Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

 


        Ημερολόγιο Δωδεκανήσου (1930-1931)

   Samuel Baud Bovy

   

Καστελόριζο

Πέμπτη 20 Αυγούστου 1931

Καβατζάρουμε ένα ακρωτήρι και μπαίνουμε σ’ ένα όμορφο λιμάνι, όπου το κυβερνείο, απλό και όμορφο, με κόκκινα τούβλα, αιτιολογεί τη νεότερη ονομασία του[1]. Στο νησί δεσπόζουν απόκρημνα βουνά με κοκκινόχωμα και γκρίζο ασβεστόλιθο. Σπίτια σε ποικιλία χρωμάτων, από τότε που απαγορεύτηκαν το λευκό και το γαλάζιο. Στον ευχάριστο μικρό μόλο, όπου κάποτε υπήρχε μια θάλασσα από κατάρτια καϊκιών και όπου σήμερα ζήτημα είναι αν υπάρχουν καμιά δεκαριά, αισθάνομαι για μια στιγμή σαν χαμένος, ώσπου βρίσκω τον κύριο Σπύρο Διαμαντάρα και τον κύριο Γιώργο Πισπινή, για τον οποίο έχω μια συστατική επιστολή. Με πηγαίνει στο μαγαζί του, αρκετά βρώμικο, και κυρίως μ’ ένα τσούρμο αποκρουστικά παιδιά, γεμάτα σπυράκια και αλοιφή ψευδαργύρου. Ρίχνομαι αμέσως στη δουλειά, έξω στον δρόμο. Το απόγευμα, γνωρίζω τον Νίκο Παλιό, τον δάσκαλο του σχολείου, έναν νεαρό στην ηλικία μου, λυγερό, συμπαθητικό, που με πηγαίνει στον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία, πάνω στο μικρό πλάτωμα που χωρίζει το Μαντράκι από το κεντρικό λιμάνι. Ο ναός υψώνεται ολόλευκος, στο πίσω μέρος μιας βοτσαλόστρωτης αυλής με θαυμάσια ασπρόμαυρα σχέδια και φόντο τη θάλασσα και τα παράλια της Ανατολίας. Δεξιά και αριστερά του ναού, τα σχολεία θηλέων και αρρένων, με καλόγουστα περιστύλια ελληνικής τεχνοτροπίας. Το εσωτερικό του, θολωτό αλλά χωρίς τρούλο, υποβαστάζουν χοντρές μονολιθικές κολώνες από γρανίτη που μεταφέρθηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα από τις ακτές της Ανατολίας, όπου τα αρχαία ερείπια βρίθουν. Δεδομένου πως οι κολώνες αυτές μεταφέρθηκαν δεμένες σε σχεδίες πάνω σε βαρέλια, έχουν λιγάκι κακοπάθει αλλά σε γενικές γραμμές είναι ωραίες.

Ύστερα ανεβαίνουμε στο σπίτι του Παλιού, στο ύψωμα, στους πρόποδες ψηλών κοκκινωπών πλαγιών. Πολύ όμορφο το σχέδιο του σπιτιού. Ένας ενιαίος χώρος που χωρίζεται, όμως, με ξύλινα διαχωριστικά με υπερυψωμένο το μπροστινό τους μέρος. Το ένα μισό είναι αίθουσα υποδοχής και το άλλο μισό είναι ο χώρος όπου τη νύχτα απλώνουν τα χαλιά και τα κλινοσκεπάσματα. Το πίσω μέρος περιλαμβάνει ένα είδος προθαλάμου όπου κρέμονται οι μεγάλοι δίσκοι του μπακλαβά, και τη χειμωνιάτικη αίθουσα με το τζάκι, όπου μπορεί κανείς επίσης να μαγειρέψει. Η μητέρα του Παλιού, νέα ακόμη και συμπαθητική, φοράει την τοπική φορεσιά, με τη φουσκωτή, χρωματιστή βράκα, το λευκό φόρεμα που έχει κρεμασμένες μπροστά τις μπούκλες και δένεται χαμηλά στη μέση μ’ ένα ύφασμα από μουσελίνα, και τέλος ένα σιγκούνι από κεντημένο βελούδο. Στα πόδια της ξώφτερνα πασούμια. Στ’ αυτιά χρυσά κουδουνάκια κρεμασμένα με αλυσιδίτσα όχι από τον λοβό αλλά από δύο χαρακιές καμωμένες στα μαλακά μέρη του πτερυγίου. Σημειώνω μερικά τραγούδια. Το βράδυ γνωρίζω έναν νέο Νορβηγό μηχανικό ο οποίος έφυγε με τη θεία του και το παιδί του για να κάνει τον γύρο της Ευρασίας πεζή και με καράβι και σταμάτησε στο Καστελόριζο όπου είχαν ανάγκη από ηλεκτρολόγο. Εργάζεται εδώ δυο χρόνια ήδη˙ εγκατέστησε το ηλεκτρικό, φτιάχνει πάγο, επισκευάζει τις μηχανές των βενζινών, και έφερε και τη γυναίκα του˙ ένας συμπαθητικός Βίκινγκ. Ένας κουτσός Γερμανός περιοδεύων πωλητής, που μιλάει όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων, μας κρατάει συντροφιά γύρω από μερικά μπουκάλια μπύρας.

Παρασκευή 21 Αυγούστου

Την ώρα που αντιγράφω τραγούδια, έρχεται και με βρίσκει ο κύριος Διαμαντάρας και πηγαίνουμε στο σπίτι του, όπου μου υπαγορεύει μια σειρά από παιδικά τραγούδια, περιορισμένου ενδιαφέροντος για μένα. Μου υποδεικνύει με το δάχτυλο τη σελίδα, όταν ξεχνάω να αναφέρω το όνομά του πάνω πάνω. Η ασχημούλα γυναίκα του, η Χριστίνα, μας υπαγορεύει ένα νανούρισμα. Το μεσημέρι, μερικά ουζάκια στο σπίτι του κυρίου Παντελίδη, που θέλει να του συνθέσω σκοπούς για την κόρη του, η οποία παίζει μαντολίνο, και με φέρνουν σε αρκετά δύσκολη κατάσταση. Το απομεσήμερο, ανεβαίνω για να τελειώσω τη δουλειά μου στο σπίτι του Παλιού κι ύστερα μένω μέχρι αρκετά αργά στον μόλο όπου φλυαρώ με τη νεολαία του νησιού. Η χρυσή εποχή του Καστελόριζου ήταν ο περασμένος αιώνας, ενώ από την επανάσταση του 1912 κι έπειτα βρίσκεται σε συνεχή παρακμή, αφού όλοι οι κάτοικοι φεύγουν για την Αυστραλία. Οι Ιταλοί προσπαθούν να τους αφαιρέσουν σιγά σιγά τα προνόμια που τους είχαν παραχωρήσει οι Γάλλοι, και στο νησί δεν μένουν παρά όσοι δεν μπορούν να φύγουν.  Οι γυναίκες επομένως και οι άντρες δεν θέλησαν να υιοθετήσουν το νέο ημερολόγιο, και αυτή τη στιγμή κάνουν τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου. Λησμόνησα να αναφέρω την πρωινή μου επίσκεψη στην κυρία Κουτσούκου, που με έπνιξε στις ρίμες και τα δίστιχα. Το βράδυ, με τον Γ. Πισπινή, που είχε πάει στη Ρωσία, μεγάλη συζήτηση για τον μπολσεβικισμό και τη θρησκεία.

Σάββατο 22 Αυγούστου

Κατά τις 4 η ώρα έρχεται να με ξυπνήσει ο Παλιός και, αξημέρωτα, φεύγουμε για τη Grotta azzuro[2]. Ένας νέος μας δανείζει μια βάρκα στο Μαντράκι. Στ’ ανοιχτά, μια ψαρόβαρκα με σπογγαλιείς. Κωπηλατούμε κι οι δυο και καβατζάρουμε το νησί προς ανατολάς. Γρήγορα ο ήλιος βγαίνει πίσω από τα βουνά της Ανατολίας, καβατζάρουμε τον Μεγάλο Νίφτη, στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, περνάμε στα ριζά κόκκινων πλαγιών που αντανακλώνται μενεξεδένιες στην πεντακάθαρη και βαθιά θάλασσα. Ο σύντροφός μου μού δείχνει τους Γέρακες του Κυρ Νικήτα, όπου ένας Έλληνας, ο κυρ Νικήτας, κατέβηκε μέσα σ’ ένα πανέρι δεμένο με σχοινί για να πιάσει αγριοπερίστερα, που ήθελε να τα κάνει δώρο ένας Τούρκος άρχοντας στην καλή του. Ύστερα περνάμε από την είσοδο του ορμίσκου όπου, την εποχή της γαλλικής κατοχής, ξεφόρτωναν οι Γάλλοι τα πολεμοφόδιά τους για να μην τους βλέπουν από τα παράλια της Ανατολίας. Απομονωμένη γωνιά. Τέλος, μόλις καβατζάρουμε ακόμη ένα ακρωτήρι, φτάνουμε στη σπηλιά που η είσοδός της είναι αρκετά χαμηλή και πρέπει να σκύψουμε μέσα στη βάρκα για να περάσουμε. Ευτυχώς τα κύματα δεν είναι ψηλά, επειδή διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να μπούμε. Το εσωτερικό της μας αποκαλύπτεται αμέσως πελώριο, πανύψηλο, και η ατμόσφαιρα είναι απόκοσμη. Η θάλασσα, στην είσοδο κυρίως, έχει ένα απόκοσμο γαλάζιο χρώμα, διάφανο, και ό,τι και να βυθίσεις μέσα σ’ αυτήν βάφεται ασημογάλαζο. Η ίδια αυτή απόχρωση αντανακλάται πάνω στα τοιχώματα, και κάνει το χρώμα των ασβεστολιθικών σταλαχτιτών να φαίνεται ακόμη πιο παράξενο, τόσο που θα νόμιζε κανείς ότι είναι από γαληνίτη. Στο βάθος ανοίγεται μια δεύτερη σπηλιά, κι όταν μπαίνεις μέσα η θέα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή, με διαδοχικές χαμηλές καμάρες, πολύ όμορφες, και στο βάθος αντανακλάται πιο έντονο το φως της εισόδου. Ακόμη πιο βαθιά, μια γωνίτσα με άμμο και βότσαλα όπου κάποτε άφηναν οι λαθρέμποροι τα εμπορεύματά τους. Οι Έλληνες αποκαλούν τη σπηλιά Φωτσαλίκι[3] επειδή τη στοιχειώνουν, λένε, οι φώκιες. Επιστρέφουμε κάθιδροι, και μια βουτιά στα υπερβολικά ζεστά νερά δεν καταφέρνει να με δροσίσει. Στο λιμάνι, μαθαίνω ότι ένα καΐκι πρόκειται να φύγει στις δύο η ώρα και αρχίζω τα τρεξίματα για το διαβατήριό μου. Η ώρα της αναχώρησης αλλάζει σιγά σιγά και από τις δύο γίνεται στις πέντε και ύστερα στις έξι, οπότε προλαβαίνω όχι μόνο να πάρω έναν μεσημεριανό υπνάκο, αλλά και ν’ ανηφορίσω για να αποχαιρετήσω τον Παλιό˙ η μητέρα του μου δίνει ένα αρωματικό μπουκέτο με λεβάντα, βασιλικό, γαρύφαλλο και φούλι. Μένω ως το βράδυ στην προβλήτα να περιμένω μια επιβίβαση που δεν θα γίνει ποτέ. Το καΐκι είναι γεμάτο απολυμένους σπογγαλιείς που δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν, και δεν δέχομαι να βγει ένας απ’ αυτούς για να πάρω εγώ στη θέση του, όπως διατάζει ο κυβερνήτης. Οπότε, άνευ λόγου περιμέναμε με τον Παλιό και έναν άλλον συμπαθή νέο, ο οποίος είναι εξοργισμένος με την κυβέρνηση και κοιτάζει ειρωνικά, απέναντι από το διοικητήριο, το τζαμί που το έχουν συντηρήσει θαυμάσια εσωτερικά, αλλά το χρησιμοποιούν ως αποθήκη επειδή δεν υπάρχουν Τούρκοι στο Καστελόριζο.

Για να περάσει η ώρα, ο κυβερνήτης μας στέλνει να δούμε τον λεγόμενο λυκιακό τάφο, που είναι λαξεμένος στον βράχο, στις πλαγιές του κάστρου. Αέτωμα στην είσοδο και, στο εσωτερικό, στις τρεις πλευρές, νεκρικές κλίνες σε δύο επίπεδα. Για να παρηγορηθούμε πίνουμε μια μπύρα, που κάνει τον Παλιό να μου διηγηθεί πόσο θα ήθελε να είχε γίνει ναυτικός, και τις όμορφες αναμνήσεις του από τη γαλλική κατοχή.

 Κυριακή 23 Αυγούστου

Ανεβαίνω στην εκκλησία. Οι ψαλμωδίες είναι όμορφες και η Λειτουργία γίνεται με τάξη. Οι γυναίκες φορούν τα καλά τους, με το μαντήλι με τα κρόσσια ριγμένο πάνω από το φέσι, που είναι φτιαγμένο με μια αρκετά στενή κεντητή λωρίδα υφάσματος, γυρισμένη δύο φορές γύρω από το κεφάλι, μια μικρή ξεχωριστή βάση, αόρατη, πάνω στην οποία στηρίζεται το κάλυμμα της κεφαλής. Κατεβαίνοντας πάλι, μαθαίνω ότι πρόκειται να φύγει ένα άλλο καΐκι και ξαναρχίζω τις προετοιμασίες μου, τα ξέχειλα ποτήρια του αποχαιρετισμού. Καθισμένοι στην προβλήτα, βλέπουμε να παρελαύνουν μια ντουζίνα κοπέλες με τη μεγάλη τους στολή, που ετοιμάζονται να επιβιβαστούν σ’ ένα καΐκι για το Πορτ Σάιντ, και από εκεί να πάνε να αρραβωνιαστούν στην Αυστραλία. Τις συνοδεύουν οι γονείς τους, σιωπηλοί, και η εξορία αυτών των υποψήφιων αρραβωνιαστικών έχει το μεγαλείο αρχαίου δράματος. Κατά τις εννέα και μισή επιβιβάζομαι σ’ ένα καΐκι, που το μισό είναι γεμάτο με κατσίκες και μαύρους ή γκρίζους τράγους, κοντοπόδαρους σαν τους αρχαίους σάτυρους. Το πλήρωμα αποτελείται από έναν Τούρκο μηχανικό, δύο αδέλφια από την Κω, και έναν μαύρο ναύτη που κινείται όμορφα σαν αίλουρος, είτε όταν προσπαθεί να κάνει καλά το κοπάδι είτε όταν ανεβαίνει στα άρμενα ή τρέχει στην κουπαστή. Επιβάτες είναι ένας πατέρας, με τη γυναίκα και τα δυο τους παιδιά, που ανέβηκε μεθυσμένος στο καράβι και προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην κορυφή του καταρτιού και να ξεβρακωθεί. Οι υπόλοιποι είναι οι τελευταίοι απολυμένοι σπογγαλιείς, Κώοι με τσιγκελωτά μουστάκια, ρωμαλέοι Καλύμνιοι. Κάνει αρκετή ζέστη, αλλά ο αέρας είναι δροσερός και τα ελαφρώς φουσκωμένα πανιά μας κάνουν λίγο ίσκιο, αν μη τι άλλο. Κότες με τα πόδια δεμένα κάθε τόσο κακαρίζουν κάτω από έναν πάγκο. Στρίβουμε ατελείωτα τσιγάρα. Οι σπογγαλιείς παρακολουθούν με το βλέμμα τα μικρασιατικά παράλια, όπου όλο το καλοκαίρι βουτούσαν χωρίς αποτέλεσμα μέχρι και 40 ώρες συνεχώς. Όταν ο ήλιος δύει βρισκόμαστε μεσοστρατίς, ανάμεσα στα μικρασιατικά παράλια και τη Ρόδο. Η αντανάκλαση του μισοφέγγαρου λάμπει στη σκοτεινιασμένη θάλασσα. Τα φώτα της Ρόδου πλησιάζουν και κατά τις δέκα η ώρα δένουμε στο Μαντράκι. Οι άντρες διασκορπίζονται σε διάφορα καΐκια, για να απλώσουν τις κουβέρτες τους. Εγκαθίσταμαι στον «καναπέ» και κοιμάμαι ωραιότατα μέχρι το χάραμα. Οπότε, κατσίκια και άνθρωποι, οι άνθρωποι πλυμένοι και αλλαγμένοι, περιμένουμε να πάει η ώρα οκτώ για να αποβιβαστούμε.


[1] Η επίσημη ονομασία του Καστελόριζου είναι Μεγίστη. Ίσως εδώ ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ να θεωρεί ότι η Μεγίστη ονομάστηκε από το Castelo Rosso.

[2] Γαλάζια σπηλιά

[3] Η Γαλάζια σπηλιά αποκαλείται από τους ντόπιους και Φώκιαλη. Φωτσαλίκι είναι μια άλλη σπηλιά.


Υ.Γ  Ο 24χρονος Ελβετός Samuel Baud Bovyκορυφαίος ελληνιστής και μουσικολόγος, περιοδεύει προπολεμικά στα Δωδεκάνησα, έχοντας στις αποσκευές του το βιολί του και τον Όμηρο. Αργότερα θα διακριθεί,  ως βαθύς γνώστης του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Στον Βaud Bovy οφείλεται η πρώτη συστηματική και πληρέστερη έως σήμερα γνωριμία μας με τον πλούτο και την πολυμορφία της μουσικής των Δωδεκανήσων. Καρπός της μουσικής έρευνας και καταγραφής του, ήταν οι δύο τόμοι της συλλογής με τα Τραγούδια των Δωδεκανήσων, οι οποίοι περιλαμβάνουν 286 μελωδίες που κατέγραψε επιτόπου, «με το αυτί», στα τρία του ταξίδια, 1930, 1931, 1933, στα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα. Επίσης η συγγραφή μιας πρωτοποριακής διδακτορικής διατριβής, με θέμα: «Το δημοτικό τραγούδι της Δωδεκανήσου», που εκδόθηκε το 1936. Παράλληλα με την μουσική ερευνά του,  ο  Baud Bovy καταγράφει μια αυθεντική ιστορική μαρτυρία για την καθημερινή ζωή στα Δωδεκάνησα, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930. 

                                                                         ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΈΛΙΞΗ ΤΟΥ  ΝΗΣΙΟΥ





 

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019



                                  ΦΟΔΕΛΕ (Ο Γκρέκο, ο θρύλος και η ιστορία) 
Η πρόσφατη ανακοίνωση που έγινε με αφορμή την διπλή εικόνα της Παναγίας και της Αγίας Αικατερίνης κομμένη στη μέση, που βρέθηκε στο ναό της Παναγίας στον Τσιβαρά Αποκορώνου στην Κρήτη και που θεωρείται ως πρώιμο έργο του Θεοτοκόπουλου, προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Η εργαστηριακή μελέτη που θα επακολουθήσει θα δώσει και το τελικό αποτέλεσμα.                                                                
Από ατράνταχτες ενδείξεις που υπάρχουν  φαίνεται ότι  ο Δ. Θεοτοκόπουλος εκπαιδεύτηκε πνευματικά και καλλιτεχνικά στο Σιναϊτικό μετόχι της Άγιας Αικατερίνης  του  Ηρακλείου. Την περίοδο της Κρήτης, παρήγαγε εικόνες  για τους ντόπιους, αλλά και για εξαγωγή στην αδελφότητα των Ελλήνων της Βενετίας. Από την Κρήτη έφυγε σε ηλικία 19 με 20 ετών για τη Βενετία. Ο Θεοτοκόπουλος  κρατάει μέσα του την πνευματική επαφή με το σιναϊτικό μετόχι και δεν παύει να ζωγραφίζει την Αγία Αικατερίνη, ακόμη και πολύ αργότερα στην Ισπανία. Όχι βέβαια εκείνη των δυτικών, αλλά των ορθοδόξων με βάση το μοντέλο της Αγίας στο μετόχι, που είχε πάντα υπόψη του.Με την ευκαιρία αυτή παρατίθεται εδώ ένα ταξιδιωτικό κείμενο του Ηλία Βενέζη από την εφημ. ΒΗΜΑ του 1952 για το Φόδελε το φερόμενο ως χωριό καταγωγής του Θεοτοκόπουλου.                           
                                                                 

                                                                                      Πηγή:Το είδωλο της γης μου                   

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019




Στην «πόλη της ποίησης» του G.Leopardi


Το  Recanati είναι μια μικρή πόλη της επαρχίας Macerata της περιφέρειας του Μάρκε (Marche) στην ανατολική πλευρά της κεντρικής Ιταλίας, που δεσπόζει, όπως οι περισσότερες της περιοχής, πάνω σ’ ένα λόφο, που ξέκοψε από την οροσειρά των Απεννίνων και μετατράπηκε σε ένα μικρό μα θεσπέσιο μπαλκόνι να κοιτάζει σ’ όλες τις πλευρές του ορίζοντα, με την Αδριατική θάλασσα στα ανατολικά, όπου όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή μπορούν να φανούν ακόμη και τα βουνά της Δαλματίας. Τριγύρω μικρές μεσαιωνικές πολιτείες που αγναντεύουν η μια την άλλη, καθισμένες κι αυτές πάνω σε όμορφους λοφίσκους, συνθέτουν μια μαγευτική φυσική σύνθεση.Το Loreto,  το Castelfidardo, το Montefano, και στα ανατολικά, δίπλα απ’ τη θάλασσα το Porto Recanati, θερινό παραθαλάσσιο θέρετρο. Μια επίσκεψη στη όμορφη αυτή μικροπολιτεία, δεν μπορεί παρά να έχει βασικό σκοπό την επαφή του επισκέπτη με την προσωπικότητα και το έργο του Giacomo Leopardiμεγαλύτερος κατά πολλούς νεότερος Ιταλός ποιητής και διανοούμενος, γεννήθηκε εδώ στις 29 Ιουνίου το 1798. Όλοι οι δρόμοι του επισκέπτη οδηγούν στη κεντρική πλατεία με το άγαλμα του ποιητή, και στο Casa Leopardi, το σπίτι της οικογενείας του που έχει μετατραπεί σε Μουσείο.Ο πρώτος δρόμος αριστερά, μετά την είσοδο από την Porta Marina, οδηγεί στο σπίτι του Leopardi. Όλος ο δρόμος διακοσμείται από ποιητικά αποσπάσματα του ποιητή.
 
Σπάρτο, το λουλούδι της ερήμου” 
Στο τέλος του δρόμου, το Palazzo Leopardi που δεσπόζει σε μια μικρή κατηφορική πλατεία, (Piazzuola del Sabato Del Villaggio) βλέποντας τον κόσμο από ψηλά.Το σπίτι εξακολουθεί να κατοικείται από τους απογόνους μιας από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της χώρας και είναι ανοικτό για το κοινό. Το πιο όμορφο περιβάλλον, είναι αναμφίβολα η βιβλιοθήκη που καλύπτει τον πρώτο όροφο και η οποία περιέχει πάνω από 20.000 τόμους, μεταξύ των οποίων παλαίτυπα και παλιά βιβλία, τα οποία ανήκαν στη συλλογή του πατέρα του ποιητή, Monaldo Leopardi. 
Αριστερά το Casa Leopardi και απέναντι η εκκλησία Santa Maria Montemorello.
Αυτός ήταν ο κόσμος του Leopardi στις αρχές του 19ου αιώνα, αποκλεισμένος από τα ρεύματα της σκέψης που κυκλοφορούν στην υπόλοιπη χώρα και την Ευρώπη, έτσι όπως φαίνεται μέσα από τον καταθλιπτικό μικρόκοσμο του σπιτιού του, όπου το δωμάτιο της λύτρωσής του βρίσκεται στο όροφο με τη σπουδαία βιβλιοθήκη της οικογένειας, που στάθηκε ο μεγαλύτερος δάσκαλός του. Μέσα απ’ αυτό ταξιδεύει στο κόσμο του παρελθόντος, κοιτάζοντας το παρόν με μια ματιά που εξακτινώνεται στο άπειρο, προσπαθώντας να μαντέψει το μέλλον. Τα μοναδικά εμπόδια που αποκλείουν τη θέα του κόσμου, η πνιγηρή ατμόσφαιρα της πόλης, οι συντηρητικές και αυταρχικές ιδέες των γονιών του, αλλά και τα προβλήματα υγείας που σωρεύονται με την πάροδο του χρόνου.Όλη η πατρίδα του G.Leopardi, είναι κλεισμένη μέσα στα τείχη αυτής της πόλης ως τα είκοσι τέσσερα χρόνια του. Φιλάσθενος αλλά και γόνος οικογένειας συντηρητικών ιδεών, με τον ίδιο να ενστερνίζεται αυτές τις ιδέες ως την περίοδο που άφησε πίσω του την αποπνικτική ατμόσφαιρα της πόλης του, ασφυκτιούσε μέσα σ’ ένα κόσμο τον οποίο ονόμαζε: "τάφο των ζωντανών".
                               
Giacomo Leopardi
Η πορεία του στα μονοπάτια του πνεύματος και της διανόησης ξεκίνησε με την επιστημονική, φιλολογική και θεολογική έρευνα, τις μεταφράσεις, τη συγγραφή πραγματειών και δοκιμίων, πέρασε αργότερα στην ποίηση και κατέληξε στη φιλοσοφία. Το 1809 ο νεαρός Giacomo, φαινόμενο μοναδικό μιας πρόωρης ευφυΐας, αν και σε ηλικία μόλις ένδεκα χρόνων όταν συνέθεσε το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Ο θάνατος του Έκτορα", δεν πέρασε όπως συνήθως συμβαίνει, πρώτα από τη σφαίρα της φαντασίας σ’ εκείνη της λογικής, αλλά ακολούθησε αντίστροφο δρόμο.  Από τα 1814 ως τα 1822 βρίσκεται στο απόγειο της διανοητικής και ποιητικής του προσφοράς. Χωρίς τη βοήθεια των δασκάλων, έμαθε τα ελληνικά και τα εβραϊκά. Το 1813 συνέγραψε την «Ιστορία της Αστρονομίας» και το 1815 το «Δοκίμιο για τα λάθη των Αρχαίων» και δυο τραγωδίες «Οι Ινδικές αρετές» και «Πομπήιος και Αίγυπτος». Στα 1819, έτος που ολοκλήρωσε σχεδόν τις φιλολογικές και επιστημονικές του μελέτες, μια αρρώστια των ματιών, μαζί με τα πρώτα σημάδια της ραχίτιδας, αποτέλεσμα μιας ακαταπόνητης πνευματικής προσπάθειας χρόνων, στάθηκαν αιτία να αποκαλυφθεί η ποιητική αποστολή του, που είχε βέβαια δείξει τα σημάδια της νωρίτερα από το 1815 και το 1816. Έτσι ουσιαστικά απ’ αυτό το χρόνο, περνά επίσημα από τη «λογιότητα» των θεολογικών και φιλολογικών μελετών στην ομορφιά της ποίησης. Την ιδία εποχή που ανατέλλει και μεγαλουργεί το άστρο του Leopardi, ένας άλλος φημισμένος ποιητής της Ιταλίας εκείνης της περιόδου ο Ούγκο Φώσκολο (με την ελληνική ψυχή) καταδιωγμένος από τη φτώχια αλλά και για τις ιδέες του σε μια Αυστριακοκρατούμενη Ιταλία, μαζί με τον προστατευόμενο του τον Κάλβο, περιπλανιέται από την Ιταλία στην Ελβετία και στο Λονδίνο. Είναι ακόμη η εποχή που στην Ιταλία είναι διαδεδομένη η μελέτη της κλασικής αρχαιότητας και κάθε διανοούμενος που σέβεται τον εαυτόν του είναι μεθοδικός μελετητής των Ελλήνων και Λατίνων κλασικών. Όμως η κλασική ποίηση, (φανατικός οπαδός της οποίας ήταν ο Φόσκολο) κάτω από την επίδραση των νέων ρευμάτων της ρομαντικής σχολής του Μιλάνου, θεωρείται «ποίηση των νεκρών». Με το ποίημά του «Στην Ιταλία» γραμμένο στα 1819 εμπνευσμένο από την οικτρή κατάσταση της αλυσοδεμένης χώρας του και αναπολώντας συγχρόνως την ηρωική ατμόσφαιρα της Αρχαίας Ελλάδας, ο Leopardi μετατρέπεται σ’ ένα ρομαντικό φιλελεύθερο πατριώτη ποιητή που στρέφει το ενδιαφέρον του στον Γκαίτε, στον Μόντι, αλλά και στο έργο του Ούγκο Φώσκολο.Ακόμη και μετά το 1822 όπου κάνει το πρώτο ταξίδι του στη Ρώμη, ο κόσμος που ανακάλυψε έξω από τα τείχη του Recanati αρχικά δεν κατόρθωσε να τον συγκινήσει. Γύρισε στον τόπο του το επόμενο έτος περνώντας αυτή τη φορά από τη σφαίρα της «φαντασίας» (ποίηση) σ’ εκείνη της «φιλοσοφίας» με το έργο του «Μικρά Ηθικά» μέσα από το οποίο περνάει μαζί με τη λογιότητα και η ποιητική φαντασία. Από το 1825,ως το 1827 βρίσκεται στο Μιλάνο και στη Μπολόνια συνεχίζοντας με έντονους ρυθμούς την πνευματική του δράση, και στη συνέχεια επισκέπτεται τη Φλωρεντία όπου έρχεται σε επαφή με τον άλλο μεγάλο Ιταλό ποιητή τον Alessandro Manzoni. Για λόγους υγείας μετακόμισε τον ίδιο χρόνο στη Πίζα, όπου καταπιάστηκε πάλι με την ποίηση, και λίγο αργότερα το 1828 έφυγε πάλι για τη Φλωρεντία απ’ όπου γρήγορα επέστρεψε στο Recanati, όπου παρέμεινε ως το 1830 συνεχίζοντας την ποιητική του κυρίως δημιουργία. Κομβικό σημείο αυτή την περίοδο της ζωής του, η γνωριμία του με τον Pietro Giordani τον μεγαλύτερο συγγραφέα της Ιταλίας, αλλά και τον φίλο του Antonio Ranieri που έζησε μαζί του από το 1830 και επιμελήθηκε την έκδοση του έργου του μετά τον θάνατό του.Το 1833 έφυγε οριστικά από το Recanati και εγκαταστάθηκε στη Νεάπολη όπου και πέθανε στα 1837 σε ηλικία 39 χρονών.
Στο λόφο του Απείρου, στο μοναστήρι του Santo Stefano, στεγάζεται σήμερα το Παγκόσμιο Κέντρο Ποίησης και Πολιτισμού αφιερωμένο στον G. Leopardi. Χώρος για συνέδρια, σεμινάρια, και πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπου νέοι και επιστήμονες από όλο τον κόσμο μπορούν να βρουν φιλοξενία. Αυτή η έντονη σχέση του τόπου με την ποίηση, είναι άλλωστε εκείνη που προσδιόρισε και την ονομασία της μικρής πολιτείας του Recanati ως «πόλη της ποίησης».        

     Το λογότυπο του Παγκ. Κέντρου Ποίησης G.Leopardi
Είναι διαπιστωμένο πως ο Σολωμός γνώριζε το έργο του Ιταλού συνομηλίκου του, ήδη από το 1831 αν όχι από παλαιότερα, και φαίνεται να έτρεφε εκτίμηση απέναντι στο φιλολογικό έργο του, πίστευε όμως πως ο τίτλος του μεγάλου ποιητή της Ιταλίας εκείνης της περιόδου δεν ανήκε στον Giacomo Leopardi, αλλά στον ρομαντικό ποιητή και μυθιστοριογράφο Alessandro Manzoni.Περπατώντας στους δρόμους της πόλης, σκέπτομαι πως και ο δικός μας ο Ανδρέας Κάλβος, με όλες τις μεγάλες διαφορές των δυο προσωπικοτήτων, θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις ανάλογες με του Giacomo, να είχε αναδειχθεί σε μια ποιητική και κυρίως φιλοσοφική προσωπικότητα πρώτου μεγέθους. Ξεκίνησε κι αυτός γράφοντας δυο τραγωδίες. Αυτοδίδακτος και φτωχός, με την ιδιαίτερη πατρίδα του να αδιαφορεί για την στήριξη των σπουδών του, ζώντας στη σκιά του Φώσκολο, κυνηγημένος για τις φιλελεύθερες ιδέες του, με μια ζωή γεμάτη αξιοπρέπεια και αγώνα για επιβίωση. Σύνθετη επιστημονική προσωπικότητα, με τεράστιες γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, Λατινικών, Ξένων γλωσσών, Μαθηματικών, Θεολογίας και Αστρονομίας, αλλά και εκπαιδευτικό έργο σημαντικό, παρά τον δύσκολο και ιδιόμορφο χαρακτήρα του, κατόρθωσε το ακατόρθωτο, ακόμη κι αν δεν πρόλαβε να βρει η ποίησή του διέξοδο στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό και στη γλώσσα του λαού του νησιού του.
Φεύγοντας άφησα πίσω μου το Recanati,- μια "πόλη του μπαλκονιού"- ν αγναντεύει ευτυχισμένο ολόγυρα το Μάρκες ως τα Απέννινα και ως την Αδριατική, με τη δόξα του ποιητή να του περισσεύει.
                                                                           
                                                                                                                                                                               Λ.Κατσιγιάννης




Πηγή: leovard Το είδωλο της γης μου
                                                                           

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019



Συγκρίσεις και επικρίσεις μιας διαδρομής
Παντού τριγύρω παρακμή  / Η χώρα μου μ' όλα της ζει τα χαμηλά / Στο δρόμο πεταμένα τα μυστικά της ψυχής...[Λ.Πούλιος]
Ένα ταξίδι σε μια άλλη χώρα σου δίνει πάντα ερεθίσματα κατάλληλα να κάνεις τις συγκρίσεις με τη δική σου. Αυτό συνήθως δύσκολα το αποφεύγει κανείς, πόσο μάλλον όταν η χώρα είναι στη γειτονιά του. Και εδώ βέβαια δεν θα αξιολογήσουμε ούτε τους ανθρώπους ούτε τη συμπεριφορά τους ή τυχόν άλλα στοιχεία της προσωπικότητάς τους παρά ένα μόνο στοιχείο της κουλτούρας, που αποτελεί τον καλύτερο καθρέφτη για τον διερχόμενο επισκέπτη. Πρόκειται για τους δρόμους και κυρίως τους αυτοκινητόδρομους δυο γειτόνων μας και ότι ακούμε και βλέπουμε διασχίζοντας τον κεντρικό δρόμο της Σερβίας, των Σκοπίων ως τα ελληνικά σύνορα και απ’ εκεί ως ένα τουριστικό νησί του Ιονίου.
Το οδικό δίκτυο από το Βελιγράδι ως τα Σκόπια και στη συνέχεια ως τα ελληνικά σύνορα (Ε75) κατασκευάσθηκε αρχικά πριν από πολλές δεκαετίες με πολύ καλές προδιαγραφές, σε μια εποχή που οι περισσότεροι  εθνικοί δρόμοι στην Ελλάδα δεν έκαναν ούτε για μουλάρια. Στα τέλη του 20ου αιώνα οι κεντρικές εθνικές αρτηρίες ήταν ακόμη πολύ καλύτερες εκείνων της χώρας μας. Ως τη Νις και το Λέσκοβατς, ο δρόμος είχε ευρωπαϊκές προδιαγραφές, με δύο ανεξάρτητες κατευθύνσεις στο μεγαλύτερο μέρος τους και μέσα απ’ αυτόν διακινούνταν ως το 1999 μεγάλο μέρος του εμπορίου με την κεντρική Ευρώπη. Από εκεί και κάτω, η Κλεισούρα  που διέσχιζε το φαράγγι του  ποταμού Μοράβα, ήταν πραγματικά ένας βασανιστικός στενός δρόμος διπλής κατεύθυνσης, σχεδόν ως τη Βράνιε. Από εδώ ως τα σύνορα των Σκοπίων, περνώντας μέσα από την κοιλάδα του Πρέσεβο, υπήρχε ένας σχετικά καλός δρόμος, που συνέχιζε μέσω Σκοπίων ως τους Ευζώνους.
Σήμερα, μετά το νέο δρόμο από τα σύνορα των Σκοπίων στη Βράνιε που φτιάχτηκε από ελληνική εταιρεία, ως και εκείνον που διέρχεται πάνω από το φαράγγι του Μοράβα, (εγκαινιάστηκε πολύ πρόσφατα από τον πρωθυπουργό της Σερβίας) υποκαθιστώντας την παλιά προβληματική διαδρομή, ολοκληρώθηκε πλέον με πολύ μικρά προβλήματα ο οδικός άξονας Βελιγραδίου-Σύνορα Σκοπίων, που διανύεται σε κάτι λιγότερο από 4 ώρες με μέση ταχύτητα 110 Km/h.Τα διόδια πληρώνονται με κάρτα, ανάλογα με τη διαδρομή. Συνολικό  κόστος διοδίων από Βελιγράδι ως Σκόπια 13ε περίπου. Κατά τη διαδρομή, αυτή την εποχή συναντά κανείς δυο-τρία συνεργεία εργατών να καθαρίζουν κατά μήκος του δρόμου, βάτα και αγριόχορτα.
Το ίδιο και στα Σκόπια, υπάρχει πλέον ένας αξιόλογος αυτοκινητόδρομος διπλός, ανεξάρτητης κατεύθυνσης,  που βελτιώνεται διαρκώς και διασχίζει τη χώρα σε 2 ώρες από τη μια άκρη στην άλλη, περνώντας στη κάθοδό του δίπλα από το αεροδρόμιο των Σκοπίων. Τόσο στη Σερβία όσο και στα Σκόπια, τα πρατήρια βενζίνης που λειτουργούν ως σημεία πωλήσεως και ως εστιατόρια, αφθονούν σε όλο σχεδόν το μήκος του δρόμου, με εξαίρεση το κομμάτι εκείνο που διέρχεται πάνω από τον Μοράβα, όπου για να βάλεις βενζίνη πρέπει να παρακάμψεις στον παλιό δρόμο. Και ενώ η  βενζίνη στη Σερβία έχει όσο και στην Ελλάδα, εκείνη στα Σκόπια κοστίζει περίπου 1ε.Με την είσοδο στα Σκόπια δέχεσαι βέβαια καταιγιστικά πυρά «μακεδονικής» προπαγάνδας. Δάσκαλοι πλέον στη προπαγάνδα από τον παλιό καλό καιρό οι γείτονές  μας των Σκοπίων, παλιοί μαθητές της μεγάλης Τιτοϊκής προπαγάνδας, δεν παραλείπουν να σου θυμίζουν ότι περνάς από τη «Μακεδονία» του τίποτα. Μόνο οι πινακίδες εισόδου έχουν αντικατασταθεί από το Νοrth Makedonia, και οι ονομασίες του κεντρικού άξονα από Velika Alexandar σε Φιλίας, με τη διαφορά ότι είναι όλες σχεδόν σβησμένες με κόκκινο σπρέϊ από….απογόνους πολεμιστών του Αλέξανδρου. Η συμφωνία των Πρεσπών που έκοψε τη Μακεδονία στη μέση, φαίνεται ότι είναι γραμμένη πιο κάτω από τον αφαλό των γειτόνων μας. Πάντως με τους έλληνες φαίνονται φιλικοί. Δεν έχουν λόγο άλλωστε να μη είναι. Είναι τόσο αδιάφοροι για ότι συμβαίνει δίπλα τους. Μπίζνες να γίνονται και τα λοιπά ας πάνε να καούν. Ποιός ξέρει; Ίσως έχουν καταλάβει ότι αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει με τίποτα, αν δεν το θέλουν οι εξουσιαστές μας. Τρεις σταθμοί διοδίων με κόστος περίπου 5ε συνολικά, απλώς σου δυσχεραίνουν τη διέλευση, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Όσο για τα πρατήρια, αφθονούν κατά μήκος του δρόμου, στο τέλος του οποίου η Ελλάδα κάνει αισθητή την παρουσία της με ελληνόγλωσσες διαφημίσεις επιχειρήσεων των Σκοπίων.
Πάμε παρακάτω για να δούμε τα δικά μας. Ο δρόμος εισόδου από τους Ευζώνους στη χώρα μας από την Κεντρική Ευρώπη, δρόμος βιτρίνα για την εικόνα μας, εγκαταλελειμμένος από χρόνια, με βατότητα κάτω του μετρίου, και τα  πλευρικά του σημεία και παρκινγκ σε κακή κατάσταση. Η προχειρότητα στο μεγαλείο της. Τα διόδια όμως λίγα μέτρα μετά τα σύνορα, σε περιμένουν στωικά. Ο δρόμος από την κάθε πλευρά, με μια λωρίδα και τη βοηθητική. Μετά την παράκαμψη για Κιλκίς-Πολύκαστρο, μια μισοκρυμμένη ντροπαλή ταμπέλλα σε κατευθύνει προς την Πέλλα. Φανταστείτε αν η Πέλλα ήταν προς τη μεριά των Σκοπίων, πόσο σεμνή θα φαίνονταν. Εν τω μεταξύ, η σήμανση θα  σου δείξει τρεις φορές προς Θεσσαλονίκη, παραλείποντας να σου πει τα χιλιόμετρα. Πολλά θέλεις φίλε. Υπάρχουν και οι συσκευές πλοήγησης. Στην τρίτη έξοδο προς αριστερά, λίγο πριν μπεις στην Εγνατία Οδό, μια πινακίδα με βέλος σου δείχνει προς Κατερίνη-Κοζάνη. Λίγο πιο κάτω μπαίνεις στην Εγνατία και μετά τα διόδια Μαλγάρων κατεύθυνση προς Βέροια. Στο τέρμα της μακεδονικής πεδιάδας, αριστερά, στα πόδια της πόλης, ο αρχαιολογικός χώρος της Βεργίνας. Ο κυριότερος του Μακεδονικού Πολιτισμού μ’ εκείνον τη Πέλλας. Άλλη σεμνότητα με τις κατατοπιστικές πινακίδες. Πουθενά «Μακεδονικός» χαρακτηρισμός. Τι λέτε; Να πικάρουμε τους 100.000 Σκοπιανούς που είναι σε ημερήσια βάση για καλοκαιρινές διακοπές στη χώρα; Εμείς είμαστε ανοιχτά μυαλά, φιλόξενοι με τους επισκέπτες μας, δημοκρατικοί, έξω καρδιά, και πάνω απ’ όλα, όχι μοναχοφάϊδες της ιστορίας. Μόνο τη μπριζόλα μας και το χωράφι μας δεν μοιράζουμε, όλα τα άλλα χαλάλι τους. Ας πάμε παρακάτω, έχουμε δρόμο. Δεξιά για Βέροια-Κοζάνη στην Εγνατία (Ε90). Ανεβαίνουμε για τα υψίπεδα της Δ. Μακεδονίας. Αριστερά μας τα Πιέρια. Καταπράσινα με τα όμορφα χωριά τους και από κάτω ο Αλιάκμονας. Τα τούνελ της Εγνατίας πολλά, αν αρχίσεις να τα μετράς σίγουρα θα κάνεις λάθος. Τα έβγαλα 33.Τα μισά περίπου σε εγκαταλειμμένη κατάσταση. Το οδόστρωμα με μπαλώματα κυρίως στη δεξιά πορεία καθόδου. Κυριακή καλοκαίρι και η Αστυνομία παρούσα μόνο στα διόδια Πολυμύλου. Από τη Κοζάνη ως και μετά τα Σιάτιστα, μια κυκλοφοριακή λουρίδα. Η δεξιά είναι κλεισμένη, με οδοφράγματα κώνων και πινακίδων, αλλά πουθενά δεν υπάρχει δραστηριότητα. Να και η πρώτη πινακίδα για τα Γρεβενά. Σε λίγο μπαίνουμε στον Εθνικό δρυμό της Βάλια Κάλντα. Μοναδική ορεινή ομορφιά! Νάτα πάλι τα Γρεβενά. Έχεις την αίσθηση ότι σε περιμένει μια ξεχωριστή ορεινή πολιτεία-θέρετρο. Με τη διαφήμιση της πόλης θα φτάσουμε ως τα Γιάννενα, χωρίς να τη δούμε ποτέ. Μόνο μια στιγμή στα δεξιά, αν είσαι προσεκτικός. Φανερή και δικαιολογημένη είναι η αγωνία της να μην ξεκοπεί από την κίνηση των τουριστών στην Εγνατία. Ακολουθούν οι παρακάμψεις προς το Μέτσοβο, με την ομορφιά του τοπίου γύρω να σε κατακλύζει. Πρατήρια βενζίνης επί της καθόδου του δρόμου, δυο μόνο, λίγα χιλιόμετρα πριν το ύψος της Αλεξάνδρειας στον Πλάτανο Ημαθίας και ένα ακόμη με παράκαμψη στην Κουλούρα, λίγο πριν την Βέροια και επαναφορά. Αν οδηγείτε από την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας εξαντλώντας το όριο ταχύτητας, όλο και κάποιος πιο βιαστικός θα σας ανάψει τα φώτα στα 50 μέτρα να κάνετε στην άκρη, αγνοώντας ότι δίπλα σας κινείται και άλλο όχημα. Αυτό βέβαια είναι βαλκανικό φαινόμενο. Έτσι μ’ αυτά και μ’ αυτά, ακούγοντας για ένα διάστημα (από Πολύμυλο ως Γρεβενά) σκοπιανά τραγούδια, κατηφορίζουμε προς Γιάννενα, όπου επιτέλους συλλαμβάνουμε ακόμη στα ερτζιανά τα όμορφα ηπειρώτικα συρτά και τσάμικα. Αν πάρεις τον παλιό δρόμο για Πρέβεζα, θυμάσαι για καλά τα παλιά ωραία χρόνια που σερνόμαστε πίσω από τις νταλίκες για διάστημα. Ούτε διαγραμμίσεις κυκλοφορίας, ούτε οριοθετικές. Ο ασβέστης τα τελευταία χρόνια έγινε πιο ακριβός από τις ζωές μας. Κάποτε φθάνουμε στο Λούρο με τα θανατηφόρα κράσπεδα και τις νησίδες του τρόμου. Προσπερνάμε το κεφαλοχώρι αυτό με κατεύθυνση τη Λευκάδα. Στην πρώτη διασταύρωση δεξιά, πινακίδα για Πάργα, Ηγουμενίτσα και Λευκάδα (48km). Πιο κάτω νέα πινακίδα, χωρίς τη Λευκάδα. O ήλιος του Ιουλίου όπου νάναι πέφτει στο Ιόνιο που τρέχει δίπλα μας στον παραλιακό, αλλά η σήμανση, ο φωτισμός και η διαγραμμίσεις, τον χαβά τους. Μετά την υποθαλάσσια σήραγγα της Πρέβεζας, αν είσαι τυχερός, οδηγώντας σε κάποια σημεία στο περίπου, μπορείς να φτάσεις στο προσφυγικό χωριό Άγιο Νικόλαος, όπου ανάβεις κερί στην εκκλησία και τρως μεζέδες στο «Ποντιακό» για να αισθανθείς ότι υπάρχεις ακόμη, ή αν βιάζεσαι, σε 20΄ (μετά 12 ώρες από Βελιγράδι) κάνεις νυχτερινό μπάνιο στη Γύρα να ξεπλύνεις κάθε κακό λογισμό, να ξεχάσεις για λίγο την κούραση και να κάνεις το σταυρό σου που ίσως γλύτωσες από έναν συνήθη ελληνικό θάνατο.

                                                                     
                                                                       Ένα μέρος του νέου δρόμου στη Κλεισούρα της Σερβίας.
 Πηγή: leovard Το είδωλο της γης μου
 

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019


Το "Άγιο Σπίτι" της Παναγίας του Loreto.
Το Loreto,  μικρή καστροπολιτεία της επαρχίας Marche, 20 χιλμ. νότια της Αγκώνας, δεσπόζει σε ένα λοφίσκο με μεσαιωνικά κτίρια και τον καθεδρικό ναό του που περιβάλλεται από ένα μοναστηριακό συγκρότημα, όπου μια πτέρυγά του λειτούργει σαν μουσείο. Επίκεντρο της πόλης η Βασιλική της Παναγίας του Loreto του 15ου αιώνα που στεγάζει το "Άγιο Σπίτι", την "Santa Casa di Mandona" που αποτέλεσε την επίγεια κατοικία της Παναγίας στη Ναζαρέτ, όπου η Θεοτόκος είχε την αναγγελία του Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η  κατοικία ήταν ουσιαστικά μια σκαλισμένη στο βράχο σπηλιά, αποτελούμενη από τρεις τοίχους. Ενώ κατά την παπική παράδοση, ως τις μέρες μας, καλλιεργήθηκε εντέχνως και κατά διπλωματικό τρόπο η μεταφορά των λίθων της κατοικιας από τη Ναζαρέτ στο Loreto «επί φτερών αγγέλων», από τα στοιχεία πρόσφατης  ιστορικής έρευνας του ερευνητή και σύμβουλου της Ακαδημίας των Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών “Angelica Costantiniana” της Ρώμης, κ. Χ. Κουδουνά, προέκυψε ότι η μεταφορά των "αγίων πετρών" έγινε βάσει ενός σχεδίου μεταφοράς και διάσωσης, για λογαριασμό του Δεσπότη της Θεσσαλίας και Βλαχίας Ιωάννη Α΄ Δούκα Άγγελου Κομνηνού, στα τέλη του 13ου αιώνα (1288-1289) από τη Ναζαρέτ στη Θεσσαλία[1]. Η μεταφορά έγινε με πλοίο από την Άκρα της Παλαιστίνης, που αρχικά ελιμενίσθηκε στην Κύπρο και τελικώς σε λιμάνι του Δουκάτου των Αθηνών και Θηβών (Πειραιάς ή Λαύριο), το οποίο ευρίσκετο υπό τον οίκο των Ντε Λα Ρος. Στη συνέχεια προωθήθηκε οδικώς στο Μοναστήρι της "Ακαταμάχητου Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών" κοντά στα σημερινά Τρίκαλα Θεσσαλίας, που είχε οικοδομηθεί το 1283 από τον Ιωάννη πάνω σε αρχαίο ναό της Αθηνάς[2]. Οι "άγιες πέτρες", αφού αποκολλήθηκαν, μεταφέρθηκαν εδώ μέσα σε τρία κιβώτια τα οποία παρέμειναν απείραχτα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Ιωάννης σχεδόν με την άφιξη των λίθων πεθαίνει (1289) ως μοναχός στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει, και ενταφιάζεται στο εσωτερικό του ναού, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα και ο τάφος του. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Α΄ οι "άγιες πέτρες" παραχωρούνται ως προκώο[3] στα πλάισια της διαπραγμάτευσης του γάμου της ανηψιάς του και κόρης του Δεσπότη Νικηφόρου Άγγελου Κομνηνού,[4] της Θαμάρ ή Μαργαρίτας  με τον Πρίγκιπα Φίλιππο Ανδεγαυό του Τάραντα, περιστασιακού συμμάχου των Αγγέλων Κομνηνών και  γιο του Καρόλου του Β΄της Προβηγκίας του Ανδεγαυού (Charles d'Anjou)[5]. Φυσικό είναι να δεχθούμε ότι συμπεριλήφθηκαν στην προίκα της Θαμάρ κατ’ απαίτηση του Φιλίππου, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητας τους και της γενικευμένης τάσης των δυτικών για συσσώρευση ιερών λειψάνων και λοιπών προσκυνημάτων από τις περιοχές της Ανατολής, για διασφάλιση, επιβεβαίωση και ενίσχυση της θρησκευτικής τους επιρροής. Ο γάμος  του Φιλίππου με την Θαμάρ τελέσθηκε κατά τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1294 στην Αquila ή την Νεάπολη, ενώ η αποστολή έγινε αργότερα προς το τέλος του ίδιου έτους, μέσω του λιμένος της Άρτας στο μικρό παράπλευρο λιμάνι Recanati της Αγκώνας,  με κατάληξη το Loreto.
Μετά την απόδειξη αυτού του ιστορικού γεγονότος, σε συνέδριο που έλαβε χώρα στο Loreto το 2016 και την επισημοποίηση της πορείας των "αγίων λίθων", οι παπικοί αναγκάσθηκαν (αν και προφανώς το γνώριζαν) να παραδεχτούν ότι δεν εννοούσαν ουράνιους, αλλά επίγειους αγγέλους. O ρωμαιοκαθολικός πρελάτος Landrienx έγραψε στο σημειωματάριό του μετά την γνωστοποίηση του προικοσύμφωνου: «Αυτή [η Αγία Οικία] φυσικά και μεταφέρθηκε στο Loreto από τα χέρια των Αγγέλων, μ’ αυτοί οι Άγγελοι δεν είναι εκείνοι του ουρανού. Ο χρόνος σκίασε σιγά-σιγά το ιστορικό γεγονός και η πεποίθηση του λαού αντικατέστησε τους Αγγέλους της Κωνσταντινούπολης με τους Αγγέλους του ουρανού».
Σήμερα οι Δήμοι Πύλης Τρικάλων και  Loreto είναι αδελφοποιητοί και το “Άγιο Σπίτι” της Παναγίας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο θρησκευτικό προσκύνημα στην Ιταλία, μετά από το Ναό του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Οι "άγιες πέτρες" είναι χτισμένες σε τρεις τοίχους, σε αναλογίες μήκους/πλάτους/ύψους (9,50 x 4 Χ 3μ) σε σχήμα Π στο κέντρο του καθεδρικού ναού της πόλης και περιβάλλονται από μαρμάρινη λάρνακα κατασκευής των αρχών του 16ου αιώνα (1509-1527) από διάσημους αναγεννησιακούς καλλιτέχνες, με εξαιρετικής ποιότητας μάρμαρο που φέρει παραστάσεις από τη Βίβλο. Στην τέταρτη βορεινή πλευρά, υπάρχει βωμός με το άγαλμα της Παναγίας και του μικρού Χριστού από ξύλο κέδρου Λιβάνου,[6] που  αντικαθιστά το πρώτο του 14ου αιώνα που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τέτοια εντύπωση προκαλεί στον επισκέπτη-προσκυνητή η περιβάλλουσα  λάρνακα, που είναι φανερό πως η τιμή που απολαμβάνουν οι "άγιες πέτρες" στην πόλη του Loreto
είναι μοναδική και ανεπανάληπτη.


[1] Κατά τον ερευνητή, η κατεδάφιση του σπιτιού της Παναγίας έγινε το 1263 από Οθωμανό αξιωματούχο και φυλάγονταν σε κρύπτη.  
[2] Ο ναός είναι κτισμένος σε επίκαιρη θέση-πέρασμα, σχεδόν στα όρια της Θεσσαλίας με την Ήπειρο. Η μονή καταστράφηκε μεταγενέστερα με τις λεηλασιες και βεβηλώσεις των Τούρκων, αλλά παραμένει το καθολικό της αφιερωμένο στην Παναγία, που αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά σιωπηρά μνημεία της βυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα. Σήμερα αποτελεί μετόχι της μονής του Αγίου Βησσαρίωνα, και πανηγυρίζει στα ενιάμερα της Παναγίας. Σε μικρή απόσταση από τη μονή, η ιστορική τοξωτή γέφυρα πάνω από τον ποταμό Πορταϊκό, που ως το 1936 ένωνε την πεδιάδα της Θεσσαλίας με τα χωριά του Ασπροποτάμου (Αχελώου).

[3] Η έρευνα του Χ. Κουδουνά έφερε στο φως το έγγραφο αυτό “Cartualarium Culisanense” που βρίσκεται φυλαγμένο στην κρατική βιβλιοθήκη της Μοντεβέρτζινε  της πόλης του Avellino.
[4] Με τον θάνατο του Μιχαήλ Β΄ Άγγελου, (κατευθείαν απόγονου των Αγγέλων Κομνηνών) το κράτος του Δεσποτάτου της Ηπείρου μοιράζεται στον γιο του Νικηφόρο Α΄ (Π. Ήπειρος, Αιτωλία, Ακαρνανία, Λευκάδα, Ιθάκη με έδρα την Άρτα ) και τον νόθο γιό του Ιωάννη Α΄(Θεσσαλία, Κεντρική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα ως τον Κορινθιακό κόλπο, με έδρα την Υπάτη).Ο Νικηφόρος το 1265 συνάπτει συμφωνία με το Βυζάντιο και παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την ανηψιά του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, Άννα Κατακουζηνή με την οποία αποκτά τρία παιδιά, την Μαρία, την Θαμάρ και τον Θωμά. Ο Δεσπότης Νικηφόρος Α΄ Άγγελος Κομνηνός, λίγο μετά τον θάνατο του Ιωάννη Α΄ καθίσταται κύριος της περιοχής του Ασπροποτάμου και πεθαίνει δυο χρόνια μετά το γάμο της κόρης του, το 1296. Με τον θάνατο του Θωμά (1318), που τον διαδέχτηκε στο θρόνο, δίδεται τέλος στην δυναστεία των Αγγέλων της Ηπείρου. 
[5] Ο Κάρολος Β΄Ανδεγαυός το 1266 καταλύει το κράτος του Μαμφρέδου στη Σικελία και ιδρύει το Βασίλειο των δυο Σικελιών. Η προετοιμασία μιας νέας Σταυροφορίας υπό την ηγεσία του, που αποσκοπούσε να λύσει δυναμικά προς όφελος της δυτικής εκκλησίας τις θεολογικές διαφορές με το Βυζάντιο και να επιτύχει οριστικά την εκκλησιαστική ένωση, θα ακυρωθεί έπειτα από τα γεγονότα του Σικελικού Εσπερινού που ξέσπασε το 1282 στο Παλέρμο. Πέθανε δυο χρόνια αργότερα το 1284.

[6] Το μαύρο ξύλινο άγαλμα της Παναγίας, παραπέμπει κατά τη δυτική εκκλησιαστική αλληγορία, στη μεγάλη μαύρη αιγυπτιακή θεά, Ίσιδα, της οποίας η λατρεία διαδόθηκε στα πέρατα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσω των ρωμαϊκών λεγεώνων. Έτσι σταδιακά, η αρχαία αιγυπτιακή θεά μεταμορφώθηκε από τον δωδέκατο αιώνα στη Μαύρη Παναγία.
Απόψη του Loreto

Η πλατεία του Loreto με τον Καθεδρικό Ναό

Λεπτομέρεια από πλευρά της Λάρνακας
To Σπίτι της Παναγίας στο εσωτερικό της Λάρνακας
Η Εκκλησια της Πόρτας Παναγιάς

Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις