Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

 

Επεισόδια ανασφάλειας στον καιρό της Ασφάλειας.

 

Υπήρχε κάποια επάρατη εποχή σ΄αυτή τη χώρα, όπου ο γύψος είχε φτάσει στα ύψη πρωτοφανούς ζήτησης και η τιμή του έπαιζε στο χρηματιστήριο Αθηνών. Όλα ήταν γυψωμένα και όλα ήταν υπό καθεστώς  αυστηράς επιτήρησης. Το κράτος όμως έπαιρνε όλα τα μέτρα για την φροντίδα και την ασφάλεια των υπηκόων του. Ο κομμουνιστικός ιός αρκετά μεταδοτικός, με μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας, ιδίως στα ξερονήσια του Αιγαίου, καταπολεμείτο με βότανα και φαρμακευτικές συνταγές του μεσαίωνα.  Η φάλαγγα, το ρετσινόλαδο, οι παγοκολόνες, τα καλούπια από γύψο (πρόγονοι των σημερινών γυψοσανίδων), ήταν τα πιο συνηθισμένα. Που να βρεις τότε  μπόλια να σε πιάσουνε με το πρώτο ή έστω με το δεύτερο ή τρίτο; Κάποιο, τέλος πάντων, και να γυρίσεις 180ο μοίρες ιδεολογία.  

Όλα ήταν ύποπτα, όπως τώρα, μόνο που οι συνομωσιολόγοι  ήταν στις τάξεις του κράτους, ενώ σήμερα είναι στις τάξεις του λαού. Αυτός ήταν ο λόγος που όλα πήγαιναν τότε κατ’ ευχήν.  Οι νυχτερινές κινήσεις, πάντα ήταν ύποπτες. Τα σκουπίδια π.χ ποτέ δεν τα πετάγαμε τα βράδια. Ήταν ένας κανόνας ασφαλείας που τηρείτο απαρέκλητα. Αν ένα βράδυ, κατά λάθος  ή για αντιστασιακούς λόγους έβγαζες  τα σκουπίδια, κτυπούσε συναγερμό ο ρουφιάνος της πολυκατοικίας ή της γειτονιάς. Έφτανε η αστυνομία, σε χρόνο ρεκόρ Γκίνες και σε μπαγλάρωνε για το τμήμα, όπου έπρεπε να δώσεις διευκρινήσεις. Αν έλεγες ότι κατέβηκες για να κατουρήσεις, γιατί είχε χαλάσει το καζανάκι και με την ευκαιρία πέταξες και τα σκουπίδια, σου έστελναν υδραυλικό για διαπίστωση. Αν ήταν αλήθεια, σου έφτιαχνε το καζανάκι και σου έδινε και απόδειξη. Που να πάρεις σήμερα απόδειξη από υδραυλικό. Σε αντίθετη περίπτωση, παρουσιαζόσουν κάθε δεύτερη μέρα στο τμήμα της περιοχής σου, για αόριστο διάστημα. Μιλάμε το κράτος δούλευε ρολόι, με υποδειγματική αφοσίωση στο εθνοσωτήριο έργο που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τους αναρχοκομμουνιστάς.  Κάθε εποχή, το κάθε κράτος έχει τις δικές του ανασφάλειες και τις δικές του σκοτούρες. Τότε, έκτος από το γνωστό σλόγκαν «κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» ίσχυε ότι κάθε περίπτερο και κάθε πολυκατοικία είχε το ρουφιάνο του. Φυσικά ο περιπτεράς στο περίπτερο και ο θυρωρός στην πολυκατοικία. Το κράτος, ήταν σε διαρκή ετοιμότητα. Μάτια κι αυτιά τσιτωμένα, όχι γουρλωμένα. Ο Γ. Παπαδόπουλος κοιμόταν με τις αρβύλες του, τρεις φορές τη βδομάδα και μια φορά τον μήνα βάραγε γερμανικό νούμερο στο Δ φυλάκιο του Πεντάγωνου, ενώ σήμερα όλοι ασκούν πολιτική του φερεφώνου.

Αν φόραγες κόκκινη γραβάτα, ήσουν ύποπτος  και το καθεστώς σε έθετε υπό παρακολούθηση. Αυτό τελικά μπορεί να σου έβγαινε σε καλό. Αργότερα με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αν είχες δυο μάρτυρες για το χρώμα της γραβάτας, έπαιρνες σύνταξη εθνικής αντίστασης χωρίς κρατήσεις ΙΚΑ και μπορεί να έβγαινες και βουλευτής με το ΚΚΕ. Πράσινες δεν κυκλοφορούσαν. Πράσινες ήταν μόνο οι πιπεριές. Κόκκινες ή μπλέ. Οι κόκκινες ήταν σκόπιμα για παγίδα. Για κόκκινα ρούχα, ούτε που το συζητάγαμε. Αν κατά λάθος, σου έστελνε η θεία σου από την Αμερική κανένα κόκκινο πουκάμισο φτιαγμένο στην Κίνα και στο πιάνανε στο τελωνείο, "την είχες βάψει". Ακόμη και τα κόκκινα στυλό στο δημόσιο, είχαν καταργηθεί.

Το κόκκινο γενικά ερέθιζε τις αισθήσεις της εξουσίας. Ιδίως την όσφρηση, γιατί οι περισσότεροι καθεστωτικοί φορούσαν για υπηρεσιακούς λόγους, μαύρα γυαλιά. Τώρα πως μυρίζονταν το κόκκινο χωρίς να το βλέπουν, ήταν κρατικό μυστικό. Το μακρύ μαλλί, ήταν το «κόκκινο πανί» που ερέθιζε τον μινώταυρο της ασφάλειας. Ο σχολικός μινώταυρος, τρέφονταν κυρίως με νεανικά ακούρευτα κεφάλια. Αν  είχες και μούσι, σε κατάπινε αμάσητο. Το επιχείρημα ότι και ο Κολοκοτρώνης είχε μακριά μαλλιά, δεν έπιανε, γιατί τότε δεν υπήρχαν κομμωτήρια. Έπειτα τι θράσος, είχες εσύ να συγκρίνεσαι με τον Κολοκοτρώνη; Μόνο το «μαλλί της γριάς» ήταν νόμιμο και πουλιόνταν μια δραχμή η τούφα. Τα κουρεμένα κεφάλια, τα έβαζαν γλόμπους τα χειμωνιάτικα βράδια στις πλατείες, όταν κόβονταν το ρεύμα. Λύσεις πρακτικές και οικονομικές.

Ο θόρυβος επίσης, ήταν ένα άλλο σοβαρό στοιχείο που ενοχλούσε την χούντα των συνταγματαρχών που πρόλαβε τη χούντα των στρατηγών. Δεν βαριέστε, χούντα νάχουμε, να νοιώθουμε ασφαλείς και ότι νάναι. Όχι όπως τώρα που έχουμε δημοκρατία και νοιώθουμε  ανασφαλή ασφάλεια ή ασφαλή ανασφάλεια.    

Οι ώρες κοινής ησυχίας, τηρούνταν επιμελώς. Mόνο τα μπουρδέλα  δούλευαν. Αν έπιαναν κάποιον πιτσιρικά να παίζει μπάσκετ, στις 2.31΄το μεσημέρι, τον έπαιρναν στο αστυνομικό τμήμα για αναγνώριση, του κοκκίνιζαν την καρτέλα και η μπάλα κατάσχονταν. Στη συνέχεια βέβαια, όλο και κάποιο παιδί αστυνομικού βολεύονταν στο τζάμπα. Ήταν από τα τυχερά του επαγγέλματος. Σήμερα, η αστυνομία αν την καλέσεις δεν έχει ούτε ποδήλατο, ούτε απαντάει και αν έρθει κατά λάθος, κερνά και τσιγάρο τον πιτσιρικά. Σπουδαία βήματα δημοκρατικότητας, ασύλληπτα για τη φαντασία μας τότε.  

Εκτός από τις ώρες κοινής ησυχίας, υπήρχαν και οι ώρες της κοινής ανησυχίας  που ίσχυαν μόνο για τα μπουζούκια. Σήμερα όλες οι ώρες είναι flat. Τότε τα μπουζούκια, ήταν στις δόξες τους. Το είχε πιάσει το νόημα από παλιά το γκουβέρνο. Δώσε γλέντι και φαΐ στον Έλληνα και άστον στη μακαριότητα της αναισθησίας του. Υπήρχε όμως  σ’ αυτούς τους χώρους ένα ύποπτο για το καθεστώς, είδος θορύβου  που έμοιαζε ως τρίτης  ποιότητος κρύσταλλο Βοημίας την ώρα που σπάζει. Το ζήτημα ήταν σοβαρό, η Βοημία ήταν σε κομμουνιστική χώρα, οι πληροφορίες  εξακριβωμένες και χρειάστηκε να επέμβει προσωπικά ο αρχηγός της επανάστασης, όστις επεσκέφθην  ένα ονομαστό κέντρο διασκεδάσεως της εποχής, εάν ενθυμούμαι καλώς την «Νεράιδα». Εις το νυχτομάγαζο αυτό, τα νυχτοκάματα ήταν μεγάλα και αφορολόγητα, όπως πάντα καλή ώρα. Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να καταμετρήσει τας επιπτώσεις που θα είχε εις την εθνικήν ανασφάλεια και οικονομία η προαποφασισμένη παρέμβασή του, εισέβαλε αιφνιδίως κοστουμαρισμένος με γρίζο στρατιωτικό ύφος και αφού σάρωσε με το βλέμμα του ως  εκτυφλωτικός προβολέας  το πεδίο δράσης του εχθρού, κατέλαβε ένα  ύψωμα στα πρώτα τραπέζια-πίστα, μετά της δεσποίνης αυτού Δέσποινας και αναλώθηκε εις την εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση των δρώμενων, πίνοντας εμφιαλωμένο νερό Λουτρακίου. Εκείνη την ώρα, ένας βάρδος του μαγαζιού τραγουδούσε όλως συμπτωματικώς, το γνωστό αντιστασιακό τραγούδι «Ο Γιώργος είναι πονηρός». Ο απαστράπτων εκ της κραιπάλης και μέθης κόσμος της νύχτας, αφού στην αρχή αιφνιδιάστηκε από την απρόσμενη παρουσία του εθνικού ηγέτη, στη συνέχεια εν μεσώ πυκνού νέφους καπνών που λειτουργούσε ως προπέτασμα ανωνυμίας, διατελώντας εν πλήρη ευθυμία, -πράγμα που υποδήλωνε δήθεν την ανυπαρξία προβλημάτων και την πανευτυχή συνύπαρξη μετά του ηγέτη του, η παρουσία του οποίου προσέδιδε ένα είδος ειδικής ανασφάλειας στον περίγυρο,- άρχισε να δισκοβολεί πινάκια λευκού χρώματος που ευρίσκοντο σε στοίβες επί των εδράνων διασκέδασης, σημαδεύοντας κυρίως τον φαβοριτοφόρο καλλιτέχνη που αποτελούσε τη φίρμα του καταστήματος. Ο αρχηγός παρατήρησε ότι η θυσία των  πινακιδίων από τους θαμώνες, χωρίς λόγο ή για κάποιο λόγο που δεν ήξερε το καθεστώς, ήταν ανάλογος του ανερχόμενου ενθουσιασμού των θαμώνων και αντιστρόφως. Ενώ δε, ήτο απορροφημένος εις τη σχολαστική παρατήρηση του φαινομένου, ένα εξ αυτών, σκοπίμως ή όχι, εξοστρακίστηκε της πορείας του και πέρασε ξυστά από το δεξί αυτί του, με ταχύτητα άνω των 70 χιλμ/h ξεπερνώντας τα κεκανονισμένα όρια ταχύτητας του ισχύοντος τότε ΚΟΚ. Έτσι,- αν και το γενικότερο θέαμα προσιδίαζε εις τας πολεμικάς αρετάς των Ελλήνων, οι οποίοι ακόμη και εν ειρήνη καθημερινώς προσεγγίζουν τον θάνατον, προκαλούντες αυτόν οπουδήποτε, (ιδίως εις την κατανάλωση ψεύτικων ειδήσεων)- εκτιμήθηκε ασκαρδαμυκτί, ότι έκτος από θορυβώδες, το εν λόγω μεταμεσονύκτιο έθιμο είχε αντ-επαναστατική χροιά και συνάμα ήτο βάρβαρο (οι βάρβαροι τότε θεωρούνταν αυτοί που έμεναν πάνω από την κόκκινη γραμμή των συνόρων). Αυτό, ήταν η αφορμή να αναχωρήσει πάραυτα ο αρχηγός, δια λόγους ασφαλείας, αλλά και διότι είχε επιβεβαιωθεί το τελούμενο  επ'  αυτοφώρω έγκλημα και είχε εξακριβωθεί η προέλευσις του θορύβου. Είχε καταλάβει, ότι εκεί ήταν το άνδρο της αντίστασης του ελληνικού λαού. Μια γιάφκα εύθυμων επαναστατών, επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια.Από την επαύριον, το εργοστάσιο των πιάτων έπαυσε την παραγωγή του και προέβη σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων που ευτυχώς προσελήφθησαν τον επόμενο μήνα στον τομέα της χαρτοβιομηχανίας. Τι είχε γίνει; Τα πιάτα αντικαταστάθησαν με χάρτινες, πετσέτες.  Μάλιστα λένε, ότι τότε έκανε μεγάλο σουξέ και το γνωστό τραγούδι «χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θάταν όλα αληθινά ». (Η συνέχεια στο επόμενο).

 

 

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

 

Ο έρωτας στα χιόνια

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άης Bασίλης, Φώτα. Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα·

― Σεβντάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέροντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι… «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζύ με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του και είχε κάμει καλά ταξίδια. Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα. Αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν
βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ,
την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα
δεν είπες μια φορά κι εσύ, Γιαννιό μου, έλα μέσα.

Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.

Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε, ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κι επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην η πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κι ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.

Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
Συχνά, όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κι ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια... Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν ει μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα. Eξέλιπον οι μικροί μακρουλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.

Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κι εμορμύριζεν·
-Ένας Θεός θα μας κρίνη... κι ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα, μετά στεναγμού, προσέθετε·
-Kι ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες ασμάτιον·

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κι εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
-Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας. Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου. N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην. Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την Πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!

Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλιότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε·
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλειές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονίσθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιός είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι!
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eί…είχαν οι θηλειές χιόνια!..»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. Kι επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρουσιασθή γυμνός και ξετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.

Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Ο έρωτας στα χιόνια» δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1895 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάσση Γαβριηλίδη.Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, έργο ωριμότητας του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα. Σύμφωνα με μαρτυρία του Γρηγορίου Ξενοπούλου, ο Παπαδιαμάντης έγραψε το έργο αυτό για να αποδείξει σε αυτούς που τον κατέκριναν για τον καλογερισμό του, ότι δεν γράφει μόνο θρησκευτικά διηγήματα.

           Πηγή: Το είδωλο της γης μου

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018




H ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ

-Διαμάντω, έ! Διαμάντω.
-Τι λες πατέρα.
-Φέρε μου πάνω εκείνο το καψαλισμένο φουρνόξυλο, πούναι στημένο στον τοίχο.
-Τι το θες πατέρα.
-Θέλω ν’ αρχίσω να δέρνω.
-Μουρλάθηκες πατέρα.
-Κάνε εγώ μουρλάθηκα, κάνε εσείς. Φέρε εδώ που σου λέω.
 Μαύρισε ο γέρος, ξεροκαρκάνιασε, γανίλα στάει, σαν μπακίρι το κορμί του.
-Ορέ, φέρε εδώ και πρώτα ν’αρχίσω από εσένα θέλω, που δεν μπορείς ν’ ακούσεις για δημοτικά τραγούδια, αλλά τα ξένα, τα βρώμικα, τ’ αλήτικα, τα μπαστάρδικα, τα τσα-τσα,τις σάμπες, τι καράμπες, τραγούδια των αγρίων και των κανιβάλων κι όχι τους λεβέντικους χορούς, εσύ κι όλη η νεολαία, η νεολέρα μας σήμερα.
Να χαθείτε. Να χαθείτε. Δεν τρεπόσαστε ρε, δεν κοκκινίζετε, δεν είσαστε ελληνόπουλα σεις. Ρε,αυτά τα δημοτικά τραγούδια, αυτά τα βλάχικα, που λέτε και κοροϊδεύετε, αυτά ελευθέρωσαν την Ελλάδα. Αν δεν υπήρχαν αυτά τρομάρα σας, δεν θάχαμε το είκοσι ένα κι ούλοι Τούρκοι θάχαμε γενεί.
Ρε, δεν πάτε να πνιγείτε στη πιο βαθιά θάλασσα,με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό,να χτυπήσετε το κεφάλι σας σ’ένα βράχο. Τι ωφελάει να ζείτε στον απάνου κόσμο. Γι αυτή τη γλώσσα είχαμε ένα Μισολόγγι, μια Αλαμάνα,ένα χορό του Ζαλόγγου κι αφήκαμε τα κορμιά μας στους πολέμους και τις επαναστάσεις.
Να χαθείτε,να χαθείτε παλιοζοντόβολα, λιμοζάγαρα κι ετώρα φτου σας ρε,τη χέσατε. Τη χέσατε κι από πάνω το σκατό σας θα γυρίσει. Υποβιβάσατε και ταπεινώσατε τη γλώσσα των προγόνων μας, τη γλώσσα των θεών και των αγγέλων,το διαμάντι του ήλιου. Πάτε να θάψετε έναν Όμηρο, έναν Ιπποκράτη, έναν Αριστοτέλη, ένα Δημόκριτο, έναν Πλάτωνα ,που άλλοι λαοί τους έχουν εικονοστάσι και ευαγγέλιο και τους προσκυνάνε. Κι εμείς κατά που πάμε σιγά-σιγά θα φέρουμε ξένους να μας διδάσκουν τη γλώσσα μας, ξένα βιβλία θα διαβάζουμε. Δεν ντρεπόσαστε ρε, δεν κοκκινίζετε, δεν έχετε πέτσα πάνω σας, αίμα ελληνικό, μια στάλα φιλότιμο.
Ορέ, όταν ένας λαός δεν έχει γλώσσα, γεννάει παιδιά στραβά, σαν τα κουτάβια που μπουσουλάνε και ψάχνουν στα κουτουρού να βρουν το φως τους. Μετά από τη ζωή έρχεται η γλώσσα και τρίτη η πατρίδα. Έτσι μου τάμαθε έμενα η μάνα μου. Με τη γλώσσα κάνεις και πατρίδα, αν την έχεις χάσει, σπάζεις τα δεσμά σου. Η γλώσσα είναι το κοπίδι του νου. Της ζωής το λυχνάρι. Ο άρτος της κοινωνίας. Ρε, βάλτε καλά μέσα σας, τους φθόγγους της φωνής σας. Το λιθάρι της ιστορίας σας. Τον Παρθενώνα της ομορφιάς. Αυτή τη χώρα, που λέγεται Ελλάδα.

ΚΩΣΤΑΣ Θ.ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ











Σάββατο 25 Αυγούστου 2018





ΦΩΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ


Πετώ τις ώρες μου, μέρες δεν έχω για το ψωμί της πατρίδας μου, που κινδυνεύει να χαθεί η πατρίδα μου, γιατί βρώμικα χέρια την τάισαν τ’ αποχεσίδια των άλλων. Την πότισαν μέσα σε κατουρλοκάνατα των Ευρωπαίων, λες κι εμείς δεν είχαμε έναν Όμηρο, ένα Σωκράτη, έναν Αριστοτέλη, έναν Αλέξανδρο κι αν θέλετε ένα Λεωνίδα, έναν Κολοκοτρώνη, να πιούμε από τ’ αγγειό τους και να μην μαγαριστούμε, αντίθετα κάτι να πάρουμε απ’ αυτούς που έβραζε τόσο αίμα ελληνικό μέσα τους και θέλουν να τους κάνουν δικούς τους, οι ξένοι, γιατί ο τόπος τους δεν είχε βρύσες να καυχηθούνε, ούτε και τόπο είχαν, γιατί δεν υπήρχαν καν σαν λαοί, κατέβηκαν άγριοι από το Ρήνο και τους ημέρεψαν τα δικά μας χαρτιά και πάνε τώρα να μας βγάλουν τα μάτια, με τα ίδια μας τα χέρια, γιατί τους ξεστραβώσαμε. Δεν έπρεπε βλέπεις, δεν έπρεπε. Μα πως να κρατήσεις τόσον ήλιο για το δικό σου πρόσωπο. Τόσο φως.Δεν το βαστάει η καρδιά σου αδελφέ.Το φως είναι των λαών.Αναδεύουν, παίρνουν τη σάρκα τους. Τη μουσική της γης. Τη γέννηση. Κοπριά του μόχθου απλώνεται.Τέτοιους λαούς μην τους λυπάσαι, μην τους κλαις. Είναι πιο δυνατοί κι από το θάνατο.
Γιατί από το θάνατο φτιάχνουν τη ζωή πιο ωραία.
Τη στήνουν έτσι πολυεύσπλαχνη μάνα στην Ευρώπη.
Να ρυθμίζει τις τύχες των λαών.
Γιατί ποτέ το κεφάλι δεν έσκυψε.
Γιατί ποτέ τον οίχτο δεν δέχτηκε.
Κρέμασε τ’ άλογα της φωτιάς στη καρδιά του ο λαός αυτός.
Νέο, δυνατό, ακράτητο, καθαρόαιμο πουλάρι πετάχτηκε,πρέπει να ζήσει.
Όχι χλευασμένο και ταπεινωμένο,αλλά δυνατό και προσκυνημένο.
Έδεσε τα νερά του στο Αιγαίο.
Έδεσε τα δένδρα του στον Όλυμπο
Έδεσε τον ουρανό με τον ουρανό.
Την καρδία του με την πατρίδα του.
Την πατρίδα του με την αγάπη.
Συνταίριασε το όνειρο με την Ελλάδα.
Κι ο λαός,έσπασε τα ξύλινα πόδια τ’αλόγου του.
Έσπασε τα πέτρινα πόδια τ’αλόγου του.
Έσπασε τα σιδερένια πόδια τ’αλόγου του.
Έσπασε τα μπρούτζινα πόδια τ’αλόγου του.
Και τάκανε χρυσά.
Και πάνω σ’αυτά τα χρυσά πόδια ο Παρθενώνας ζει.
Θαυμάστε τη αν έχετε τη δύναμη.
Μιμηθείτε τη αν μπορείτε.
Χτίστε κι εσείς την πατρίδα σας έτσι ατσάλινη.
Αγαπήστε τη πέτρα σας,το χώμα σας,τον ήλιο σας,τα λουλούδια σας,την ιστορία σας, τον άνθρωπό σας.
Στηριχτείτε στην αδυναμία σας,για να κάνετε δική σας δύναμη.
Τέτοιοι λαοί δεν πεθαίνουν,γιατί αξίζουν πιο πολύ από τη ζωή.
Νικημένοι μπόρεσαν να νικήσουν.
Χωρισμένοι κράτησαν την εθνική τους ενότητα.
Γκρέμισαν τη παλιά πολιτεία,να τη χτίσουν νέα.
Μάζεψαν τα σκόρπια κόκκαλα του πολέμου και πάνω τους,έστησαν το σταυρό της ειρήνης.
Ένας λαός έρχεται με δυο βρύσες της αγάπης στα χέρια.
Είπαν πως είμαστε αδερφοί. Διάβασαν και βρήκαν πως είμαστε όλοι αδερφοί. Ευρωπαίοι, Έλληνες, άσπροι, όμορφοι από την ίδια φυλή, από την ίδια πατρίδα,με τα ίδια βουνά και ποτάμια. Ποτάμια που σκίζαν και πότιζαν τους απέραντους κάμπους και γέμιζαν δένδρα, λουλούδια και πουλιά, και φούντωνε η άνοιξη κι έσμιγε η βλάστηση  με τα βουνά, με τους ανθρώπους, με τα πρόβατα, με τα ζαρκάδια, με τις βρύσες και τ’αγριοχελίδονα, με τους αετούς που φτεράκαγαν από κορυφή σε κορφή κι έβαφαν τα φτερά τους στο πρωινό χρώμα του ήλιου. Βγάλαν τις πέτρες και τα συρματοπλέγματα από τα σύνορα.Τα κόκκαλα,τα σκουριασμένα σπαθιά,τους σταυρούς από τα μνήματα.
Είπαν:Θα κάνουν ένα μεγάλο κι απέραντο βασίλειο, με μια γλώσσα, μ’ενα νόμισμα, με μια ψυχή.
Ένα μεγάλο κι απέραντο νεκροταφείο, στεφανωμένο με τους σταυρούς της ειρήνης.
Είπαν:Θ’ ανοίξουν τη θάλασσα, θ’ανοίξουν τις καρδιές, θα δώσουν τα χέρια στους ανθρώπους του κόσμου.
Θα μπαίνουν τα κορίτσια τους μέσα στ’ απέραντα περιβόλια, να μαζεύουν λουλούδια, πορτοκάλια, πορτοκάλια για τους λαούς.
Σε πελώρια τρυγοκόφινα να τρυγάνε τ’ αμπέλια, να κουβαλάνε στους ώμους τα σταφύλια, να τα ρίχνουν στα πατητήρια, να βγει γλυκός ο μούστος, στο βαρέλι να μπει, να σιτευτεί το κρασί, τις καρδιές να στηρίζει, να δυναμώσει τις ψυχές.
Πόσες κατάρες αραδιάζουμε, μετά την προσευχή, που ακόμα κι οι θεοί δεν τις θέλουν! Μα εμείς σα βόλια τις σκορπίζουμε στη χαρά της ζωής μας.

                                                                ΚΩΣΤΑΣ Θ.ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
  
Σημ:.Θησαυρός της λογοτεχνίας μας.Κείμενο απ’ αυτά που μας δίνουν κουράγιο και που οι σκοπιμότητες της πολυπολιτισμικής παιδείας μας αγνοούν και δεν συμπεριλαμβάνουν στις σχολικές ανθολογίες, γιατί περισσεύουν οι κιοτήδες και οι ανθέλληνες στο χώρο της Παιδείας και του Πολιτισμού. Κείμενο δυσεύρετο και μαζί τόσο ζωντανό και επίκαιρο κι ας έχει γραφτεί 30 χρόνια πριν.

Διαδώστε το



 

Δημοφιλείς αναρτήσεις