Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

 

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Σήμερα γιορτάζει ο σύγχρονος Άγιος της Ορθοδοξίας

                                                                           



Γιάννης Φιλιππάκος

Η Εκκλησία τιμά σήμερα, Τρίτη 12 Ιουλίου (όπως και κάθε χρόνο στις 12 Ιουλίου), τη μνήμη του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη, ενός σύγχρονου Αγίου που η παρουσία του στους πιστούς, κυρίως μέσα από τις διδαχές του, είναι σχεδόν καθημερινή.

Ο Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από την πατρώα γη για την Ελλάδα.

Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (βλέπε 10 Νοεμβρίου), ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως χαρακτηριστικά είπε. Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.

Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανάγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο. Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή. Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος Παΐσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 – 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.

Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Γέροντα τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Γέροντας φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητα του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.

Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιο Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.

Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.

Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.

Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.

Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού, και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.

Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιο Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.

Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.

Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιο Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιο Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια, και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).

Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού. Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο γέροντας στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.

Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του γέροντος Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ’ όλ’ αυτα όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.

Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο γέροντας ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιο Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.

Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί ανακοίνωσαν του Αγίου Παϊσίου ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ἀπολυτίκιον.

Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

https://www.newsbomb.gr/ellada/ekklhsia/story/1332574/agios-paisios-o-agioreitis-simera-giortazei-o-sygxronos-agios-tis-orthodoxias

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

 

O Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός.

                                                

Ο Άγιος Εφραίμ, κατά κόσμο Κωνσταντίνος Μόρφης, γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 14 Σεπτεμβρίου 1384 μ.Χ. σε ειδυλλιακή τοποθεσία , κοντά στον Ληθαίο ποταμό. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία μαζί με τα άλλα εφτά αδέλφια του, τη δε φροντίδα τους, μετά τον Θεό, ανέλαβε η ευσεβής μητέρα του. Σε ηλικία 14 ετών, για να αποφύγει τον εξισλαμισμό και τα γενιτσαρικά σώματα, εισήλθε στην ακμάζουσα τότε σταυροπηγιακή Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου του όρους των Άμωμων (Καθαρών) της Αττικής.

Ο Άγιος Εφραίμ ακολούθησε με ένθεο ζήλο τον Χριστό, και διέπρεψε με την λαμπρότητα της ζωής του και τους πόνους της αθλήσεως του στο ορός των Άμωμων Αττικής (Περιοχή Νέας Μάκρης). Αξιώθηκε ακόμα να λάβει το μέγα Μυστήριο της Ιεροσύνης και το χάρισμα να υπηρετεί το άγιο θυσιαστήριο, σαν άγγελος Θεού, με φόβο Θεού και πολλή κατάνυξη.

Το 1416 μ.Χ. οι Τούρκοι εισέβαλαν και λεηλάτησαν την Αττική και ανάγκασαν το Δούκα των Αθηνών να δηλώσει υποταγή στο Σουλτάνο. Το 1424 μ.Χ. οι Τούρκοι εισέβαλαν βιαίως στη Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και έσφαξαν όλους τους Πατέρες της Μονής. Ο Άγιος απουσίαζε στη σπηλιά του πάνω στο βουνό για προσευχή και μόλις επέστρεψε αντίκρισε έντρομος τα πτώματα των Πατέρων. Αφού τους έθαψε, ακολούθως θρήνησε γοερώς.

Τον επόμενο χρόνο, την 14η Σεπτεμβρίου 1425 μ.Χ., επανήλθαν οι βάρβαροι και βρήκαν τον Άγιο. Τον συνέλαβαν και άρχισαν τα μαρτύρια του, που τελείωσαν στις 5 Μαΐου 1426 μ.Χ. ήμερα Τρίτη και ώρα 9 το πρωί. Τον κρέμασαν ανάποδα σ' ένα δένδρο, που σώζεται ακόμα, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, και τέλος το καταπληγωμένο και μαρτυρικό σώμα του το διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότη Χριστό.

Μετά από μισή χιλιετία ευδόκησε ο φιλάνθρωπος Θεός και φανερώθηκαν, ύστερα από πολλές εμφανίσεις του ιδίου του Αγίου Εφραίμ και πολλών άλλων θαυμαστών γεγονότων, όλα όσα σήμερα γνωρίζουμε, τα οποία επιβεβαιώθηκαν με την εύρεση των μαρτυρικών και χαριτόβρυτων λειψάνων του Αγίου στις 3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ.

Ο Άγιος Εφραίμ γιορτάζεται δύο φορές το χρόνο, στις 3 Ιανουαρίου η εύρεση των τιμίων λειψάνων του, και στις 5 Μαΐου το μαρτυρικό του τέλος.

Στα Τρίκαλα πανηγυρίζεται από τον Ιερό Ναό Αγίου Στεφάνου, απέναντι του οποίου, κατά παράδοση, υπήρχε το πατρικό του σπίτι.

Το 2011 μ.Χ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης με την υπ’ αριθμ. 217/2-3-2011 Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη κατέταξε τον Όσιο Εφραίμ στο επίσημο ορθόδοξο εορτολόγιο.

 

Πηγή: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ 

Κυριακή 24 Απριλίου 2022

 

 

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

                                                                                   


ΑΝΘΡΩΠΟΙ κατεδίκασαν τόν Θεόν εις θάνατον ό Θεός όμως διά τής άναστάσεώς Του «καταδικάζει» τούς ανθρώπους είς άθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς άνταποδίδει τούς εναγκαλισμούς· διά τάς ύβρεις τάς ευλογίας· διά τόν θάνατον τήν άθανασίαν. Ποτέ δέν έδειξαν οί άνθρωποι τόσον μίσος πρός τόν Θεόν, όσον όταν Τόν έσταύρωσαν καί ποτέ δέν έδειξεν ό Θεός τόσην άγάπήν πρός τούς ανθρώπους, όσην όταν άνέστη. Οί άνθρωποι ήθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, άλλ’ ό Θεός διά τής άναστάσεώς Του κατέστησε τούς ανθρώπους άθανάτους. Άνέστη ό σταυρωθείς Θεός καί άπέκτεινε τόν θάνατον. Ό θάνατος ούκ εστι πλέον. Ή αθανασία κατέκλυσε τόν άνθρωπον καί όλους τούς κόσμους του.

Δ ΙΑ ΤΗΣ άναστάσεώς τού Θεανθρώπου ή άνθρωπίνη φύσις ώδηγήθη τελεσιδίκως είς τήν όδόν τής άθανασίας, καί έγινε φοβερά καί δι’ αυτόν τόν θάνατον. Διότι πρό τής άναστάσεώς τού Χριστού ό θάνατος ήτο φοβερός διά τόν άνθρωπον, άπό δέ τής άναστάσεώς τού Κυρίου γίνεται ό άνθρωπος φοβερός διά τόν θάνατον. ’Εάν ζή διά τής πίστεως είς τόν Άναστάντα Θεάνθρωπον ό άνθρωπος, ζή ΰπεράνω τού θανάτου. Καθίσταται άπρόσβλητος καί άπό τόν θάνατον. Ό θάνατος μετατρέπεται είς «ύποπόδιον τών ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, τό κέντρον; πού σου, άδη, τό νίκος;» (πρβλ. 1 Κορ. 15, 55 - 56). Ούτως, όταν ό έν Χριστώ άνθρωπος άποθνήσκη, άφήνει άπλώς τό ένδυμα τού σώματός του διά νά τό ένδυθή έκ νέου κατά τήν ήμέραν τής Δευτέρας Παρουσίας.

ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ άναστάσεώς τού Θεανθρώπου Χριστού ό θάνατος ήτο ή δευτέρα φύοις τού άνθρώπου· ή πρώτη ήτο ή ζωή, καί ό θάνατος ή δευτέρα. Ό άνθρωπος είχε συνηθίσει τόν θάνατον ώς κάτι τό φυσικόν. ’Αλλά μέ τήν άνάστασίν Του ό Κύριος ήλλαξε τά πάντα: ή άθανασία έγινεν ή δευτέρα φύσις τού άνθρώπου, έγινε κάτι τό φυσικόν είς τόν άνθρωπον, καί τό άφύσικον κατέστη ό θάνατος. "Οπως μέχρι τής άναστάσεώς τού Χριστού ήτο φυσικόν είς τούς άνθρώπους τό νά είναι θνητοί, οΰτω μετά τήν άνάστασίν έγινε φυσική δι’ αύτούς ή άθανασία. 

ΔΙΑ ΤΗΣ άμαρτίας ό άνθρωπος κατέστη θνητός καί πεπερασμένος· διά τής άναστάσεως τού Θεανθρώπου γίνεται άθάνατος καί αιώνιος. Είς αυτό δέ άκριβώς έγκειται ή δύναμις καί τό κράτος καί ή παντοδυναμία τής τού Χριστού άναστάσεώς. Καί διά τούτο άνευ τής άναστάσεώς τού Χριστού δέν θά υπήρχε καν ό Χριστιανισμός. Μεταξύ τών θαυμάτων ή άνάστασις τού Κυρίου είναι τό μεγαλύτερον θαύμα. "Ολα τά άλλα θαύματα πηγάζουν άπό αυτό καί συνοψίζονται είς αύτό. ’Εξ αυτού έκπηγάζουν καί ή πίστις καί ή άγάπη καί ή έλπίς καί ή προσευχή καί ή θεοσέβεια. Οί ιδραπέται μαθηταί, αυτοί οί όποιοι έφυγαν μακράν άπό τόν Ίησούν όταν άπέθνησκεν, έπιστρέφουν πρός Αυτόν όταν άνέστη. Καί ό Ρωμαίος έκατόνταρχος όταν είδε τόν Χριστόν νά άνίσταται έκ τού τάφου, Τόν ώμολόγησεν ώς Υίόν τού Θεού. Κατά τόν ίδιον τρόπον καί όλοι οί πρώτοι Χριστιανοί έγιναν χριστιανοί, διότι άνέστη ό Χριστός, διότι ένίκησε τόν θάνατον. Αυτό είναι έκεϊνο τό όποιον ούδεμία άλλη θρησκεία έχει· αύτό είναι έκεϊνο τό όποιον ανυψώνει τόν Κύριον ύπεράνω όλων τών ανθρώπων καί τών θεών. Αυτό είναι έκεϊνο τό όποιον κατά τρόπον μοναδικόν καί άναμφισβήτητον δεικνύει καί άποδεικνύει ότι ό Ίησοϋς Χριστός είναι ό μόνος άληθινός Θεός καί Κύριος εις όλους τούς όρατούς καί άοράτους κόσμους.

ΧΑΡΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ άνάστασιν τοϋ Χριστού, χάρις εις τήν νίκην έπί τού θανάτου οϊ άνθρωποι έγίνοντο καί γίνονται και θά γίνωνται πάντοτε χριστιανοί. "Ολη ή Ιστορία τού Χριστιανισμού δέν είναι άλλο τι παρά Ιστορία ένός καί μοναδικού θαύματος, τού θαύματος της τού Χριστού άναστάσεως, τό όποιον συνεχίζεται διαρκώς εις δλας τάς καρδίας τών χριστιανών άπό ήμέρας εις ήμέραν, άπό έτους εις 'έτος, άπό αίώνος εις αιώνα μέχρι τής Δευτέρας Παρουσίας.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ γενναται άληθώς δχι όταν τόν φέρη εις τόν κόσμον ή μητέρα του, άλλ’ όταν πιστεύση είς τόν Άναστάντα Σωτήρα Χριστόν, διότι τότε γεννάται είς τήν άθάνατον καί αίωνίαν ζωήν, ένώ ή μητέρα γεννά τό παιδί πρός θάνατον, διά τόν τάφον Ή άνάστασις τού Χριστού είναι ή μήτηρ πάντων ήμών, πάντων τών χριστιανών, ή μήτηρ τών άθανάτων. Διά τής πίστεως είς τήν άνάστασιν τού Κυρίου, γενναται έκ νέου ό άνθρωπος, γεννάται διά τήν αιωνιότητα. 

ΤΟΥΤΟ είναι άδύνατον! παρατηρεί ό σκεπτικιστής. Καί ό Άναστάς Θεάνθρωπος άπαντά: «Πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Καί ό πιστεύων είναι εκείνος ό όποιος μέ δλην τήν καρδίαν, μέ δλην τήν ψυχήν, μέ δλον τό είναι του ζή κατά τό Εΰαγγέλιον τού Άναστάντος Κυρίου ’Ιησού...

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Καθηγητής Θεολογίας εις το Πανεπιστήμιον τον Βελιγραδιού

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

 Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

                                                                                   

Λιθογραφία αγνώστου 1860

       

Γράφει ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Αναδημοσίευση

Τον τελευταίο καιρό γίνεται μεγάλος λόγος σχετικώς με τον «Ιουδαιοχριστιανισμό». Οπαδοί αυτού του τερατώδους κατασκευάσματος εμφανίζονται πια να είναι όχι μόνο η Ελληνοορθόδοξη Εκκλησία (κάτι που, δεδομένης της ιστορίας της,  δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση) αλλά και η Ρωμαιοκαθολική. Το όλο «σύστημα» βασίζεται σε δύο «επιχειρήματα»: α) Ο Χριστός ήταν Εβραίος· και β) οι Ιουδαίοι δεν ήταν υπεύθυνοι για τη Σταύρωσή Του. Ας δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα.

                                                                Α΄
Κατά πρώτο και κύριο λόγο –και παρά το όσα έχει γράψει η Πηνελόπη Δέλτα στον Τρελαντώνη (σελ. 92-93)- ο Χριστός δεν ήταν Εβραίος, γιατί στην εποχή Του δεν υπήρχανε πια Εβραίοι. Μετά, πράγματι, τον θάνατο του Σολομώντος, γυιου του Δαυίδ, κατά το έτος 933 π.Χ., το βασίλειό του διχάστηκε: το νότιο τμήμα, με τη φυλή του Ιούδα και ένα μέρος εκείνης του Βενιαμίν, αποτέλεσε το βασίλειο του Ιούδα με πρωτεύουσα τα Ιεροσόλυμα· και το υπόλοιπο, με τις υπόλοιπες δέκα φυλές (το άλλο μισό τής του Βενιαμίν είχε χαθεί) και πρωτεύουσα τη Σαμάρεια, συνέχισε να λέγεται βασίλειο του Ισραήλ. (Γ΄ Βασιλειών, κ΄ 18, κβ΄1-2.) Αυτές οι δέκα φυλές όμως αποτέλεσαν –και αποτελούν- μέγα πρόβλημα, γιατί κάποια στιγμή εξαφανίστηκαν! Το 722 π.Χ.,  ως γνωστόν, οι Ασσύριοι κατέλαβαν τη Σαμάρεια, αιχμαλώτισαν το σύνολο του εκεί εβραϊκού πληθυσμού και, στη συνέχεια, διασκόρπισαν αυτούς τους ανθρώπους στα «όρη της Μηδίας» και σε άλλες περιοχές της επικράτειάς τους. (Δ΄ Βασιλειών, ιζ΄ 6.) Από τότε δεν υπάρχουνε πια Εβραίοι αλλά μόνον Ιουδαίοι, οι οποίοι παρέμειναν στο βασίλειο του Ιούδα και συνέχισαν να είναι υπήκοοι των διαδόχων του Δαυίδ και του Σολομώντος. Όσον αφορά, τώρα, τις δέκα χαμένες φυλές, έχουν διατυπωθεί υποθέσεις πολλές και διάφορες· το πιθανότερο, πάντως, είναι ότι αφομοιώθηκαν από τους πληθυσμούς εν μέσω των οποίων εγκαταστάθηκαν και… χάθηκαν δια παντός. Από τότε, από το 722 π.Χ. δηλαδή, δεν υπάρχουνε πια Εβραίοι αλλά μόνο Ιουδαίοι. Να γιατί, λοιπόν, μεταξύ των σημερινών Ιουδαίων υπάρχουνε σοβαρές αντιρρήσεις ως προς την ονομασία «Ισραήλ» του σύγχρονου ιουδαϊκού Κράτους. Πώς, πράγματι, είναι δυνατόν να λέγεται το Κράτος αυτό «Κράτος του Ισραήλ», εφόσον ο πληθυσμός του αποτελείται μόνο από Ιουδαίους και αλλόφυλους προσήλυτους; 

Το θέμα μας, όμως, τώρα είναι: Μήπως ο Χριστός ήταν Ιουδαίος; Μία και μόνη απάντηση χωρεί σε αυτό: Όχι! Ο Χριστός, πράγματι, γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Έστω και αν υποτεθεί, όμως, πως η εν λόγω Βηθλεέμ ήταν εκείνη της Ιουδαίας και όχι η άλλη, της Γαλιλαίας, η καταγωγή Του ήταν από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου και πέρασε τα παιδικά Του χρόνια. (Κατά Λουκάν, β΄ 39-40). Να γιατί, όταν ο Φίλιππος, ένας από τους πρώτους μαθητές Του,  συνάντησε τον Ναθαναήλ και του εξήγησε ότι είχε επιτέλους βρεθεί Εκείνος που επί αιώνες αναμενόταν, δηλαδή ο Ιησούς ο από Ναζαρέτ, ο Ναθαναήλ έκανε την –εκπληκτική- ερώτηση: «Τι το καλό μπορεί να προκύψει από τη Ναζαρέτ;» (Κατά Ιωάννην, α΄ 47.)  Το κομβικό σημείο, κατά συνέπεια, είναι γιατί ο Ναθαναήλ τόσο πολύ αμφέβαλλε πως «κάτι καλό» μπορούσε να βγει από τη Ναζαρέτ.

Για τους εξοικειωμένους με την Ιστορία της Παλαιστίνης, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ εύκολη. Ο ίδιος ο Ναθαναήλ πρώτα-πρώτα είχε δύο ονόματα: λεγότανε και Βαρθολομαίος. Την εποχή του Χριστού όμως δύο ονόματα παίρνανε στη Γαλιλαία μόνο όσοι ήταν Ιουδαίοι «καθαρόαιμοι». τσι αβιάστως προκύπτει ένα άλλο ερώτημα: Οι Γαλιλαίοι που δεν ήταν Ιουδαίοι «καθαρόαιμοι» τι ήτανε; 

Η απάντηση σε αυτό βρίσκεται στην ετυμολογία του γεωγραφικού όρου «Γαλιλαία». Ο όρος προέρχεται από τις εβραϊκές λέξεις Galîl ha-Gôim, που σημαίνει «Περιοχή των αλλοφύλων». (Ιωήλ, δ΄4· Α΄ Μακκαβαίων, ε΄15.) Ποιοι, τώρα, ήταν οι αλλόφυλοι; Κυρίως οι Φιλισταίοι, δηλαδή οι Παλαιστίνιοι, που τουλάχιστον μια φορά στην Παλαιά Διαθήκη θεωρούνται Έλληνες. (Ησαΐας, θ΄ 11-12.) Δεν είναι καθόλου περίεργο, πάντως, αυτοί οι Έλληνες να είχαν υποστεί πρόσμειξη με Σκύθες, οι οποίοι είχανε καταλάβει, κατά τον 7ο  αιώνα π.Χ., για ένα διάστημα, την Παλαιστίνη – καθώς και ευρύτερες περιοχές της Ασίας (Ηροδότου Κλειώ, 104-106)- και φεύγοντας άφησαν εκεί  πληθυσμιακά κατάλοιπα. Έτσι μπορεί και να εξηγηθεί εν μέρει βέβαια και η συγκράτηση που, σε αντίθεση με τους σημιτικούς λαούς γενικώς, διέπει τον Χριστιανισμό όσον αφορά το γενετήσιο ένστικτο. (Ιπποκράτους, Περί αέρων, υδάτων, τόπων, 21-22· Ηροδότου Κλειώ, 105.) Όπως και να είναι πάντως, η Γαλιλαία, βόρεια από τη Σαμάρεια και δυτικά από τον ποταμό Ιορδάνη, ποτέ δεν είχε ούτε εβραϊκό ούτε ιουδαϊκό πληθυσμό. Μία πολύ περιορισμένη εγκατάσταση Ιουδαίων έγινε εκεί κατά τα έτη 135-105 π.Χ., όταν το ιουδαϊκό Κράτος, που περνούσε τις τελευταίες αναλαμπές του, θέλησε να θωρακιστεί εναντίον επίδοξων εχθρών. Προσέφυγε λοιπόν η ηγεσία τού εν λόγω Κράτους σε μέτρο πρωτοφανές: υποχρέωσαν τους αλλοφύλους της Γαλιλαίας να ασπαστούν την ιουδαϊκή θρησκεία. Μετά  την ολοκλήρωση αυτής της αναγκαστικής μεταστροφής, λίγοι Ιουδαίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, μα, για να ξεχωρίζουν από τους ντόπιους, είχανε δύο ονόματα (όπως ο Ναθαναήλ-Βαρθολομαίος που λέγαμε). Ο διαχωρισμός αυτός ήτανε αναγκαίος, επειδή οι «αυθεντικοί» Ιουδαίοι δεν δέχονταν  τους «νεοφώτιστους» Γαλιλαίους ως ισότιμους. Οι Γαλιλαίοι ήτανε πια Ιουδαίοι θρησκευτικώς αλλά όχι φυλετικώς. Ξεχώριζαν μάλιστα από τους «καθαρόαιμους» Ιουδαίους, επειδή δεν μπορούσαν να προφέρουνε ορισμένους φθόγγους. Να γιατί ο Πέτρος αναγνωρίστηκε ως μαθητής του Χριστού από την ομιλία του. (Κατά Μάρκον, ιδ΄ 70.

Κατά συνέπεια, οι «καθαρόαιμοι» Ιουδαίοι ήταν τελείως αδύνατον να δεχτούν τον Ιησού ως «Μεσσία» δηλαδή Χριστό του Θεού. Έτσι εξηγείται και η φράση του Ναθαναήλ «Τι το καλό μπορεί να προκύψει από τη Ναζαρέτ» - και, βεβαίως, έτσι ερμηνεύεται και η επίμονη προσπάθεια εκείνων των Ευαγγελιστών που απευθύνονταν κυρίως σε Ιουδαίους να «αποδείξουν» ότι ο Χριστός καταγόταν από τη γενιά του Δαυίδ, ότι μπήκε στα Ιεροσόλυμα πάνω σε γαϊδουράκι (ζώο ιερό για τους Ιουδαίους) και άλλα τέτοια. Το εάν, βέβαια, ο Χριστός καταγόταν από τη γενιά του Δαυίδ και του Σολομώντος καθώς και το κατά πόσον μπήκε στα Ιεροσόλυμα πάνω σε γάιδαρο ή όχι εμάς τους Έλληνες καθόλου δεν μας νοιάζουνε. Άλλο μας ενδιαφέρει: Ότι από τους Δώδεκα μαθητές του Χριστού, οι Δέκα ήτανε Γαλιλαίοι, ένας Ιουδαίος της Γαλιλαίας και μόνο ένας «Ιουδαίος καθαρόαιμος». Ποιος ήταν αυτός; Μα ποιος άλλος; Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης που –κυριολεκτικώς- Τον πούλησε.

     Β΄
Το 1984, ο Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών από το 1964 έως το 1977, οπότε συνταξιοδοτήθηκε, δημοσίευσε το βιβλίο του Η Δίκη του Χριστού υπό το φως των Ευαγγελίων και της επιστήμης. Πρόκειται για μία εξονυχιστική-και μοναδική, στο βαθμό που σήμερα γνωρίζουμε- ανάλυση της Δίκης του Χριστού· όσα ακολουθούν, κατά συνέπεια, εν πολλοίς βασίζονται σε περίληψη του βιβλίου αυτού που από εμένα έγινε το 2008. (Εξυπακούεται ότι και τα δύο βιβλία, τόσο εκείνο του Κ. Ηλιόπουλου όσο και μικρό,  το δικό μου, περάσανε απαρατήρητα.) 

Κατά πρώτο λόγο, η Δίκη του Χριστού πράγματι έγινε. Για λόγους  θρησκευτικούς όμως, τα δεδομένα των πηγών σκοπίμως διαστρεβλώθηκαν. Ας δούμε λοιπόν τα δεδομένα αυτά:
      1. Ο Πόντιος Πιλάτος, ήταν απλώς διοικητής (procurator) της Ιουδαίας, επαρχίας μικρής. Είχε όμως το περίφημο ius gladii, δηλαδή το δικαίωμα εκτέλεσης θανατικών ποινών – έστω και αν η ποινή αυτή είχε επιβληθεί από τους Ιουδαίους. Αυτό είναι κάτι που σαφέστατα φαίνεται στα ευαγγελικά κείμενα  (Κατά Ιωάννην, ιη΄ 31 και ιθ΄ 10) αλλά σκοπίμως αποσιωπάται – ιδίως σήμερα.

      2. Η Ιουδαία είχε κατακτηθεί από τους Ρωμαίους (συγκεκριμένα τον Γναίο Πομπήιο) το 63 π.Χ., αλλά ο πληθυσμός της, χάρη στον Ιούλιο Καίσαρα, είχε θεωρηθεί «εταίρος και φίλος του Ρωμαϊκού Λαού».  Το καθεστώς αυτό δεν διαφοροποιήθηκε ούτε μετά τη λίγο πριν από τη γέννηση του Χριστού ολοκλήρωση της προσάρτησης της Ιουδαίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ιουδαίοι, πράγματι, απολάμβαναν, στην ουσία, ελευθερία απόλυτη, ενώ παράλληλα οι θεσμοί τους ακωλύτως λειτουργούσανε, επειδή οι Ρωμαίοι συστηματικώς απέφευγαν οποιαδήποτε παρέμβαση τόσο στον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τους βίο. Μπορούσαν ακόμη και να επιβάλουν θανατική ποινή, αλλά δεν είχαν, όπως ήδη τονίστηκε, το δικαίωμα να την εκτελέσουν. Ειδικώς αυτό το τελευταίο δικαίωμα  το είχε μόνο ο Ρωμαίος διοικητής – εν προκειμένω ο Πόντιος Πιλάτος – ο οποίος όμως, προηγουμένως, έπρεπε να επικυρώσει τη σχετική απόφαση, δηλαδή να αποδεχτεί το σκεπτικό της.

       3. Κατά την εποχή του Ιησού Χριστού, οι Ιουδαίοι είχανε πλήρως διαμορφωμένο δικονομικό σύστημα, που μάλιστα διεπόταν από πνεύμα ευνοϊκό προς τον κατηγορούμενο. Όχι μόνο όμως κανένας από τους ιουδαϊκούς δικονομικούς κανόνες δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του Ιησού Χριστού, αλλά η απόφαση για τη θανάτωσή Του είχε παρθεί πριν ακόμα από τη δίκη Του. (Κατά Ματθαίον, κστ΄ 4· κατά Μάρκον, ιδ΄ 55.) Γιατί; Διότι τα αισθήματα των Ιουδαίων κατά του Χριστού συνοψίζονται σε δύο μόνο λέξεις: θεολογικό μίσος (odium theologicum), δηλαδή το ισχυρότερο συναίσθημα που μπορεί να εκδηλώσει ο ιουδαϊκός λαός.  Και τούτο, επειδή ο Χριστός είχε αποφασιστικώς πλήξει την καρδιά της θρησκευτικής τους λατρείας: τον ναό των Ιεροσολύμων. (Κατά Μάρκον, ια΄ 17 · κατά Λουκάν, κα΄ 5-6· κατά Ιωάννην,  δ΄ 21, 23-24.) Κατά συνέπεια, ο Χριστός όχι μόνο απειλούσε τα κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα του ιουδαϊκού ιερατείου, αλλά και ευλόγως προκαλούσε σε αυτό την υποψία ότι σκόπευε να εγκαταστήσει μια νέα τάξη πραγμάτων, μία νέα θρησκεία, τελείως διαφορετική από τον Ιουδαϊσμό. Και στο σημείο αυτό, βέβαια, πρέπει ιδιαιτέρως να τονιστεί το ότι, μέχρι σήμερα, «χριστός» για τους Ιουδαίους είναι ο Κύρος Β΄, ιδρυτής του βασιλείου των Περσών – ακριβώς επειδή επέτρεψε την ανοικοδόμηση του ναού των Ιεροσολύμων, που προηγουμένως είχε καταστραφεί. (Ησαΐας, με΄ 1.) Η ιουδαϊκή ηγεσία λοιπόν δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί θρησκευτική προσωπικότητα (και μάλιστα Γαλιλαίο) που καταφερόταν εναντίον του εν λόγω ναού·  άρα ο Χριστός έπρεπε να θανατωθεί – και μάλιστα όχι με λιθοβολισμό, συνήθη τρόπο θανάτωσης στους Εβραίους/Ιουδαίους (κατά Ιωάννην, η΄ 59, ι΄ 31 και 33, ια΄ 8) αλλά με σταύρωση, ποινή δηλαδή κατεξοχήν ατιμωτική (Δευτερονόμιον, κα΄ 22-23).  Το ζήτημα λοιπόν ήταν ένα και μόνο: Πώς θα κατάφερναν να πετύχουν,  από τον Πόντιο Πιλάτο, τη με σταύρωση θανατική εκτέλεση του Ιησού Χριστού.

      4. Για να το πετύχουνε αυτό, προσέθεσαν στην κατά του Χριστού θρησκευτική κατηγορία και άλλη μία, πολιτική – τελείως πλαστή· πως δηλαδή ο Χριστός έλεγε ότι ήταν «βασιλιάς» και απέτρεπε τους Ιουδαίους από του να δίνουνε τους θεσπισμένους φόρους στον αυτοκράτορα της Ρώμης. (Κατά Λουκάν, κγ΄2.) Ο Πιλάτος, φυσικά, δεν πείστηκε, οπότε οι Ιουδαίοι, προκειμένου να δούνε τον Χριστό πάνω στον Σταυρό, μεταχειρίστηκαν άλλο σύνηθες σε αυτούς μέσο· τον εκβιασμό. Το πώς, τώρα, εκβιάστηκε ο Πιλάτος είναι και ενδιαφέρον αλλά και διδακτικό. 

      Ο Πιλάτος λεγόταν έτσι (Pilatus), είτε γιατί ο πατέρας του είχε πάρει, λόγω διάκρισής του σε πολεμικές επιχειρήσεις, τιμητικό ακόντιο (pilum) ή επειδή καταγόταν από απελευθερωμένους δούλους, οι οποίοι φορούσανε χαρακτηριστικό κόκκινο σκούφο (pileum). Είναι γνωστό πάντως ότι ανέλαβε τη διοίκηση της Ιουδαίας το έτος 26 μ. Χ. και έμεινε στη θέση αυτήν έως το 36 μ.Χ. Η ιστορικότητα του προσώπου του σήμερα είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Τη θέση του, τώρα, ο Πιλάτος την είχε πάρει χάρη στον προστάτη του Σηιανό, αρχηγό της αυτοκρατορικής φρουράς επί Τιβερίου (διαδόχου του Αυγούστου). Χάρη στον Σηιανό, μάλιστα, είχε παραχωρηθεί στον Πιλάτο το προνόμιο να έχει μαζί του, στην Ιουδαία, τη σύζυγό του – κάτι που κανονικώς απαγορευόταν. Επιπλέον, του είχε δοθεί ο τίτλος «Φίλος του Καίσαρος» και, συνακολούθως, το δικαίωμα να φοράει χρυσό δακτυλίδι με την εικόνα του αυτοκράτορα Τιβέριου πάνω σε αυτό. 

      Όλα αυτά πολύ καλά τα ξέρανε οι Ιουδαίοι των Ιεροσολύμων και, φυσικά, ο Καϊάφας, μέγας αρχιερέας τους. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί της όλης ιστορίας.  Κατά την εποχή της Σταύρωσης, ο Σηιανός είχε πια βρεθεί ένοχος συνωμοσίας κατά του  Τιβέριου και είχε θανατωθεί· ο Πόντιος Πιλάτος, κατά συνέπεια, είχε χάσει τον προστάτη του και, επιπλέον, βρισκότανε σε θέση ιδιαιτέρως επισφαλή. Έτσι υποχρεώθηκε από τους Ιουδαίους να «παραδεχτεί» την κατηγορία τους κατά του Ιησού Χριστού, εφόσον αυτοί τού εξηγήσανε με σαφήνεια και ωμότητα ότι, εάν δεν Τον σταύρωνε, θα θεωρούσανε πως δεν ήτανε πια «Φίλος του Καίσαρος». (Κατά Ιωάννην, ιθ΄ 12.) Ή, για να το πούμε διαφορετικά: Εάν ο Πιλάτος δεν αποδεχόταν το –τελείως αβάσιμο- πολιτικό σκέλος τής εναντίον τού Χριστού ιουδαϊκής κατηγορίας, θα γινόταν ο ίδιος (ο Πιλάτος) αντικείμενο σε βάρος του καταγγελίας στον αυτοκράτορα. Το αποτέλεσμα; Λόγω της μετά τη θανατική εκτέλεση τού Σηιανού επισφαλέστατης θέσης του, ο Πιλάτος υπέκυψε και αναγκάστηκε να διατάξει τη Σταύρωση του Χριστού. 

      Με λίγα λόγια, ο Χριστός υπήρξε θύμα πολιτικής συκοφαντίας. Θανατώθηκε λόγω «εγκλήματος» τελείως φανταστικού – πως δηλαδή είχε επιβουλευθεί την κυριαρχία στην Παλαιστίνη του αυτοκράτορα Τιβέριου· σκοτώθηκε με την κατηγορία της «ανταρσίας». Η κατηγορία αυτή ούτε καν είχε τεθεί, ενόσω ο Χριστός «ανακρινόταν» από το ιουδαϊκό συνέδριο. Εκτοξεύθηκε μόνο, όταν, μετά την «προσαγωγή» του Χριστού στον Πιλάτο, οι Ιουδαίοι κατανόησαν ότι αυτός ο τελευταίος είχε συγκινηθεί από την όλη προσωπικότητα του Ιησού και τα λόγια Του. Οπότε τού είπανε το φοβερό: «Εάν τον αφήσεις, δεν θα είσαι πια φίλος του Καίσαρος». Και ο εκβιασμός έπιασε, λόγω της προηγούμενης  πτώσης τού Σηιανού - σε συνδυασμό με το γεγονός  ότι και στο παρελθόν οι Ιουδαίοι είχανε κάνει αναφορά κατά του Πιλάτου στον αυτοκράτορα, που όμως είχε επισύρει απλή επίπληξη του πρώτου από τον δεύτερο. Τώρα όμως, εάν ξαναέκαναν εναντίον του αναφορά, λόγω της εν τω μεταξύ πολιτικής μεταβολής, ήτανε σίγουρο ότι αυτή θα είχε δραματικές για τον Πόντιο Πιλάτο συνέπειες.
                                                                                      
Ελάχιστα είναι τα σημεία που χρειάζονται περαιτέρω διευκρινήσεις. Πρώτα-πρώτα, πρέπει να εξαρθεί το γεγονός ότι ο Πόντιος Πιλάτος είχε, κατά τους πρώτους αιώνες του βίου της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως εκτιμηθεί από τους Χριστιανούς – με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ακόμα και άγιος. (Λέγεται μάλιστα πως ο τάφος του βρισκότανε κάπου στη σημερινή Γαλλία.) Αργότερα, βέβαια, ξεχάστηκε – με αποτέλεσμα ο Αδόλφος Χίτλερ να διερωτάται: «Μα από κι ως πού βρέθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως ο Πόντιος Πιλάτος;» Νομίζω ότι, χάρη στα παραπάνω, η απάντηση σε αυτό το τελευταίο ερώτημα είναι πια εύκολη και σαφής. (Στο Πιστεύω άλλωστε λέγεται επί και όχι υπό Ποντίου Πιλάτου.)

Και κάτι άλλο – το τελευταίο: Λίγα χρόνια μετά τη Σταύρωση, το έτος 36 συγκεκριμένα, εκτελέστηκε με λιθοβολισμό ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος. Όπως ήδη είπαμε, ο λιθοβολισμός ήταν συνήθης ιουδαϊκός τρόπος θανατικής εκτέλεσης. Πώς όμως είχανε τότε πια οι Ιουδαίοι το δικαίωμα να σκοτώνουνε, εφόσον ειδικώς αυτό το είχε μόνο ο Ρωμαίος διοικητής της χώρας τους; Η – επιστημονική- ερμηνεία του γεγονότος έχει δοθεί εδώ και πολλές δεκαετίες από τον Ernest Renan: Η χαλαρότητα της ρωμαϊκής διοίκησης στην Ιουδαία επέτρεψε τελικώς τους Ιουδαίους να σφετεριστούν και δικαίωμα που δεν ήταν δικό τους. Οι Ρωμαίοι, απηυδισμένοι, δεν αντέδρασαν – έως ότου χρειάστηκε, για να ηρεμήσουν, γενικώς, τα πράγματα, να καταστρέψουνε, το 70 μ. Χ.,  τα Ιεροσόλυμα  και, βεβαίως, τον εκεί ιουδαϊκό ναό. Και έτσι, βέβαια εκπληρώθηκε η προφητεία του Χριστού (κατά Λουκάν, κα΄ 6): «Δεν θα μείνει ούτε πέτρα πάνω σε πέτρα…».-

 

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

 

Άγιος Κήρυκος και Ιουλίτη

                                                                                   


Τη μητέρα του βαστώντας απ’ το χέρι,  παιδομάρτυρας απ’ τη γη της Κιλικίας, στον τόπο μας έφτασε εδώ και αιώνες, σε πύρινη άμαξα. Οι αποσκευές του καλά στοιβαγμένες, μέσα στη χαρά του θανάτου του. Φτωχικό, αιματοβαμμένο χιτώνιο και το στεφάνι της αθανασίας στο κεφάλι του. Άγια κειμήλια των παιδικών του χρόνων. Τη μονιά του έκρυψε μέσα στις ελιές. Μικρός αδελφός των πουλιών. Καρδούλα, που χωρά στο κοχύλι της ερημιάς του. Στους αδύναμους παιδικούς του ώμους, βαριά, ατάραχα λιθάρια κουβαλάει· άγια κόκαλα  ενός εξοχικού νεκροταφείου.

Μεγάλωσε πια με τον καιρό. Στο κατώφλι της πόρτας του καθισμένος, τρέχει, σαν ακούσει τ’ όνομά του. Έφηβος,  με μια ευκινησία θαυμαστή,  είναι πάντα παρών εκεί που δεν είναι, όταν κάποιος τον επικαλεστεί. Οι μέρες του μυρίζουν βροχή και λιοπύρι, αφρόσκονη της θάλασσας και χαμομήλι, αρχαία τέφρα και πέτρινη σιωπή. 

Ανήμερα στη γιορτή του, στο ξωκλήσι του, η  μορφή του ωραία σαν καλοκαιριάτικο πρωινό. Ψαλμοί του Δαυίδ ανακατεμένοι με λιβάνι, περνούν απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο κι ενώνονται με τ’ αποτύπωμα της αρχαίας μας ψυχής, -πριν τους καταπιεί το πρωινό αεράκι.  

Ταπεινοί συμμέτοχοι στη θεία συναυλία των ύμνων με τη φύση και τον χρόνο, τον μικρό Κηρύκο αναγορεύουμε σε πρεσβευτή της ευσπλαχνίας των ουρανών· κι αυτός γίνεται τότε μονομιάς, συμπαραστάτης, ευεργέτης μας και φίλος.


Πηγή: Το είδωλο της γης μου  

 

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

 

Στη μνήμη της  Αγίας  Κυριακής 

Η Εκκλησία, λέγει ο οικουμενικός διδάσκαλος, άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος τιμά και εορτάζει τις μνήμες των αγίων, όχι για να πάρουν δόξα οι άγιοι, αλλά μάλλον για να δοξαστούν εκείνοι που τους τιμούν. Τί μπορεί περισσότερο να προστεθεί προς δόξα των αγίων, όταν ο βίος και το μαρτύριό τους είναι όλο μία δόξα; Όμως εκείνοι που τιμούν και ευφημούν τους αγίους, όχι μόνο αυτοί δοξάζονται, αλλά και προτρέπονται να ζηλέψουν και να μιμηθούν την αρετή των αγίων.

Να λοιπόν γιατί η Εκκλησία εορτάζει και τιμά τους αγίους της. Να γιατί σήμερα εορτάζουμε τη μνήμη της αγίας ένδοξου μεγαλομάρτυρος Κυριακής.

Δεν έχω βέβαια πρόθεση να διηγηθώ τώρα κατά πλάτος το βίο και την άθληση της αγίας Κυριακής. Νομίζω πως φτάνει να ξεχωρίσω και να επιμείνω σε δυο πολύ χαρακτηριστικά σημεία της αθλήσεώς της. Είναι ακριβώς εκείνα που μας δίνουν να εννοήσουμε, αλλά και να ζήσουμε κι εμείς το φρόνημα και την πίστη, με τα οποία οι άγιοι Μάρτυρες πορεύονταν προς το θάνατο. Αλλά δεν θα πρέπει να λέγω ότι πορεύονταν, αλλ’ ότι και τώρα και πάντα πορεύονται, αφού είναι αλήθεια πως η Εκκλησία είναι Εκκλησία μαρτύρων. Δεν υπήρξαν δηλαδή άγιοι, που μια φορά στον αρχαίο καιρό έδωσαν «διά θανάτου» την καλή ομολογία, μα κάθε μέρα μέχρι της συντέλειας των αιώνων το δένδρο της πίστεως θα ποτίζεται με το αίμα των άγιων, που πελεκίζονται «διά την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού».

Το ένα λοιπόν σημείο που ξεχωρίζουμε στην άθληση και το μαρτύριο της αγίας Κυριακής είναι το άκαμπτο θάρρος μιας νεαρής γυναίκας μπροστά στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα, που την ανέκρινε και την απειλούσε. «Είμαι χριστιανή», έλεγε με σεμνή καύχηση η αγία, κι ήταν αυτή η φωνή και η ομολογία, που καθώς ακουόταν αρωμάτιζε τον αέρα, αλλά και τον αρωματίζει πάντα μέσα στις τόσες ρυπαρές φωνές και τις βλασφημίες, που κάθε μέρα τον μολύνουν. Ο Μέγας Βασίλειος στον περίφημο εκείνο λόγο του στους άγιους Σαράντα Μάρτυρες, επάνω σ’ αυτή την ομολογία «είμαι χριστιανός», αναφωνεί• «Ω μακάριαι γλώσσαι, όσαι την ιεράν εκείνην αφήκαν φωνήν, ην αήρ μεν δεξάμενος ηγιάσθη, άγγελοι δε ακούσαντες επεκρότησαν, διάβολος δε μετά δαιμόνων ετραυματίσθη, Κύριος δε εν ουρανοίς απεγράψατο». Δεν είναι τίτλος πιο τιμητικός, δεν είναι ομολογία πιο ένδοξη από το «είμαι χριστιανός».

Το δεύτερο σημείο, που ξεχωρίζουμε στην άθληση και το μαρτύριο της αγίας Κυριακής, είναι η δήλωση και η ομολογία της μπροστά στον αγριεμένο ηγεμόνα. «Μην προσπαθείς να με δελεάσεις, του είπε, μη με απειλείς’ δεν θα με κερδίσεις ούτε με τις υποσχέσεις ούτε με το φόβο. Είμαι μια νέα γυναίκα, μα είναι ο Θεός μαζί μου κι αισθάνομαι τον εαυτό μου αήττητο». Εδώ φαίνεται η πίστη και το φρόνημα των αγίων Μαρτύρων. Δεν πιστεύουν στον εαυτό τους, δεν πηγαίνουν προς το θάνατο με τη δική τους δύναμη. Ποιός άνθρωπος δεν φοβήθηκε το θάνατο; Ποιά γυναίκα δεν τρόμαξε μπροστά στο μαχαίρι του δημίου; Μα οι άγιοι του Θεού δεν είναι εκείνοι που μάθαμε να τους χαρακτηρίζουμε και να τους λέμε ήρωες; Το πώς πεθαίνουν οι ήρωες και με ποιά αισθήματα μέσα τους δεν το ξέρουμε· όμως ξέρουμε πως οι άγιοι δίνουν τη μαρτυρία Ιησού Χριστού.

Οι άγιοι δεν είναι ήρωες, είναι μάρτυρες. Η εποχή μας είναι μαρτυρική. Κάθε πιστός κάθε ημέρα είναι υποχρεωμένος να δίνει «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού». Και διαφέρει αυτό πολύ από μια κατά παράδοση πίστη και προσωνυμία, που τη βρήκαμε από τους γονείς μας. Το «χριστιανός» δεν είναι ένα όνομα κ’ ένας τίτλος κληρονομικός, χωρίς βάρος και χωρίς ευθύνη. «Είναι τρόπος σκέψεως και κανών ζωής· είναι «αίρεσις βίου»». Ο Απόστολος γράφει πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι «διδόναι λόγον περί της εν ημίν ελπίδος». Αυτό το «διδόναι λόγον» δεν είναι μαρτυρία ανώδυνη. Σε ορισμένες περιστάσεις καταντά διωγμός «ένεκεν δικαιοσύνης», μαρτύριο και θάνατος «ένεκεν εμού και του ευαγγελίου», καθώς το είπε ο Χριστός. Ο πιστός ζει με την έννοια του μαρτυρίου ριζωμένη μέσα του και δέεται μαζί με την Εκκλησία για τα τέλη της ζωής του, να είναι «ανώδυνα» και «ανεπαίσχυντα». Κι αυτό περισσότερο στον καιρό μας, όπου η Εκκλησία διέρχεται περίοδο οργανωμένου διωγμού. Σήμερα, πολύ περισσότερο ίσως από χθες, «ο πιστός είναι αθλητής της πίστεως, πίστεως που πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να την ομολογήσει, να την βεβαιώσει, που μπορεί κάθε στιγμή να του δώσει την ευκαιρία να σταυρωθεί γι’ αυτήν, να γίνει άξιος μιμητής του Χριστού». Τα τελευταία τούτα διαβάζομε σ’ ένα από τα καλύτερα βιβλία του καιρού μας, που δεν γράφηκε με προσπάθεια να ωραιοποιήσει τον Χριστιανισμό ούτε να κάνει λογοτεχνία σε βάρος της πίστεως, αλλά να εμβαθύνει με κριτική δύναμη στο πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας και να αντικρύσει με ρωμαλεότητα σκέψεως την ουσία και το βάθος του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Γιατί συμβαίνει βέβαια και συνηθίζεται στις ημέρες μας τούτο. Πάμε ν’ αντισταθούμε στον ανατρεπτικό άνεμο και στο διωγμό της Εκκλησίας με φθηνά μέσα και με όπλα παιδαριώδη· με τις ανθρώπινες ικανότητές μας και χωρίς την πανοπλία της Θείας Χάριτος. Το σοβαρό και το αποτελεσματικό είναι να ριζώσουμε μέσα μας την έννοια του διωγμού και του μαρτυρίου. Τότε θ’ αντικρύσουμε την πραγματικότητα όχι ωραιοποιημένη, μα σε όλη την αγριότητα και την τραγικότητά της·τότε θα καταλάβουμε την αδυναμία μας και θα νοιώσουμε την ανάγκη της Θείας Χάριτος. Δεν είναι η ανθρώπινη αντοχή που βγάζει νικητή τον Μάρτυρα -κάθε πιστό, που φθάνει να επισφραγίσει με το θάνατό του «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού». Ειδεμή θα έφθανε το μαρτύριο νάναι κάτι σαν μαγική πράξη, όπως έτσι πολλές φορές το είδαν οι διώκτες. Όμως η αγία Κυριακή κι όλοι οι Άγιοι δεν κάμφθηκαν, γιατί κάθε φορά «Θεού χάρις ην η συμπαρούσα και αλείφουσα τον αθλητήν». Είναι η ορθή κι ακλόνητη βάση, επάνω στην οποία πρέπει να σταθούμε, για να εξηγήσουμε το χριστιανικό μαρτύριο. Η βάση της πίστεως και της Θείας Χάριτος.

(+Επισκ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, «Ο Λόγος του Θεού», τομ. Α΄, σ. 146-152-αποσπάσματα)

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

 

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ (1896-1966)

Δεν διδάχθηκεςότι σε δύσκολους καιρούς

ο κάθε χριστιανός είναι ο ίδιος υπεύθυνος

για την Χριστιανοσύνη στο σύνολο της;

 

Γεννήθηκε στὶς 4 Ἰουνίου τοῦ 1896 στὸ χωριὸ Ἀντάμοβκα, τῆς ἐπαρχίας Χαρκὼβ τῆς Οὐκρανίας, σχετικὰ κοντὰ μὲ τὸ Κίεβο. Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἦταν ἀριστοκρατική. Ὁ πατέρας τοῦ Μπόρις ὑπῆρξε στρατάρχης, ὁ θεῖος τοῦ πρύτανις τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Κιέβου, καὶ ἕνας ἄλλος συγγενής τους ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης, μητροπολίτης τοῦ Σομπόλκ. Ὅταν βαπτίσθηκε, πῆρε τὸ ὄνομα Μιχαήλ. Μικρὸς ἦταν φιλάσθενος καὶ ἔτρωγε λίγο. Τὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευσή του τὴν πῆρε στὴ στρατιωτικὴ ἀκαδημία τῆς Πολτάβας καὶ μετὰ σπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Χαρκὼβ νομικὴ καὶ ἔπειτα διορίστηκε στὸ περιφερειακὸ δικαστήριο τοῦ Χαρκώβ. Ὅταν σπούδαζε στὸ Χαρκώβ, πρότυπό του καὶ ἴνδαλμά του ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μελέτιος Λεόντοβιτς, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του καὶ μάλιστα γιὰ τὸ κατόρθωμά του νὰ μὴ κοιμᾶται τὴ νύχτα καὶ νὰ περνᾷ ὦρες ὁλόκληρες ἀκίνητος μὲ τὰ χέρια ὄρθια καὶ προσευχόμενος. Κοιμήθηκε τὸ 1841 γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του καὶ τὰ λείψανά του φυλασσόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Tράπεζα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς ἁγίας Σκέπης.

Tὸ 1921, λόγω τοῦ ἐμφυλίου πολέμου ποὺ ἐπικράτησε στὴ Ρωσία μετὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων, ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀναγκάσθηκε νὰ μεταναστεύσει στὸ Βελιγράδι. Ἐκεῖ ὁ Μιχαήλ, πουλώντας ἐφημερίδες γιὰ νὰ συντηρηθεῖ, σπούδασε θεολογία παίρνοντας τὸ πτυχίο τοῦ. Τὸ 1924 χειροθετήθηκε ἀναγνώστης, τὸ 1926 ἐκάρη μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης, γιὰ νὰ τιμήσει τὸ συγγενῆ τοῦ τὸν Άγιο Ἰωάννη μητροπολίτη τοῦ Σομπόλκ, καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας, χειροτονήθηκε ἱερεύς. Διετέλεσε καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν στὸ Σερβικὸ κρατικὸ Λύκειο καὶ καθηγητὴς στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Αγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὸ Μοναστῆρι.Ἐκεῖ τελοῦσε λειτουργίες στὰ ἑλληνικὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως. Ἐπίσκοπος Ἀχρίδας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὁ λόγιος καὶ εὐσεβέστατος ἐπίσκοπος Νικόλαος Βελιμήροβιτς, «ὁ Χρυσόστομος τῶν Σέρβων», ὁ ὁποῖος ἐκτιμοῦσε καὶ ἀγαποῦσε τὸν νεαρὸ ἱερομόναχο. Συχνὰ ἔλεγε: «Ἂν ἐπιθυμεῖτε νὰ γνωρίσετε ἕνα ζωντανὸ ἅγιο, δὲν ἔχετε παρὰ νὰ πᾶτε στὴν Βιτὼλ γιὰ νὰ συναντήσετε τὸν πατέρα Ἰωάννη». Πράγματι οἱ μαθητὲς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς ἄρχισαν να ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅταν ὅλοι κοιμόνταν, ἐκεῖνος ἔμεινε ξύπνιος, περνοῦσε ἀπὸ τὰ δωμάτια τοὺς τὰ βράδια, τοὺς σκέπαζε, τοὺς σταύρωνε καὶ ἔφευγε. Τελικὰ οἱ μαθητὲς διαπίστωσαν ὅτι δὲν κοιμόταν σχεδὸν καθόλου στὸ κρεβάτι καὶ τὶς λίγες ὧρες ποὺ ξεκουραζόταν, σχεδὸν μία ἢ δυὸ ὧρες τὸ βράδι, κοιμόταν σὲ καθιστὴ στάση ἢ γονατιστὸς στὸ πάτωμα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα. Τὸ παράδειγμα τοῦ Μελετίου Λεόντοβιτς ποὺ ἦταν τὸ ἴνδαλμά του, ὅπως προαναφέραμε, πῆρε σάρκα καὶ ὀστὰ καὶ στὴ δική του ζωή. Ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ ἴδιος αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ τότε ποὺ ἐκάρη μοναχός. Εἶναι κάτι ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Παχώμιος (4ος αἰῶνας) στοὺς μοναχικούς του κανονισμούς, ὅτι οἱ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ κοιμοῦνται ξαπλωτοὶ, ἀλλὰ καθιστοί. Ὁ Ἰωάννης λειτουργοῦσε κάθε μέρα καὶ ἔτρωγε μία φορᾷ στὶς 11 τὸ βράδι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης καὶ τῆς τελευταίας βδομάδας τῆς Σαρακοστῆς δὲν ἔτρωγε τίποτα ἀπολύτως καὶ τὴν ὑπόλοιπη νηστεία, ὅπως καὶ στὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ἔτρωγε μόνο πρόσφορο. Τὸ ἴδιο αὐστηρὰ νήστευε κάθε ἑβδομάδα, Παρασκευὴ καὶ Σάββατο, πρὶν τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Φοροῦσε πέδιλα ἢ παντόφλες χωρὶς κάλτσες, ἀνεξάρτητα ἀπὸ καιρικὲς συνθῆκες καὶ ἐποχές, καὶ πολλὲς φορὲς περπατοῦσε ξυπόλητος καὶ λειτουργοῦσε, ἀκόμη καὶ ὡς ἐπίσκοπος, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἄγριες ἐπικρίσεις. Ἔμεινε ξυπόλητος, γιατί συνήθιζε νὰ χαρίζει τὰ πέδιλά του σὲ κάποιο φτωχὸ ποὺ δὲν εἶχε ἢ καὶ γιὰ ἄσκηση μιμούμενος τοὺς κατὰ Χριστὸν σαλούς. Οἱ μαθητὲς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τοῦ Μοναστηρίoυ (Vitola), στὴ περίοδο τῶν διακοπῶν τους, δὲν μιλοῦσαν γιὰ τίποτα ἄλλο στοὺς δικούς τους παρὰ γιὰ τὸν ἰδιόρρυθμο καὶ κατὰ Χριστὸ σαλὸ ἱερομόναχο πατέρα Ἰωάννη. Ὁ ἐπιφανὴς καὶ λόγιος ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, Ἄγγλος προσήλυτος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν ρωτήθηκε κάποτε ποιὲς μορφὲς τὸν ἐντυπωσίασαν στὴν Ὀρθοδοξία, ἀνάμεσα στὰ ἐλάχιστα ἄτομα ποὺ ἀνέφερε ἦταν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωάννου Μαξίμοβιτς. Ἀνεπανάληπτη καὶ ἄκρως ἰδιόρρυθμη περίπτωση. Τὸ 1934 (28 Μαΐου) χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Σαγγάης στὴ Κίνα. Προσπάθησε να ἀποφύγει τὴν χειροτονία αὐτή, ἐπικαλούμενος ἕνα φυσικὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε μὲ τὴν ἄρθρωση στὴν ὁμιλία του. Οἱ ἐπίσκοποι ὅμως μείνανε ἀνυποχώρητοι, ἐπικαλούμενοι ὅτι καὶ ὁ Μωυσῆς εἶχε παρόμοιο πρόβλημα καὶ ὅμως ἐξελέγη ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Χαρκὼβ Ἀντώνιος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη(μετέπειτα μητροπολίτης Κιέβου καὶ Γαλικίας, πρῶτος του πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Ρωσίας καὶ πρόεδρος τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς διασπορᾶς), ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπὸ τὴν προστασία καὶ καθοδήγηση τοῦ τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ σπούδαζε στὸ Χαρκώβ, σὲ γράμμα τοῦ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δημήτριο τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς ἀρνεῖται τὴν πρόσκληση να ἀποσυρθεῖ στὴν Κίνα καὶ γράφει «τὴ δική μου θέση, σὰν τὴν ψυχή μου, σὰν τὴν καρδία μου, σᾶς στέλνω τὸν Βλαντίκα ἐπίσκοπο Ἰωάννη»

Αὐτὸς ὁ μικροκαμωμένος εὔθραυστος ἄνθρωπος, ποὺ φαίνεται σὰν παιδί, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνα θαῦμα τῆς ἀσκητικῆς σταθερότητας καὶ αὐστηρότητας, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὴ ζωή μας τὴ διακρίνει ἡ ἀπόλυτη πνευματικὴ ἐξασθένηση. Στὴ Σαγγάη, δημιουργεῖ ὀρφανοτροφεῖο καὶ στέγη γιὰ παιδιὰ φτωχῶν οἰκογενειῶν, ποὺ τὸ ἀφιέρωσε στὸν ἅγιο Τύχωνα τοῦ Ζαντόσκ.

Ὅταν ἔφθασαν στὴ Σαγγάη οἱ κομμουνιστές, ὁ Ἰωάννης μετέφερε ἀρχικὰ τὰ παιδιὰ στὶς Φιλιππίνες καὶ ἔπειτα στὸ Σὰν Φρανσίσκο τῆς Ἀμερικῆς. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ γιὰ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιό του. Καὶ σὰν ἐπίσκοπος ὁ Ἰωάννης τελοῦσε ὅλες τὶς ἀκολουθίες καθημερινά. Λειτουργοῦσε ἐπίσης καθημερινὰ ὁπουδήποτε καὶ ἂν βρισκόταν, εἴτε σὲ τραῖνο, εἴτε σὲ πλοῖο, εἴτε σὲ νοσοκομεῖο. Ὅταν ἦταν ἄρρωστος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ λειτουργήσει μόνος του, καλοῦσε ἕνα ἱερέα στὸ δωμάτιό του νὰ λειτουργήσει. Ἐπισκεπτόταν ἀσθενεῖς καθημερινῶς. Τοὺς ἐξομολογοῦσε καὶ τοὺς κοινωνοῦσε. Ἂν ἡ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς ἦταν σοβαρή, ὁ ἅγιος περνοῦσε ὦρες ἀτέλειωτες δίπλα του, προσευχόμενος γονατιστὸς καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ αὐτὴ πολλὲς φορὲς ἔφερνε τὸ θαῦμα. Εἶχε χάρισμα νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς διανοητικὰ ἀνάπηρους καὶ τοὺς δαιμονισμένους. Ἦταν ἐπίμονος ὄχι μόνο στὶς προσευχές του, ἀλλὰ καὶ στὰ αἰτήματα τοῦ πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἐνοριτῶν του καὶ γενικὰ τῶν συνανθρώπων του. Παρέμεινε μέρες ὁλόκληρες στὴν Οὐάσιγκτον, στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια εἰσόδου χιλιάδων Ρώσων προσφύγων ἀπὸ τὴν Κίνα, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἀρρώστων, γεγονὸς ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν τὸ εἶχε κατορθώσει νωρίτερα. Ἔμεινε ἀλύγιστος καὶ ἄφοβος κατὰ τὴν ἰαπωνικὴ κατοχὴ τῆς Κίνας. Ἀνέλαβε προσωρινὸς πρόεδρος τῆς ρωσικῆς κοινότητας, γιατί οἱ προηγούμενοι δυὸ πρόεδροι ποὺ δὲν ὑπέκυψαν στὶς ἰαπωνικὲς πιέσεις δολοφονήθηκαν. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἀσκήθηκε πίεση στοὺς Ρώσους κληρικοὺς τοῦ ἐξωτερικοῦ νὰ δεχθοῦν ὡς πατριάρχη τὸ νέο πατριάρχη τῆς σοβιετικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τοὺς ἕξι ἱεράρχες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, μόνον ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης δὲν ἀκολούθησε τὸ νέο πατριάρχη καὶ ἔμεινε πιστὸς στὴ ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς. Τὸ 1946 ἀνέβασαν τὸν ἅγιο στὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου ὅλης της περιφερείας τῆς Κίνας. Μετὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τὴν Κίνα στὴν Ἀμερική, οἱ Ρώσοι ἐπίσκοποί της διασπορᾶς, τὸ 1951, τὸν στέλνουν στὴν ἐπισκοπὴ Παρισίου καὶ Βρυξελλῶν ποὺ περιλάμβανε ὅλη τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ὅπου πήγαινε ὁ Ἰωάννης δὲν ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ τοὺς Ρώσους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ντόπιους ὀρθοδόξους. Τελοῦσε λειτουργίες στὰ ὀλλανδικὰ καὶ στὰ γαλλικὰ ὅπως παλαιότερα λειτουργοῦσε στὰ ἑλληνικά, στὰ κινεζικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Θεωρεῖται ὡς ἱδρυτὴς τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης ὀλλανδικῆς Ἐκκλησίας. Ἐνδιαφέρθηκε νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοί τους ἁγίους της Δυτικῆς Εὐρώπης ποὺ εἶχαν ζήσει πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα (1054) καί, λόγω τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ παπισμοῦ μετέπειτα, μένανε ἄγνωστοι στὴν οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία.

Τὸ 1962, χιλιάδες Ρώσοι του Σὰν Φρανσίσκο ποὺ γνώριζαν τὸν ἅγιο Ἰωάννη ἀπὸ τὴ Σαγγάη, ζητοῦν νὰ σταλεῖ ὡς ἀρχιεπίσκοπος στὸ Σὰν Φρανσίσκο, γιὰ νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργηθῆκαν μὲ τὴν παραίτηση -γιὰ λόγους ὑγείας- τοῦ ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῶν Ρώσων τῆς διασπορᾶς, ἀνταποκρίνεται στὸ αἴτημα τῶν πιστῶν καὶ ὁ Ἰωάννης φθάνει ἐκεῖ στὶς 21 Νοεμβρίου τοῦ 1962, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καὶ 28 χρόνια μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴ Σαγγάη ποὺ ἔγινε ἐπίσης ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων. Ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων χειροτονήθηκε καὶ ἱερεὺς ὅπως ἤδη προαναφέραμε. Καὶ στὴ Σαγγάη καὶ στὸ Σὰν Φρανσίσκο ὑπῆρχε ἕνας μισοκτισμένος ναὸς ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ ὁλοκληρωθεῖ λόγω διασπάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, πέτυχε τὴν εἰρήνευση τῶν κοινοτήτων καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ναῶν, συνεχίζοντας τὴν ἴδια ἁγία ζωὴ καὶ ποιμαντικὴ δράση.

Κι ὅμως αὐτὸν τὸν ἅγιο, ἀσκητή, ἀκτήμονα ἐπίσκοπο, κάποιοι τοῦ ἐνοριακοῦ συμβουλίου τὸν κατηγόρησαν ὅτι εἶχε καταχραστεῖ χρήματα τῆς ἐνορίας. Ἔγινε δημόσιο δικαστήριο καὶ ἀποδείχθηκε ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος μὲ σιγουριὰ καὶ πίστη στὸ Θεὸ ἀντιμετώπισε τὶς συκοφαντίες χωρὶς νὰ κρίνει κανένα, ἀτάραχα καὶ μὲ γαλήνη. Καὶ παλαιότερα στὴν Σαγγάη ἐπιχείρησαν δυὸ φορὲς νὰ τὸν δηλητηριάσουν. Μία ρίχνοντας δηλητήριο στὸ φαγητό του καὶ μία ρίχνοντας δηλητήριο στὸν οἶνο τῆς ἁγίας προθέσεως! Στὴν δεύτερη δηλητηρίαση τὴν ἐπιχείρησε ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα στὸ Σὰν Φρανσίσκο ἔγραφε συνεχῶς ἄρθρα ἐναντίον του. Ὅταν ἀργότερα πέθαινε ἀπὸ καρκίνο, ὁ ἅγιος ὄντως Ἰωάννης, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ πέτυχε νὰ μετανοήσει. Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ την 2-7-1966 στὸ Σιάτλ. Γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Τάφηκε στὸ καθεδρικὸ ναό του Σὰν Φρανσίσκο ποὺ ὁ ἴδιος ὁλοκλήρωσε. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε τὸ 1993 καὶ τὸ σῶμα τοῦ εὑρέθηκε ἄφθαρτο καὶ παραμένει ἔτσι. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώρισή του ὡς ἁγίου ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν Ρώσων ἐπισκόπων της διασπορᾶς, ἔγινε την  2-7-1994 τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἔκτοτε πλῆθος κόσμου ἀπ’ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς ἐπισκέπτεται τὸ λείψανό του, τὸ προσκυνᾷ καὶ ζητᾷ τὴ μεσιτεία του καὶ τὴν εὐλογία του. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς θὰ κηρύττει συνεχῶς στὶς μέρες μας, μὲ τὴν περίπτωσή του, ὅτι ἡ ἁγιότητα καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ 21ου αἰῶνα δὲν εἶναι ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Ἀκόμη καὶ σήμερα καὶ μάλιστα σὲ χῶρες κοσμικές, δελεαστικές, ποὺ εἶναι παραδομένες στὴ ὕλη, στὸ χρῆμα, στὴ ξέφρενη ἡδονή, στὴν ἀλόγιστη κατανάλωση, ποὺ μὲ τὰ τεχνολογικά τους ἐπιτεύγματα ἔχουν δημιουργήσει ἐπίγειους ὑλικοὺς παραδείσους καὶ ἔχουν λησμονήσει ἐντελῶς τὸν ἀληθινό, παρουσιάζονται ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ καὶ ἀσκητὲς καὶ εἶναι κατάφορτοι ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἃς παραδειγματισθοῦμε ἀπ αὐτοὺς καὶ ἂς τοὺς μιμηθοῦμε.

                                                Μελέτιος Βαρδαχάνης

                                                    Αρχιμανδρίτης

ΥΓ. Παγκόσμιος σύγχρονος Άγιος, της ορθοδοξίας. Μοναδική ίσως περίπτωση στον αιώνα που πέρασε, λόγω των ιδιορρυθμιών του και της παγκόσμιας παρουσίας του, αφού όργωσε όλη τη γη, χάρη στην πρόνοια του θεού άλλα και τα ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα τον 20ο αιώνα. Ο ορθόδοξος χριστιανισμός, της Κίνας ξεκίνησε με την πρώτη παρουσία Κοζάκων ορθοδόξων από τον 17ο αιώνα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η διάδοση του χριστιανισμού και της ορθοδοξίας έφτασε σε ακμή, με πρώτο Κινέζο ορθόδοξο ιερέα, τον Άγιο Μητροφάνη Τσι-Σουνγκ. Όταν το 1900 ξέσπασε το ξενόφοβο κίνημα των Μπόξερς, με εκτελέσεις και διωγμούς κατά των χριστιανών και βεβηλώσεις ναών, οι Ρώσοι ιεραπόστολοι κατέφυγαν στη Σαγκάη, όπου εδώ στα χρόνια πριν την επικράτηση του κομμουνισμού, μπήκαν οι βάσεις μιας μικρής οργανωμένης ορθόδοξης παρουσίας που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα χάρη στην παρουσία του Ρώσου Άγιου Ιωάννη Μαξίμοβιτς. Στην Ελλάδα γιορτάζεται την 19η Ιουνίου. 

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

 

Λ Α Μ Π Ρ Η 

— Χριστός άνέστη ! αγαπητέ αναγνώστη. Και μια καί τό καλεϊ ή μέρα, γι’ αυτήν θά μιλήσουμε καί για ένα χείμαρρο αναμνήσεις πού μάς πλημμυρούν άπό παιδάκια... Στούς αβέβαιους καιρούς μας, τέτοιες μεγάλες γιορτές καί τέτοιες ώραϊες εύχές, παίρνουν μια ξεχωριστή σημασία ανάμεσα στον εύγενικό καί πολύπαθο λαό μας. Χωρίς νά ξεκόβουν άπ' τό ιστορικό γεγονός πού τις γέννησε καί τις καθιέρωσε, ντύνονται τήν κοχλαστή πραγματικότητα τής σκληρής εποχής μας καί προβάλλουν σαν ξεκινήματα καί συνθήματα για καινούργιες ευγενικές κατακτήσεις.

— Χριστός άνέστη! Κραύγαζαν οι μπαρουτοκαπνίσμένοι μας πρόγονοι, χαιρετώντας κάθε αίματοποτισμένη τους νίκη. Καί μέ τήν ίδια νικητήρια ιαχή, δακρυσμένοι φιλιόνταν οί ρωμιοί στούς δρόμους καί στις πλατείες, άγνωστος μ' άγνωστο, στό τέλος τής χιτλερικής κατοχής...

— Χριστός άνέστη!... Καί κάτι σαν πουλί σκιρτάει καί σήμερα έτοιμο νά κελαϊδήσει στις παγωμένες καρδιές των άνθρώπων. Σά συναντιούνται δυό χαμόγελα π' άχνοχαράζαν κάτω απ' τή μόνιμη μάσκα τού πόνου, στις μέρες μας. Σά σιμώνουν δυό κόκκινα αυγά νά παιχνιδίσουν. Σά σμίγουν τις φλογίτσες τους δυό λαμπάδες. Σαν τσουγκρίζουν δυό ποτήρια μέ κρασί. Σά σφίγγουν δυό χέρια σέ χειραψία Σά φιλιούνται οί άνθρωποι μέ χείλη πού σαλεύουν ήμερα, γλυκά...

— Χριστός άνέστη !...

— Αληθώς άνέστη !...

— Μέ γειά μας καί χαρά μας...

— Μέ ομόνοια κι’ αγάπη !...

Καί πάει... Γλύκανε ή ανθρώπινη ψυχή. Χαλάρωσε ή ένταση των νευρικών καιρών μας. Σμίγουν οί χιλιάδες λαμπάδες τό φώς τους σέ μια φωτοπλήμμυρα ανάστασης. Χιλιάδες χαμόγελα συναντιώνται. Χιλιάδες ποτήρια τσουγκρίζουν. Φουντώνουν έλπίδες. Σμίγουν οί άνθρώποι σέ λαοθάλασσες.Κι' ό γλυκός Ναζωραίος γίνεται Λαός... Λαός στα πάθη του. Λαός στήν ανάστασή του...

……………………………………………………………………………........................................................

Είχα έναν παππού. Ήταν παπάς. "Ενας πρωτόγονος παπάς σέ μια πρωτόγονη χωριάτικη κοινωνία τής Τουρκοκρατίας. Παπάς, μυλωνάς, τσομπάνος. Άντρας φοβερός! 'Απλοϊκός, βιβλικός, Μωϋσής!... 'Οπλισμένος μέ κουμπούρια όλοχρονίς εκεί πού έσκαβε κι  έβοσκε τά πρόβατά του. Δύσκολα τά χρόνια καί τότε. Μά τόλεγε ή περδικούλα του.

— Τί τά θές τ' άρματα ;... Τον ρωτούσαν.

—Γιά τα Τουρκιά μπρε... Τί γκεσέμι μ’ έχετε ; "Η τ’ αγοράζω μέ τόν παρά ή τά σφάζω σαν έρτουν γιά κακό... Μπίρ Αλλάχ ! Ό αφέντης είναι λύκος...

— Κ ι’ ό Χριστός ; Ξεχνάς παπούλη ;... «Ού φονεύσης!»

— Χριστός είμαι γώ. κι’ εσύ καί τούτα τά παιδάκια..."Ο,τι ζει είναι Χριστός...

Τή μεγάλη βδομάδα, στά πάθη, στα δώδεκα εύαγγέλια βογγούσε... "Ετρεμαν χέρια κι’ Ευαγγέλιο.

— Κι’ έθηκαν επί τής κεφαλής αύτού στέφανον έξ άκανθων καί λόγχη έκέντησαν τήν πλευράν αύτού... Τά μάτια του μούσκευαν. Σταματούσε. "Ένας κόμπος τόν έπνιγε. ’ Αγρίευε... Καί πριν συνεχίσει δάγκωνε μιά τρομερή λέξη πού μούδιαζε τ’ απλοϊκό έκκλησίασμα...

— Οί κερατάδες...

"Επασχε μέ τά πάθη κι’ άνασταινόταν μέ τήν Ανάσταση. Καί τή Λαμπρή άχτινοβολούσε. Βροντούσε τό «Χριστός Άνέστη..» σάν κανόνι. Παρορμούσε τούς χριστιανούς νά ψέλνουν μαζύ του...

— Σκούξτε μπρέ κουκουβάγιες... Τί μέ κυττάτε... Χριστός άνέστη... Άνθρωπος άνέστη !... Καί γινόταν τής κακομοίρας... Δεν ήταν πιά ψαλμωδία... "Ητανε εμβατήριο σέ γιουρούσι. Τσομπάνηδες, ψαράδες, ζευγάδες, ξωμάχοι ούρλιάζαν σά λύκοι... Καί τέλος έκανε κήρυγμα.

— Που είναι μπρε ό Πιλάτος Πού είναι κι’ ό Ρωμαίος ; Στάχτες καί μπαρούτι... θαρρούσαν πώς θά βασίλευαν στους αιώνες... Αμ δέ ... Αλλάζουν μπρέ όλα ... Φεύγουν τά παλιά κι έρχονται καινούργια ... Τά καινούργια λάμπουν. Τά παλιά πεθαίνουν... "Αντε τώρα Χριστός άνέστη !... Καί φρόνιμα... Μή μεθήστε καί μαχαιρωθήτε σάς έσφαξα... Βαλαχί ! ... Ζαβαλήδες ... 

Ξεφλούδιζε τήν Ανάσταση άπό κάθε δόγμα. Περπατούσε χέρι-χέρι μέ το Χριστό. Χόρευε μαζύ του...

…………………………………………………………………………….....................................................

— Χριστός άνέστη!... ψέλλισεν ένας άσπρομάλλης παπάς μέσα σ’ ένα στρατόπεδο τής κατοχής. Είμασταν τρείς χιλιάδες. Αγωνιστές, έγγλεζάκια αιχμάλωτα, αραπάκια, σαλταδόροι, γυναίκες άνταρτών, παιδάκια μικρά μέ τις μάννες τους...

— Πιο δυνατά παπούλη... τού φωνάξανε...

—Λαμπρή είναι .. Πεθαίνουμε πού πεθαίνουμε .. Ψάλλε, παπά.

—Κάθε βδομάδα παίρνουν καί σφάζουν!... "Ας γιορτάσουμε πριν χαθούμε... Ζωή είναι αύτή ; Ζωντανοί στην κόλαση...

— Όχι... Όχι... Δέν χανόμαστε... Χριστός άνέστη ! Κι’ ο άνταρτόπαπας φόρεσε τό πετραχήλι του κι’ έστρεψε τό βλέμμα πρός τήν κορφή τού Όλύμπου. επίσημος, ώραίος.

Χριστός άνέστη εκ νεκρών

θανάτω θάνατον πατήσας

Τί έγινε τότε !... Πληθωρική ή λαχτάρα γιά τή ζωή καί γιά τή νίκη ανάβρυσε απ' τά σκελετωμένα κορμιά μας κι’ έσπασε τόν άτσαλένιο θάνατο πού μάς έζωνε ολόγυρα. Τις ψηλές σκοπιές μέ τά πολυβόλα. Τ ’ αγκαθωτά σύρματα. Τά ναρκοπέδια. Τά σκυλιά... Κλαίγαμε...

— Χριστός άνέστη! "Ας χορέψουμε άδέρφια...

— Ελλάς άνέστη ! Κύττα πέρα... Πέρα... Τά βουνά !

— Θά ζήσουμε... θά ζήσουμε... Ή ζωή είναι τό παν

— Θανάτω θάνατον πατήσας...

— Άνέστη στήν έρημο... Στήν Αίγυπτο...

— Στο Στάλιγκραντ άνέστη ! ..

— Στο δεύτερο μέτωπο άνέστη... Σηκωθήτε !...

— Νά φιληθούμε άδέρφια...

Πώς έγινε έκεινο!... Δέν ξεχώριζες πιά φίλο καί ξένο έκεί μέσα. Δακρυσμένοι, πονεμένοι καί χαρούμενοι μαζύ, νεκροί π’ άναστηθήκαμε στήν κόλασή μας, άγκαλιαζόμαστε, φιλιούμαστε, ξεφωνίζαμε ρωμέΐκα, ινδιάνικα, γκούργκας, εγγλέζικα... Κλαίγαν καί γελούσαν καί τά μικρά παιδάκια στήν αγκαλιά τής μάννας τους...

— Χριστός άνέστη !·.. "Ύστερα πιαστήκαμε χέρι μέ χέρι... Τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Πενήντα κύκλοι...

Στη στεριά, δέ ζή τό ψάρι

Μονό άνθός στην αμμουδιά... 

Πιαστήκαν στό χορό μας καί τά ιταλάκια. οί φαντάροι πού δέν είχαν υπηρεσία : «Βίβα ! Βίβα !...» Κι άπομείνανε νά χάσκουν τά πολυβόλα... Μαύροι καιροί...

…………………………………………………………………………….....................................................

Κάτι σάν πουλί σκιρτάει έτοιμο νά κελαηδήσει τό αιώνιο γλυκό του τραγούδι καί σήμερα στις παγωμένες καρδιές.

Χριστός άνέστη ! Νέοι, γέροι και κόρες

μπροστά στους άγιους και φιληθειτε

Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη.

πέστε «Χριστός άνέστη» εχθροί και φίλοι. 

Δέ στερεύει ποτές ή άνάβρα τής πανανθρώπινης αγάπης, πού μάς δροσίζει στήν πορεία μας πρός τά μπρός... Πρός τή γή Χαναάν ...

 

                                                                                                                             ΦΙΛΗΣ

            ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ-1955 

 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις