, καθημερινοί,
με τις μικρότητες και τις κακίες τους.
Το  δάκρυ τους ανακατεμένο με το χαμόγελο,
και τα τραγούδια του Στέλιου στη διαπασών·
μια ζωή σημαδεμένη απ’ την αόρατη θάλασσα
και το φθινόπωρο μέσα τους να βρέχει,
χωρίς σταματημό.
Γυναίκες, όμοιες με σιωπηλά έργα τέχνης,
πίσω  από τα μισάνοιχτα παράθυρα
μιας  απύθμενης  μοναξιάς,
τη μοίρα τους έβλεπαν 
στους  ίσκιους  απ’ το φλιτζάνι του καφέ,
ξεφυλλίζοντας  τα όνειρά τους
στις συνέχειες αισθηματικών ιστοριών.
Κι εμείς, μικρά παιδιά,
τα βήματά μας ακούγαμε να κτυπάνε
στο λιθόστρωτο·
με τη δύναμη ενός αέρα τρέχαμε,
που μύριζε σκόνη και αδρεναλίνη
από το διπλανό στρατόπεδο.
Άσπαρτα αγριολούλουδα σε πέτρινα περιβόλια,
σε μια ασύμμετρη χορογραφία,
που έσταζε γεύση από πείσμα και ιδρώτα.
Γεμάτοι  απορίες
για τον κόσμο που μεγάλωνε γύρω μας,
το δώρο της ζωής ξοδεύαμε ασυλλόγιστα,
παίζοντας ποδόσφαιρο
στην πάροδο της αθωότητας,
με το άγνωστο να στήνει ενέδρα στο αύριο.

Λ.Κατσιγιάννης
                 

                      Πηγή: Το είδωλο της γης μου

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019



Μια μεγάλη λαϊκή φωνή στην Πάτρα του ’50

Δυο μεγάλες λαϊκές τραγουδίστριες ξεκίνησαν την καριέρα τους στη Πάτρα στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και μεσουράνησαν στο καλλιτεχνικό στερέωμα για δεκαετίες.
Εκτός από την Πόλυ Πάνου που είναι γνωστό πως ξεκίνησε την καριέρα της εδώ το 1952 συνεργαζόμενη με τον Μπιθικώτση, μια άλλη μεγάλη τραγουδίστρια η Καίτη Γκρέϋ, κατά κόσμο Κική Καλαϊτζή, τραγούδησε επίσημα κι αυτή για πρώτη φορά στην Πάτρα στο αναψυκτήριο «Γλυφάδα» για ένα περίπου μήνα, πριν ξεκινήσει την καριέρα της σαν μεγάλη τραγουδίστρια (με το τραγούδι σε μουσική του Γ.Μητσάκη ¨Το δικό σου το μαράζι") και αφού ξεκίνησε ως χορεύτρια, ενώ προηγουμένως είχε μια περιπετειώδη και βασανιστική προσωπική ζωή.Η γνωριμία με τον Καζαντζίδη και η αποτυχημένη σχέση μαζί του, σφράγισε τη ζωή της. Η Πόλυ Πάνου και η Καίτη Γκρέϋ μαζί με την Μαίρη Λίντα, την Γιώτα Λύδια, κ.ά αποτέλεσαν την σημαντικότερη γενιά αυθεντικών τραγουδιστριών που άφησαν εποχή στο λαϊκό τραγούδι.
 

Φώτο εξωφύλλου από το βιογραφικό της Κ.Γκρέϋ
                                                                                 Αυτή είναι η ζωή μου Εκδ.Πανός
Πηγή: Το είδωλο της γης μου

                                                                                 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις