Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

 

Σαν σήμερα 18 Ιουνίου, ο Μέγας Ναπολέων συντρίβεται στη μάχη του Βατερλώ.


Η μάχη του Βατερλώ έχει γίνει συνώνυμη της καταστροφικής ήττας. «Ήταν το Βατερλώ του» λέμε και όλοι καταλαβαίνουμε πως δεν θα σηκώσει κεφάλι μετά από αυτό. Από τη μια μεριά ο Ναπολέων με 71.947 άνδρες και 246 πυροβόλα και τον στρατάρχη Γκρουσί με 33.000 άνδρες να καταδιώκει τον Πρώσσο Μπλύχερ και τον στρατό του. Και στο απέναντι ύψωμα της τοποθεσίας Μπελ Αλιάνς, ο Δούκας του Ουέλιγκντον με 67.661 άνδρες (24.000 Βρετανοί και οι υπόλοιποι Βέλγοι και Γερμανοί) και 156 πυροβόλα. Ολόκληρο το μέτωπο ήταν δεν ήταν 6,5 χιλιόμετρα. Ο Ναπολέων ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων και επιτέθηκε πρώτος στις 11.20 το πρωί και έπληξε καίριες θέσεις γύρω από τους σχηματισμούς του βρετανικού πεζικού. Οι Βρετανοί άντεξαν. Κι ενώ η μάχη φαινόταν να γέρνει προς τη μεριά των Γάλλων, εμφανίστηκε ο Πρώσσος Μπλύχερ που είχε ξεφύγει από την επιτήρηση του Γκρουσί…

Ο Βίκτωρ Ουγκό στους «Αθλίους» του γράφει με νόημα: «Αν δεν έβρεχε τη νύχτα ης 17ης προς τη 18η Ιουνίου η τύχη της Ευρώπης θα ήταν διαφορετική. Μερικές σταγόνες νερού παραπάνω ή παρακάτω έκαναν τη ζυγαριά να γυρίσει και τον Ναπολέοντα να κλίνει… Ένα σύννεφο που πέρασε στον ουρανό έξω από την ώρα του χρόνου, έφτασε για να γκρεμίσει έναν κόσμο»!

Στο λασπωμένο έδαφος των χωραφιών του Βελγίου κόλλησε ο αυτοκρατορικός στρατός που παραδόθηκε στα όπλα των αντιπάλων του. Όταν έφτασαν οι εφεδρείες του Γκρουσί, η μάχη είχε πια κριθεί. Ο στρατάρχης του Ναπολέοντα δίστασε να πάρει πρωτοβουλία και να απαγκιστρωθεί από τον Μπλύχερ και τα υπόλοιπα τα ανέλαβε η Ιστορία…Η μάχη του Βατερλώ σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής, μιας μεταβατικής εποχής μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα, μιας εποχής που έφερε το αποτύπωμα ενός άνδρα που είχε διαδώσει την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης σε ολόκληρη την Ευρώπη… δια των όπλων. Η μεγάλη περίοδος της κυριαρχίας της Βρετανίας ως παγκόσμιας δύναμης μόλις άρχιζε καθώς τερματίστηκε το αυτοκρατορικό μεγαλείο της Γαλλίας.

https://hellas-now.com/

Σημ :Την ίδια μέρα ένα περιστέρι ταχυδρομικό έφερε ένα σκοπίμως λανθασμένο μήνυμα στο Σίτι του Λονδίνου για τα αποτελέσματα της μάχης. Ήταν σταλμένο από έναν πρόγονο ενός κοσμοκράτορα που ταλανίζει σήμερα το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων. Το μήνυμα έλεγε ότι η μάχη χάθηκε για την Αγγλία. Οι τιμές στο χρηματιστήριο έπεσαν κατακόρυφα. Αυτός με τους ανθρώπους του, αγόρασαν γρήγορα και όταν πλέον ήρθε το σωστό μήνυμα, ήταν ένας παγκόσμιος επιβήτορας. Ακόμη και ο καιρός(θεός)συμμάχησε τότε μαζί του. Με τον ίδιο τρόπο παραπλανούν ακόμη ως τις μέρες μας τον κόσμο, με ψέμματα δημιουργώντας το δικό μας Βατερλώ. Μαντέψτε το όνομά του.  

 

Τρίτη 7 Ιουνίου 2022

Η μάχη στο Δραγατσάνι 

Η ελληνική Επανάσταση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, με τη ίδρυση της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, το 1812 αρχίζει να παράγει πνευματικό ανθρώπινο δυναμικό. Επιπλέον, με τους ρωσικούς και τους ναπολεόντειους πολέμους, πολλοί  Έλληνες απέκτησαν πολεμικές γνώσεις και αυτό βοηθά στην έκρηξή της. Οι Υψηλάντες είναι γενιά βασιλική, με συγγενική σχέση με τους Κομνηνούς της Τραπεζούντας. Μετά από πενήντα χρόνια από τα Ορλωφικά, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αξιωματικός του Τσάρου που οκτώ χρόνια νωρίτερα το 1813 είχε χάσει το δεξί του χέρι στη μάχη της Δρέσδης, πιστός στην απελευθέρωση του γένους των Ελλήνων, χωρίς όμως την έγκριση του Τσάρου, λιποτακτώντας από τον ρωσικό στρατό, θα σηκώσει την σημαία της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, υπολογίζοντας  πως  θα  καταφέρει  να  ενσωματώσει  στην  εξέγερση  τα πριγκιπάτα της Ρουμανίας και  της ημιαυτόνομης Σερβίας, για  να  εξασφαλίσουν  τη  βοήθεια  της  Ρωσίας. Η Επανάσταση ξεκινάει από το Ιάσιο, της Μολδαβίας με τη μάχη του Γαλατσίου, στις 21 Φεβρουαρίου, που έληξε με νίκη των Ελλήνων [1]  και  στη συνέχεια με το πέρασμα του Υψηλάντη από τον Προύθο ποταμό τη νύχτα της 22ης προς 23η Φεβρουαρίου, και τη γνωστή διακήρυξη της 24ης  Φεβρουαρίου 1821 «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», όπου στο κείμενό της γίνεται επίκληση εξέγερσης και στους Σέρβους. Η διακήρυξή αυτή, αλλά και η αποστολή προσωπικής επιστολής συμμαχίας προς τον Μίλος Οβρένοβιτς, ήταν η πρώτη προσπάθεια σύναψης συμφωνίας. με τους Σέρβους. Η επιστολή δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Ο απεσταλμένος προς τους Σέρβους Αριστείδης Παππάς, συνελήφθη από τους Αυστριακούς. Την 1η  Μαρτίου ο Υψηλάντης ξεκίνησε την πορεία του προς την Βλαχία, αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο (πολεμική αδελφότητα ενωμένη με δεσμούς έντονης φιλίας) που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Σέρβοι, Βούλγαροι, και Αρβανίτες. Η Επανάσταση, που άναψε το φιτίλι για τον γενικό ξεσηκωμό στην κυρίως Ελλάδα αλλά και την Κύπρο, κατεστάλη με την κύρια μάχη στο Δραγατσάνι την 7η Ιούνιου του 1821 με αφορμή την απομόνωση του Υψηλάντη, τα λάθη τακτικής του, τις προδοσίες των συνεργατών του και τους  εθνικισμούς των βαλκανικών λαών. Ήταν μια κίνηση προοπτικής και αντιπερισπασμού, για να βοηθήσει την πραγματική έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, με οικτρό τέλος. Όταν ο σουλτάνος έλαβε ρωσικές διαβεβαιώσεις ότι ο τσάρος δεν στηρίζει το ελληνικό κίνημα, έστειλε τουρκικές δυνάμεις που πέρασαν τον Δούναβη και εισήλθαν με την συγκατάθεση της Ρωσίας στο έδαφος της Μολδοβλαχίας, αφού βάσει διμερούς συμφωνίας απαγορευόταν η μόνιμη παρουσία τουρκικών δυνάμεων εκεί. Η  μάχη στο Δραγατσάνι έκρινε και το αποτέλεσμα. Μετά το Δραγατσάνι, η Επανάσταση στην περιοχή εξέπνευσε  με το ολοκαύτωμα της Μονής του Σέκου, όπου μετά από ηρωική αντίσταση, στις 23 Οκτωβρίου, ο Γιωργάκης Ολύμπιος με τους συντρόφους του, ανατινάχθηκε με την μπαρουταποθήκη του μοναστηριού, μαζί με τους εχθρούς. Ο Υψηλάντης, παρά τις διαβεβαιώσεις των Αυστριακών ότι θα στέλνονταν στην Αμερική (όπου στον πόλεμο της ανεξαρτησίας είχε συμμετάσχει ένας προγονός του)  πέρασε στην Αυστρία, συνελήφθη και αφού φυλακίστηκε στις αυστριακές φυλακές του Μούνκατς (περιοχή της σημερινής Ουκρανίας) ως το 1828, αποφυλακίστηκε λίγο πριν πεθάνει στη Βιέννη από τις κακουχίες της φυλακής με την αίσθηση τουλάχιστον της ικανοποίησης ότι η Ελλάδα ήταν ελεύθερη.

 

[1] Ο Βασίλειος Καραβίας, στρατιωτικός διοικητής του Γαλατσίου, ήταν ο πρώτος που ανύψωσε την ελληνική σημαία την 21η Φεβρουαρίου 1821. Επικεφαλής 150 Κεφαλλονιτών, επιτέθηκε στους Τούρκους της φρουράς του Γαλατσίου, τους οποίους ύστερα από μια πεισματώδη μάχη, ανάγκασε να φύγουν. Έτσι, πρώτοι υπέρμαχοι της ελληνικής Επανάστασης στη Βλαχία, ήταν απλοί Κεφαλλονίτες βαρκάρηδες του Δούναβη.

Πηγή:Το είδωλο της γης μου

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021


Η Ελλάδα στο χορό του Ζαλόγγου

Πρίν από 218 χρόνια, στις 18 Δεκεμβρίου του 1803,57 Σουλιώτισσες, με τα μωρά τους στην αγκαλιά, για να μην πέσουν στα χέρια των τουρκαλβανών, στήσαν χορό θανάτου και μία-μία, με το τραγούδι στα χείλη, έπεσαν στο απόκρημνο βάραθρο του Ζαλόγγου.

Μία πράξη που πέρασε αθάνατη στην ιστορία κι έχει δύο όψεις. Η καθεμιά με τον τρόπο της έχει να πει πολλά σ' όποιον δεν παρατρέχει τα γεγονότα της ιστορίας.
Η πρώτη:
Όταν κινδυνεύει η πατρίδα σου, η τιμή κι η αξιοπρέπειά σου, όταν την πίστη σου και τα ιδανικά σου, εχθροί φανεροί ή ύπουλοι προσπαθούν να τα καταπατήσουν, τότε το δικό σου χρέος είναι να ορθώσεις το ανάστημά σου και να παλέψεις. Να μη φοβηθείς μπρος στις επιθέσεις του εχθρού, στις απειλές, στις ειρωνείες του. Αλλά να πολεμήσεις γενναία, με την απόφαση να μην υποχωρήσεις μπροστά σε οποιαδήποτε θυσία. Ακόμη και στον θάνατο. Διότι πρέπει να πιστεύεις, πως είναι προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος από τη δειλή υποχώρηση και την άνανδρη υποταγή.
Η δεύτερη όψη είναι η εξής:
Μας προκαλεί αποτροπιασμό η συμπεριφορά των τουρκαλβανών. Θρασύδειλοι. Δεν έχουν την παλληκαριά να πολεμήσουν στήθος με στήθος. Γι' αυτό παραβαίνουν τις συμφωνίες. Αθετούν την υπογραφή τους. Παίρνουν για όπλα τους τον δόλο και την ψευτιά. Πετυχαίνουν έτσι μία άνανδρη «νίκη» που έμεινε στην ιστορία τους ως μιά σελίδα ντροπής και καταισχύνης.
Είναι μία καλή ευκαιρία ν' αναλογιστούμε το Ζάλογγο και με τις δυό αυτές όψεις. Κι ύστερα να σκεφτούμε, ότι και στον καιρό της «ειρήνης» που ζούμε εμείς, δίνουμε καθημερινά μάχες. Σ' αυτές τις μάχες, ποια είναι η δική μας στάση; Βρίσκεται ο εαυτός μας κάθε φορά που πολεμάει στην τιμημένη θέση που είχαν το θάρρος να πάρουν οι ηρωίδες του Ζαλόγγου;
O εξαιρετικός πίνακας με την εκπληκτική λεπτομέρεια είναι έργο της εικαστικού Vaso Gklisti.

                                                                               


Πηγή: Ελλήνων Αφύπνιση

 

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021

 

Φωτιά στο Τατόι: Τα καμένα θερινά ανάκτορα, οι νεκροί και η φυγάδευση του Βασιλιά (30 Ιουνίου -1 Ιουλίου 1916)

Πρόλογος – το ιστορικό πλαίσιο

Η άνοιξη του 1916, ενώ μαινόταν ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, είχε βρει την Ελλάδα σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, με την πολιτική και πολιτειακή της ηγεσία διχασμένη για την πορεία που όφειλε να ακολουθήσει η εξωτερική πολιτική της Χώρας. Στις 13 Μαΐου 1916 συνέβη η δραματική παράδοση του φρουρίου του Ρούπελ σε μεικτό απόσπασμα Γερμανών και Βουλγάρων. Ακολούθησε το περίφημο συμμαχικό τελεσίγραφο της 8ης Ιουνίου 1916: επέβαλλε την παραίτηση της κυβέρνησης Σκουλούδη, την ελληνική αποστράτευση, αλλά περιέργως ακόμη και την αντικατάσταση συγκεκριμένων αστυνομικών στην Αθήνα[1]  κουρελιάζοντας εκ νέου την ελληνική εθνική κυριαρχία.

Ο αθηναϊκός Τύπος αντιμετώπισε διχαστικά το τελεσίγραφο: οι αντιβενιζελικές εφημερίδες διαμαρτύρονταν για την επέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας, ενώ οι βενιζελικές  όχι μόνο δικαιολογούσαν, αλλά επαινούσαν το τελεσίγραφο που «θα λύτρωνε τον ελληνικό λαό από την Κυβέρνηση Σκουλούδη».[2] Η επιλογή του Βενιζέλου στις 11 Νοεμβρίου 1916 να στηρίξει ακόμη και δημοσίως το τελεσίγραφο της Entente, την εμπλοκή της στα εσωτερικά της Ελλάδας και τον λιμό που επέβαλλε στη Χώρα παρουσίασε τους Φιλελεύθερους ως ξενοκίνητους,[3] βάθυνε το διχαστικό χάσμα και στέρησε τους Φιλελευθέρους την πλειοψηφική πολιτική στήριξη που απολάμβαναν ως τότε τουλάχιστον στην Παλαιά Ελλάδα.[4] Η Ελλάδα είχε καταστεί πεδίο δράσης των μυστικών υπηρεσιών των δύο εμπόλεμων που υπονόμευαν περαιτέρω την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας.  

-Η εκδήλωση της φωτιάς (30 Ιουνίου 1916 – 11.00 το πρωί)

Εκείνες τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου η πρωτεύουσα είχε ταλαιπωρηθεί από υψηλές θερμοκρασίες, αλλά τίποτε δεν προμήνυε για το τι θα επακολουθούσε.  Το πρωινό της 30ης Ιουνίου 1916 εκδηλώθηκε μια μικρή φωτιά στον Άγιο Μερκούριο με κατεύθυνση προς το Κατσιμίδι. Ο υπουργός Στρατιωτικών Κωνσταντίνος Καλλάρης που επισκέφθηκε τον Βασιλιά για υπηρεσιακούς λόγους αντελήφθη την φωτιά και διέταξε να σταλούν αμέσως 300 στρατιώτες για την κατάσβεση της. Πολύ σύντομα η φωτιά έλαβε μεγάλες διαστάσεις λόγω των πολλών πεύκων αλλά και της καύσιμης ύλης που ήταν διάσπαρτη σε όλη την ευρύτερη δασική περιοχή και δημιουργήθηκε ένα πύρινο μέτωπο που έκαιγε ότι έβρισκε μπροστά του. Λίγες ώρες μετά, ενδυναμωμένη από τον άνεμο που έπνεε, η πύρινη λαίλαπα κατέκαιγε το δάσος του Τατοΐου παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των στρατιωτών που πολλοί από αυτούς έπαθαν βαριά εγκαύματα.

-Η κλιμάκωση (18.00)

Στις 18.00 η κατάσταση επιδεινώθηκε απότομα καθώς τα ανάκτορα κυκλώθηκαν από τρία πύρινα μέτωπα. Ο Καλλάρης απέστειλε 2 συντάγματα πεζικού και 500 ναύτες με αξίνες και φτυάρια για να περιορίσουν την πρόοδο της φωτιάς, αλλά ο συντονισμός όλων αυτών των δυνάμεων ήταν σχεδόν αδύνατος, ενώ και οι κληρωτοί στρατιώτες δεν είχαν ούτε τον κατάλληλο εξοπλισμό, αλλά ούτε και την σχετική εκπαίδευση για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Πολλοί δε εξ αυτών είχαν διαταχθεί να προσέλθουν στην κατάσβεση φέροντες τον οπλισμό τους! Η κύρια προσπάθεια που γινόταν ήταν να δημιουργηθούν αντιπυρικές ζώνες περιμετρικά των ανακτόρων, αλλά η ταχύτητα της φωτιάς προλάβαινε όλες τις δραματικές προσπάθειες των στρατιωτών του Μηχανικού. Οι φλόγες φούντωναν και κατάκαιγαν τα πάντα στο πέρασμά τους.

-Ο κίνδυνος για τον Βασιλιά (20.00-21.00)

Ο Βασιλιάς από τα ανάκτορα έβλεπε την φωτιά να κυκλώνει την περιοχή τους και τηλεφωνούσε στην Αθήνα ζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια. Ένα ολόκληρο Σύνταγμα Μηχανικού μεταφέρθηκε από την Αθήνα στα θερινά ανάκτορα και ρίχτηκε στη μάχη της κατάσβεσης υπό τον Λοχαγό Κουλουμόπουλο, αλλά ο αγώνας με τη φωτιά ήταν άνισος. Στις 19.00 ο Βασιλιάς έδωσε το σύνθημα της εκκένωσης των ανακτόρων, καθώς η κατάσταση γινόταν συνεχώς κρισιμότερη. 

Η βασιλική οικογένεια μεταφέρθηκε οδικώς από τον μοναδικό ανοιχτό δρόμο που υπήρχε, αλλά ο Βασιλιάς είχε την κακή ιδέα να παραμείνει επιτόπου για να συντονίσει τις προσπάθειες κατάσβεσης. Πολύ σύντομα όμως ο ίδιος βρέθηκε σε προσωπικό κίνδυνο, καθώς όταν αποφάσισε να φύγει με το αυτοκίνητό του και μια μικρή ομάδα ακολούθων του από τον δρόμο που ήταν ακόμη ανοιχτός, η φωτιά έφραξε τον δρόμο του.

Οι συνοδοί του προσπάθησαν να τον προστατεύσουν και να τον φυγαδεύσουν, αλλά ο ίδιος βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο με την φωτιά να τον έχει κυκλώσει και για να διαφύγει αναγκάστηκε να πηδήξει μέσα σε χαράδρα από ύψος 5 μέτρων. Ο Βασιλιάς από την πτώση του έπαθε διάστρεμμα  και εγκαύματα και στα δυο του πόδια, ενώ οι στρατιώτες που τον συνόδευαν τον μετέφεραν στα χέρια τους. Επί τόπου απανθρακώθηκαν ο οδηγός του αυτοκινήτου του Βασιλιά και ο  βοηθός του που βρέθηκαν αγκαλιασμένοι μέσα στο αυτοκίνητο. Επί τόπου επίσης κάηκαν ζωντανοί τέσσερις χωροφύλακες και δύο εύζωνοι της προσωπικής φρουράς του Βασιλιά, τους οποίους καθώς ήταν πεσμένος, είδε ο ίδιος να καίγονται σαν πυρσοί.

Τον έσχατο κίνδυνο διέτρεξε και ο υπασπιστής του Βασιλιά Καλλίνσκης, ο οποίος με μια ομάδα στρατιωτών προσπαθούσε να βοηθήσει στην κατάσβεση, αλλά τελικά βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τις φλόγες. Κατάφεραν να διαφύγουν τον κίνδυνο, αλλά εμφάνισαν όλοι σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα από τους πυκνούς καπνούς που τους είχαν κυκλώσει.

Η φωτιά συνέχισε τις νυχτερινές ώρες να καίει τα πάντα στο διάβα της και να κινείται προς δύο κατευθύνσεις και προς το ρέμα της Χελιδονούς και προς την Πάρνηθα.[5] Την διεύθυνση των δυνάμεων κατάσβεσης ανέλαβε ο ικανός αξιωματικός Αναστάσιος Χαραλάμπης μετά από παραίνεση της Βασίλισσας  Σοφίας. Ο Χαραλάμπης στα απομνημονεύματά του περιγράφει την χαώδη κατάσταση που παρέλαβε. Στον δρόμο προς το Τατόι συνάντησε ένα ανάμεικτο πλήθος από χωρικούς, στρατιώτες που συμμετείχαν στην κατάσβεση, κάρα, υδραντλίες, εθελοντές και απλούς πολίτες που δεν ήξεραν προς ποιά κατεύθυνση να κινηθούν. Πολλές ομάδες εθελοντών πυροσβεστών και στρατιωτών κατευθύνονταν όπου έβλεπαν φλόγες μέσα στη νύχτα αλλά αυτό τους έβαζε σε πολύ μεγάλο κίνδυνο και πολλοί εξ αυτών εγκλωβίστηκαν μέσα στις φλόγες.[6] Την επομένη στράφηκε προς τα Κιούρκα και την Κηφισιά αποτεφρώνοντας μεγάλες δασικές εκτάσεις για να κατασταλεί τις απογευματινές ώρες της 2ας Ιουλίου 1916.  

- Ο θλιβερός απολογισμός

 Η φωτιά στοίχησε τη ζωή σε 3 αξιωματικούς, σε 7 στρατιώτες της φρουράς των ανακτόρων και 23 στρατιώτες. Ο ένας από τους νεκρούς αξιωματικούς ήταν ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, επικεφαλής της αστυνομικής φρουράς του Βασιλιά, διδάκτωρ νομικής(!), προσωπικά αφοσιωμένος στον ίδιο. Η ταυτότητα του απανθρακωμένου σώματος αναγνωρίστηκε από ένα χρυσό ρολόι που βρέθηκε και άνηκε στον Χρυσοσπάθη. Στο συμμαχικό τελεσίγραφο που είχε επιδοθεί λίγες εβδομάδες πριν, οι Σύμμαχοι είχαν ζητήσει ονομαστικά την απομάκρυνσή του, καθώς σύμφωνα με τον Compton Mackenzie, ήταν αυτός που τους προκαλούσε τα περισσότερα εμπόδια στις δραστηριότητές τους.

Ο δεύτερος ήταν ο Λοχαγός Κουλουμόπουλος παιδικός φίλος του Βασιλιά που απανθρακώθηκε κατά την διάσωση του και αναγνωρίστηκε από το καμένο σπαθί του και ο τρίτος ο αντισυνταγματάρχης Μηχανικού Δημήτριος Δελαπόρτας. Στις κηδείες τους δεν παρέστη ο Βασιλιάς που είχε τραυματιστεί αλλά η Βασίλισσα Σοφία που προσπάθησε να παρηγορήσει τις οικογένειες των νεκρών.[7] Δεκάδες στρατιώτες και ναύτες που συμμετείχαν στην κατάσβεση μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία είτε με κατάγματα είτε με εγκαύματα.

Όλη η έκταση γύρω από τα βασιλικά ανάκτορα αποτεφρώθηκε,  κάηκε ο στρατώνας των ανακτόρων, βοηθητικά κτίρια, το τηλεφωνικό κέντρο καθώς και το αυτοκίνητο εκστρατείας του Βασιλιά. Σώθηκε το κεντρικό κτήριο των ανακτόρων, το υπασπιστήριο, το περίπτερο της βασιλομήτορος Όλγας, μέρος του ξενοδοχείου και ο τάφος του Γεώργιου Α΄ τον οποίο οι στρατιώτες είχαν σκεπάσει εγκαίρως με χώμα. Το κεντρικό ανάκτορο και κάποια άλλα κτήρια σώθηκαν γιατί υπήρχαν δέντρα μη εύφλεκτα περιμετρικώς των κτηρίων.

Επίλογος

Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 σηματοδότησε το τέλος της χρυσής εποχής του δάσους του Τατοΐου, καθώς κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους, κάηκαν κατά εκατοντάδες τα ελάφια που ο Γεώργιος Α΄ είχε εισαγάγει από την Ουγγαρία, αλλά και σχεδόν όλο το παλιό ανάκτορο και πολλά βοηθητικά κτήρια. Το τραγικό συμβάν και οι νεκροί που θυσιάστηκαν, βύθισε στο πένθος την βασιλική οικογένεια, αλλά και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο που σε συνδυασμό με τις πιέσεις που δεχόταν από την Αντάντ, ένιωθε πλέον να δύει το άστρο του.

Οι αντιβενιζελικοί και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος πίστεψαν ότι η φωτιά ήταν εμπρησμός που έγινε από τις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες σε συνεργασία με βενιζελικούς πράκτορες. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος διαβεβαίωσε τον Ιταλό πρέσβη Μποσδάρι ότι η φωτιά ήταν εμπρησμός και ο οργανωτής της ήταν ένας Γάλλος μηχανικός, χωρίς πάντως να αποδειχθεί η να βρεθούν απτές ενδείξεις για κάτι τέτοιο.[8] Σύμφωνα με φήμες που κυκλοφόρησαν ευρέως, οι Αγγλικές μυστικές υπηρεσίες οργάνωσαν την δηλητηρίαση του Βασιλιά ταυτόχρονα με τον εμπρησμό της Δεκέλειας ώστε να μην καταφέρει να επιζήσει.[8] Πάντως σε μεταγενέστερη μαρτυρία του, ο Άγγλος επικεφαλής των Μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα Compton Mackenzie υποστήριξε ότι δεν υπήρξε ανάμειξη του ίδιου η των πρακτόρων του στην φωτιά που κατέκαψε το Τατόι.

Στις 24 Οκτωβρίου 1916 εκδόθηκε βούλευμα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών που ζήτησε να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες για το ζήτημα καθώς πιθανολογούσε ότι ήταν εμπρησμός. Οι έρευνες αυτές δεν έγιναν ποτέ λόγω των δραματικών γεγονότων που ακολούθησαν και της εκθρόνισης του Βασιλιά Κωνσταντίνου από τους Συμμάχους.

 

Ιωάννης Β. Δασκαρόλης

                                                                                 


 

                                                                  

 

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

 

" Άμα  ζήσω, θα τους γαμήσω.

Άμα πεθάνω ...θα μου κλάσουν τον πούτζον".


Στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας, η  Ζωΐτσα Ντιμισκή,  ανύπαντρη, έμεινε έγκυος και για αποφευχθεί το σκάνδαλο, έφτασε λένε στην Σκουληκαριά της Άρτας στο Μοναστήρι του 13ου αιώνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου έγινε καλόγρια και σ’ ένα  μισογκρεμισμένο σήμερα υπόγειο του εγκαταλειμμένου και  ερειπωμένου μοναστηριού, γέννησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη το 1782.    


Ατίθασος χαρακτήρας και παρορμητικός σαν τον Οδυσσέα και τον Παπαφλέσσα, μα πιο αθυρόστομος απ΄ όλους, ήταν ο Καραϊσκάκης. Ένας  λόγος ήταν, ότι από την πρώτη στιγμή της ζωής του βίωσε την απόρριψη της κοινωνίας σαν ο “γιός της καλογριάς”.

Στη λαμπρή και νικηφόρα πορεία του σαν στρατιωτικός αρχηγός, δυο στιγμές καταγράφηκαν πιο πολύ στη ζωή του σαν οι πιο αθυρόστομες, χωρίς να λείπουν πολλά ακόμη επεισόδια. Μια από τον ιστορικό Κασομούλη, όταν βρέθηκε στο Αιτωλικό στην εκκλησία της Παναγιάς την 1-4-1824 στο φαιδρό εκείνο Δικαστήριο που έστησε ο Μαυροκορδάτος για να τον βγάλει από την μέση με συκοφαντία.  Να ένα μικρό μέρος του διαλόγου:

Επίτροπος Μεγαπάνος: Βρε Καραϊσκάκη, ξέρουμε όπου λέγεις όλο λόγια, γιατί τα λες έτσι;

Καραϊσκάκης;  Το έχω χούι , κύριε Πάνο.

Μεγαπάνος: Μα είσαι 50 χρόνων (42 ήταν)

Καραϊσκάκης:  Δεν μπορώ να το κόψω Κυρ Πάνο. Κι εσύ είσαι 80 χρόνων αλλά το χούι να γαμής δεν το αφήνεις.

Όλοι έβαλαν τα γέλια και ορισμένοι πήγαν να λιποθυμήσουν,όπως και εγώ, λέει ο Κασομούλης που περιγράφει τη σκηνή και τότε ήταν εχθρός του ακόμη, αλλά λίγο έπειτα έγινε ο μεγαλύτερος υποστηριχτής του.Έτσι λύθηκε την πρώτη μέρα η συνεδρίαση, εντός της Εκκλησιάς.

Το δεύτερο περιστατικό ήταν πριν την ύπουλη και θανάσιμη λαβωματιά του στην αψιμαχία του Φαλήρου την 22 Απριλίου 1827, με την ιστορικά αθυρόστομη απόκριση του στον Κιουταχή, δυο μέρες πριν την επικείμενη μάχη του Φαλήρου.


Πίσω από τη δολοφονία του, ήταν ο Μαυροκορδάτος, ηθικός αυτουργός που ανεβοκατέβαινε στα Εγγλέζικα καράβια, λέει ο Βλαχογιάννης, άλλα την δολοφονία την ανέλαβε μάλλον ο Κόχραν. Κάποιος πληρώθηκε βέβαια για να τον βγάλει απ' τη μέση. 

Γνωρίζω από πληγές αλλά δεν με μέλλει.Βαστάτε μόνο τα ταμπούρια…»  είπε στον Χατζηχρήστο και τον Γρίβα που έτρεξαν κοντά του. Μεταφέρθηκε στο καράβι των Βρετανών στο Φάληρο που αποτελούσε το στρατηγείο της μάχης και από εκεί βγήκε πεθαμένος. Συνέπεια του θανάτου του, ήταν η πανωλεθρία των Ελλήνων στον Ανάλατο και στο Φάληρο, με στρατιωτικούς αρχηγούς τους δυο τυχοδιώκτες Άγγλους, Κόχραν και Τσώρτς που είχαν αναγνωριστεί αρχηγοί υπό την πίεση των δανείων. Η  καριέρα του στον κύριο επαναστατικό αγώνα, ξεκίνησε και έκλεισε με δυο σφαίρες στα αχαμνά, μόνο που η δεύτερη ήταν θανατηφόρα, ίσως γιατί προέρχονταν από όπλο προδοτικό, που γνώριζε καλύτερο σημάδι. Διαδόθηκε ότι η σωρός του θα μεταφερθεί στον Πόρο που ήταν μακριά, σκόπιμα για να μην παρευρεθούν οι λοιποί οπλαρχηγοί, αλλά μεταφέρθηκε και θάφτηκε στον Άγιο Δημήτρη Σαλαμίνας, δεξιά από τη πόρτα του συγκλονιστικού αυτού ναού, μέσα σε γενικό θρήνο όλου του νησιού, που λίγο αργότερα έγινε πανεθνικός. Πάνω από τον Τάφο του, είναι χαραγμένο ένα λαϊκό επίγραμμα.

Παιδιά να νταγιαντίσετε

Να γίνετε ένα σώμα

Να μη χαθεί η πατρίδα μας

Την πάρτε στο λαιμό σας

Εγώ Πάω στη Κούλουρη

Πάω στον Αϊ Δημήτρη

Πούναι παντοτινός γιατρός

Αυτός θα με γιατρέψει. 

Η πατρίδα δεν χάθηκε ως τα σήμερα. Περπάτησε όπως-όπως, άλλοτε μπουσουλώντας, άλλοτε κουτσαίνοντας. Στις μέρες μας όμως, κινδυνεύει θανάσιμα. Έχει χτυπηθεί από την ίδια σφαίρα που κτύπησε τον Καραϊσκάκη και κινδυνεύει να πεθάνει, χωρίς κηδεία, διπλωμένη στο πλαστικό σεντόνι του κορωνοϊού, με τα τούρκικα καράβια να έχουν φτάσει ως την Κρήτη, την Εύβοια και  σε λίγο ως τη Σαλαμίνα.

 

                        Πηγή: Το είδωλο της γης μου 

                                                          


Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

 

Μέρος  Γ΄

Ακολουθούν αποσπάσματα από το ημερολόγιο του συνταξιδιώτη του Κόμη Peter Gamba (“A Narrative of Lord Byron’s Last Journey to Greece. Extracted from the journal of Count Peter Gamba” published 1825) «Μια αφήγηση του τελευταίου ταξιδιού του Λόρδου Μπάιρον στην Ελλάδα» (μετάφραση: Τηλέμαχος Μπεριάτος) 

                                                 (Σημειώσεις και προσθήκη φωτο  leovard.blogspot.com)

(Το ταξίδι)

«...Αναχωρήσαμε από το Λιβόρνο (Leghorn, Ιταλία) την 23η Ιουλίου (1823), με ευνοϊκό άνεμο και ευχάριστο καιρό. Παραπλεύσαμε τη νήσο Έλβα (Elba). Στο Λιβόρνο ο Λόρδος Μπάιρον είχε λάβει τον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του Las Casas: δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε που είχε στραφεί η συνομιλία μας για κάποιο διάστημα. Ο Λόρδος Μπάιρον ενδιαφέρθηκε πολύ για κάθε θέμα σχετιζόμενο με τον Ναπολέοντα. Κανείς άλλος δεν κατάλαβε καλύτερα τον χαρακτήρα και τη μεγαλοφυία αυτού του εξαιρετικού άνδρα. Πλεύσαμε κοντά στη νήσο Στρόμπολι (Stromboli) μια καθαρή νύχτα, αλλά ο Λόρδος Μπάιρον που δεν είχε δει ποτέ ηφαίστειο, δεν είχε την τύχη να δει μια έκρηξη. Μερικά φώτα εμφανίζονταν περιστασιακά στην βουνοπλαγιά, τα οποία πρόθυμοι αρχικά να τα αποδώσουμε στην ηφαιστειακή δραστηριότητα, αναγκαστήκαμε να αναγνωρίσουμε ότι προέρχονταν από μερικά σπίτια.

Ήταν πρόθεση μας να πιάσουμε στη Μεσσήνη (Messina), αλλά εισερχόμενοι στα στενά, σηκώθηκε ζωηρός, ευνοϊκός άνεμος και ο Λόρδος Μπάιρον, ανυπόμονος να φτάσει στα Ιόνια Νησιά, έδειξε απρόθυμος να χάσει έστω και μια στιγμή. Αφήνοντας πίσω τα στενά, απολαύσαμε το υπέροχο θέαμα του όρους Αίτνα, εκείνη την ώρα καλυμμένο σε πυκνό σύννεφο καπνού.

Στις 2 Αυγούστου φτάσαμε ανάμεσα στην Ζάκυνθο (Zante) και την Κεφαλονιά (Cephalonia). Ο άνεμος μας έσπρωχνε μακριά από την Ζάκυνθο - παρ 'όλα αυτά επιχειρήσαμε να τραβήξουμε για Κεφαλονιά, αλλά δεν το κατορθώσαμε μέχρι το επόμενο πρωί. Ο Λόρδος προτίμησε να αποβιβαστεί εκεί λόγω των γνωστών φιλελεύθερων αισθημάτων του Διοικητή. Τίποτα δεν συνέβη κατά την διάρκεια του ταξιδιού μας. Ο Λόρδος Μπάιρον απολάμβανε εξαιρετική υγεία και ήταν πάντα σε καλή διάθεση. Γενικά παρέμενε στο κατάστρωμα και καθώς ποτέ δεν ξεντυνόταν για να ξαπλώσει, συχνά σηκωνόταν τη νύχτα. Έπαιρνε τα γεύματα του στο κατάστρωμα. Φρούτα, τυρί και λαχανικά, αρκεί να διατηρούνταν φρέσκα, αποτελούσαν την διατροφή του. Διάβαζε και συζητούσε πολύ. Ήμασταν όλοι πρόσχαροι. Η παρουσία του Ιόνιου τυχοδιώκτη και μόνο μας έδινε αιτία για ανησυχία. Ο γερόλυκος καπετάνιος Scott, ένας απλός έντιμος ναυτικός, συχνά διασκέδαζε τον Λόρδο Μπάιρον με τις γραφικές του παρατηρήσεις.

(Άφιξη στην Κεφαλονιά, συναντώντας τον Νάπιερ)

Το πρωί της 3ης Αυγούστου ρίξαμε άγκυρα στο Αργοστόλι, το κύριο λιμάνι της Κεφαλονιάς.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Λόρδος Μπάιρον πήγε στα Ιόνια Νησιά έντονα προκατειλημμένος ενάντια στον Sir Thomas Maitland και την διακυβέρνηση του, την οποία θεωρούσε εχθρική για τον ελληνικό σκοπό, παρά το γεγονός ότι η ευνοϊκή αλλαγή που είχε λάβει χώρα στα αισθήματα του Αγγλικού υπουργικού συμβουλίου ήταν πιθανό να παράγει μια παρόμοια αλλαγή και  στα αισθήματα της κυβέρνησης των Ιονίων. Αναμφίβολα η άφιξη του στα Ιόνια Νησιά, σε μια τέτοια αποστολή, δεν μπορούσε παρά να είναι ενοχλητική εξίσου για τους κυβερνήτες και για αυτόν. Για αυτούς τους  λόγους αποφάσισε να διατηρήσει μια συμπεριφορά ανίκανη να διεγείρει κάθε υποψία.

Ο επιτόπιος διοικητής συνταγματάρχης Napier, απουσίαζε από το νησί. Είχε συνοδεύσει τον στρατηγό Adam και τον ναύαρχο Moore σε μια διάσκεψη με τον Captain Pacha (πιθανά ο Kapudan Pasha, δηλαδή ο Αρχιναύαρχος) σχετικά με ορισμένες παραβάσεις, εκ μέρους των Τούρκων, της ουδετερότητας των Ιονίων Νήσων.

Οι πρώτες πληροφορίες σχετικά με την Ελλάδα ήρθαν από τον Αρχηγό της Λιμενικής Αρχής, έναν Κεφαλονίτη - λίγη αλήθεια και πολλή υπερηφάνεια. «Οι Έλληνες», είπε, «τώρα ενωμένοι, δεν θα δεχθούν επίθεση – όχι, θα επιτεθούν: ο τουρκικός στόλος βρίσκεται σε αυτές τις θάλασσες, αλλά ο στόλος της Ελλάδας αναμένεται από μέρα σε μέρα και θα τις καθαρίσει και θα τους καταστρέψει». Λίγο αργότερα, ο κύριος Kennedy, γραμματέας της κυβέρνησης, ήρθε στο πλοίο και είπε τα πράγματα πολύ διαφορετικά. Λίγα ήταν γνωστά μας πληροφόρησε, για τις εσωτερικές ανησυχίες της Ελλάδας. Και οι δύο πλευρές φέρονταν νωχελικά, μια περίσταση κάπως υπέρ των Ελλήνων, αλλά αυτό έτεινε να προκαλέσει διαφωνία, η οποία κέρδιζε έδαφος. Οι Τούρκοι είχαν κατοχή της θάλασσας, και οι Έλληνες βρίσκονταν αδρανείς στα λιμάνια της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών (Hydra, Spezzia, Ipsara).

Οι αξιωματικοί του 8ου Συντάγματος έδειξαν στον Λόρδο Μπάιρον κάθε ευγένεια, όπως και όλες οι αγγλικές αρχές του νησιού. Ο Λόρδος ήταν συνετός με την ευγένεια τους και δέχτηκε μια πρόσκληση να δειπνήσει στα διαμερίσματα τους - όχι μια ασήμαντη θυσία για τις Πυθαγόρειες συνήθειες του (σ.σ. ο Πυθαγόρας ήταν επίμονος χορτοφάγος). Μετά από δυο μέρες ο διοικητής επέστρεψε και του έδωσε κάθε προσοχή.

Οι πληροφορίες που λάβαμε από τον συνταγματάρχη Napier δεν μας έδωσαν πλήρη εικόνα για την κατάσταση στην Ελλάδα. Μια μεγάλη επιθυμία για δράση εμφανίστηκε και στις δύο πλευρές και μια ατυχής τάση για να καταπιεστούν οι διαφωνίες. Εν τω μεταξύ αναφέρθηκε ότι ο κ. Blaquiere είχε επιστρέψει στην Κέρκυρα και ότι ο διάσημος Μάρκος Μπότσαρης, στον οποίο μας συνιστούσαν ιδιαίτερα, βρισκόταν στο Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Μπάιρον πριν γίνει έστω και ένα βήμα, έκρινε συνετό να αποστείλει δύο αγγελιοφόρους, έναν στην Κέρκυρα (Corfu), άλλον στο Μεσολόγγι (Missolonghi), για να συλλέξουν κάθε δυνατή πληροφορία στον Μοριά.

(Επίσκεψη στην Ιθάκη)

Ενώ περιμέναμε απαντήσεις κάναμε ένα ταξίδι διασχίζοντας το νησί της Κεφαλονιάς, στην Ιθάκη (Ithaca), αφήνοντας τους περισσότερους υπηρέτες και όλα τα υπόλοιπα στο πλοίο. Την πρώτη μέρα φτάσαμε στην Αγία Ευφημία (St. Euphemia), ένα από τα κύρια λιμάνια του νησιού στην πλευρά προς την Ιθάκη[1]. Ένας Άγγλος δικαστής, ο οποίος διέμενε εκεί, μας προσέφερε ευγενικά τη φιλοξενία του. Αλλά παρά το ταξίδι έξι ωρών σε μουλάρια κάτω από έναν καυτό ήλιο και σε σχεδόν αδιάβατους δρόμους, ο Λόρδος Μπάιρον ήταν αποφασισμένος να μεταβεί στην Ιθάκη την ίδια μέρα. Διασχίσαμε το στενό μεταξύ των δύο νησιών με μια ανοικτή λέμβο με τέσσερα κουπιά. Η εποχή, η ώρα της ημέρας και η υπέροχη θέα των γύρω ακτών, κατέστησαν την περιήγηση μας ευχάριστη. Οι βαρκάρηδες μας αποβίβασαν στην Ιθάκη.

Πλησίαζε πλέον το ηλιοβασίλεμα: η πόλη το Βαθύ (Vathi) ήταν πάνω από έξι μίλια μακριά μετά από έναν λοφώδη δρόμο: ήμασταν οκτώ μαζί, με κάποιες αποσκευές και αρκετά κουρασμένοι: κανένα σπίτι, κανένα σημάδι ανθρώπου δεν φαινόταν. Ο Λόρδος Μπάιρον πρότεινε να περάσουμε τη νύχτα σε κάποια από τις πολλές σπηλιές στην ακτή. Αναζωογονηθήκαμε με μερικά ώριμα σταφύλια που φύονταν στον λόφο. Οι ρομαντικές περιπέτειες δεν φαίνονταν δυσάρεστες σε κανέναν από εμάς, αλλά έπρεπε να ανησυχούμε μήπως ο νυχτερινός αέρας μπορεί να βλάψει την υγεία του Λόρδου Μπάιρον, για τον λόγο αυτόν ο κύριος Hamilton Browne και εγώ ανεβήκαμε στον λόφο, ενώ οι άλλοι έκαναν μπάνιο. Μετά από πεζοπορία μιας ώρας ανακαλύψαμε ένα σπίτι σε μια εσοχή, περιβαλλόμενο από δέντρα. Ένα αγόρι στεκόταν μπροστά στην πόρτα, το οποίο από την εμφάνιση και τα ρούχα του δεν φαινόταν χωρικός. Ο κ. Browne το ρώτησε στα ελληνικά αν ήταν δυνατόν να βρει έναν οδηγό για την πόλη και κάποια μουλάρια; Ήταν ευχάριστη η έκπληξη μας να ακούσουμε μια απάντηση σε καλά Βενετσιάνικα, από μια γυναίκα μέσα από το σπίτι, ότι θα καλούσε αμέσως τον σύζυγο της που βρισκόταν στο χωράφι, και ότι σίγουρα θα μπορούσαμε να εφοδιαστούμε με ένα μουλάρι και έναν υπηρέτη. Έπειτα ήρθε έξω σε μας. Η ενδυμασία της αν και φθαρμένη από τα χρόνια και την φροντίδα του σπιτιού, δεν ήταν δυσάρεστη. Ο σύζυγος της στο παρελθόν είχε υπάρξει έμπορος στην Τεργέστη (Trieste, σήμερα Ιταλία), το σπίτι και μια μικρή έκταση γης, την οποία καλλιεργούσαν, παρέμεινε σε αυτούς μετά τον χαμό της περιουσίας τους. Ο σύζυγος εμφανίστηκε και αν και ήμασταν ανίδεοι, δεν μας πρόσφερε μόνο το μουλάρι και τον υπηρέτη αλλά κάθε φιλοξενία που μπορούσε να αντέξει το σπίτι του. Με τον δρόμο προς την πόλη να είναι μακρύς και απότομος και χωρίς να υπάρχουν άλλα μουλάρια, αποδεχτήκαμε με χαρά την ευγενική προσφορά και επιστρέφοντας βρήκαμε τον Λόρδο Μπάιρον να βγαίνει μόλις από το νερό. Αυτός αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει μουλάρι και περπάτησε στο σπίτι, μάλλον περισσότερο από μία ώρα μακριά.

Ο καλός οικοδεσπότης μας, ένας θερμός πατριώτης και πρώην πλούσιος έμπορος, μας διασκέδαζε για κάποια ώρα με απολογισμούς της ανδρείας των Ελλήνων, ανταγωνιζόμενοι όπως είπε, τη δόξα των προγόνων τους. Μας είπε επίσης την ιστορία των ατυχιών που τον έφεραν σε αυτήν την μοναξιά. Άπλωσε μπροστά μας κάτι εξαιρετικά σταφύλια, διάφορες ποικιλίες, πλέον άλλων φρούτων, και κρασί. Ήταν μια από αυτές τις υπέροχα δροσερές νύχτες που σε τέτοια κλίματα, μας ξεπληρώνουν πλήρως για την ζέστη της ημέρας. Από τη μια πλευρά ήταν δυο ψηλά βουνά, από την άλλη η κατηφοριά του λόφου που οδηγούσε στην ακτή όπου είχαμε αποβιβαστεί. Στην κορυφή ενός από τα βουνά, η παράδοση τοποθετεί το κάστρο που φτιάχτηκε από τον Οδυσσέα και στην πλαγιά μια σπηλιά, εκεί που κατέθεσε τα δώρα των Φαιάκων. Ο οικοδεσπότης μας, ο οποίος είχε πίστη στην πολυμάθεια του, μας έβαλε να πληρώσουμε μηδαμινά για τη φιλοξενία του, υποχρεώνοντας μας να ακούσουμε τις μακρές αρχαιολογικές μελέτες του. Ο Λόρδος Μπάιρον, ο οποίος ευχαριστιόταν περισσότερο τις ομορφιές της φύσης απ’ ότι την εκμαθημένη γνώση, κάθισε έξω μέχρι αργά μιλώντας πολύ για τα προηγούμενα ταξίδια του στην Ελλάδα και για την πραγματική ευτυχία που ένιωθε μέσα σε ένα τόσο υπέροχο τοπίο. Όλοι κοιμηθήκαμε σε ένα μικρό δωμάτιο τυλιγμένοι στους μανδύες μας. Και το πρωί ο κ. Browne εκκίνησε νωρίς για το Βαθύ με μια επιστολή που είχε ο Λόρδος Μπάιρον για τον διοικητή, λοχαγό Knox, ο οποίος έστειλε αμέσως το σκάφος του στην πλησιέστερη ακτή, με μουλάρια, οδηγούς και τα λοιπά. Ένας αξιωματικός, ο οποίος διοικούσε ένα απόσπασμα στην Ιθάκη, ήρθε με τον κ. Browne. Ο Λόρδος Μπάιρον ανέβηκε στο σπήλαιο, αλλά το απόκρημνο έδαφος και το ύψος τον εμπόδισε να φτάσει στα ερείπια του κάστρου. Εγώ ο ίδιος αντιμετώπισα σημαντική δυσκολία να το κατορθώσω. Ο Λόρδος Μπάιρον κάθισε διαβάζοντας στο σπήλαιο, αλλά αποκοιμήθηκε. Τον ξύπνησα κατά την επιστροφή μου και είπε ότι είχα διακόψει τα πιο ευχάριστα όνειρα που είχε ποτέ στη ζωή του. Φτάσαμε στο Βαθύ το απόγευμα. Ο λοχαγός Knox και η αξιαγάπητη κυρία του μας έδειξαν την πιο ευγενική προσοχή.

                                                                                              Το Βαθύ από τη Μονή Καθαρών 

Την επόμενη μέρα ο λοχαγός Knox μας συνόδευσε στην Αρεθούσα Κρήνη (fountain of Arethusa), στην οποία αποδίδονται πολλές κλασσικές παραδόσεις, αλλά τις αφήσαμε στους πολυμαθείς και βρήκαμε τις αξεθώριαστες ομορφιές της φύσης επαρκώς ελκυστικές. Μείναμε μερικές ώρες και δειπνήσαμε εκεί. Τις άλλες μέρες επισκεφθήκαμε διαφορετικά μέρη του νησιού[2] και ιδιαίτερα ένα μέρος που υπάρχουν μερικά ερείπια, τα οποία είναι γνωστά με το όνομα «Σχολή Ομήρου» (School of Homer). Βρήκαμε εκεί πρόσφυγα έναν παλιό επίσκοπο, τον οποίο ο Λόρδος Μπάιρον δέκα χρόνια πριν γνώρισε στην Λιβαδειά. Είχε την μεγάλη χαρά να τον ρωτήσει για τη μοίρα εκείνων που θυμόταν στο παρελθόν στην Ελλάδα. Ονόματα και περιστάσεις ήταν τόσο φρέσκα στη μνήμη του, που ο παλιός καλός επίσκοπος μπορούσε με δυσκολία να τον παρακολουθήσει. Κάποιοι είχαν διακριθεί στην παρούσα επανάσταση, άλλοι ήταν νεκροί ή βυθίστηκαν στην καταστροφή και στον κίνδυνο.

Η πρώτη ευκαιρία να επιδείξει τα καλοπροαίρετα συναισθήματα του προς τα θύματα της βαρβαρότητας και της τυραννίας, στον παρόντα ένδοξο αγώνα, συνέβη στην Ιθάκη. Πολλές φτωχές οικογένειες είχαν καταφύγει εκεί από την Χίο (Scio), την Πάτρα (Patras) και άλλα μέρη της Ελλάδας. Ο Λόρδος Μπάιρον έδωσε τρεις χιλιάδες πιάστρα στον διοικητή για την ανακούφισή τους και προσκάλεσε μια οικογένεια, κάποτε πλούσια στην Πάτρα αλλά τώρα καταποντισμένη στη μεγαλύτερη δυστυχία, να περάσει στην Κεφαλονιά, όπου τους παρείχε ένα σπίτι και τους απέδιδε ένα μηνιαίο επίδομα.

(Επιστροφή στην Κεφαλονιά)

Σε λίγες μέρες επιστρέψαμε στην Κεφαλονιά. Σταματήσαμε ξανά στον καλό οικοδεσπότη μας και αφού δειπνήσαμε στην Αγία Ευφημία, περάσαμε τη νύχτα στη Σάμο (Samo, Σάμη) σε ένα παλιό μοναστήρι, στην κορυφή ενός βουνού στην απέναντι πλευρά του κόλπου[3]. Το επόμενο απόγευμα στις πέντε, φτάσαμε στο Αργοστόλι και επιβιβαστήκαμε στον «Ηρακλή» (σ.σ. το πλοίο με το οποίο ταξίδεψαν και στο οποίο διέμεναν). Λείπαμε για οκτώ μέρες ταξιδεύοντας γενικά από τις εννέα το πρωί έως τις τέσσερις ή πέντε το απόγευμα και αυτή την εποχή και το κλίμα, κάτω από έναν καυτό ήλιο. Ο Λόρδος Μπάιρον δεν είχε ποτέ καλύτερη υγεία ή ηθικό και πεισθήκαμε ότι η έντονη άσκηση, ακόμη και η κόπωση, συνέβαλαν στην υγεία του μυαλού και του σώματος του...

(Στα Μεταξάτα)

...Ήταν τώρα η 6η Σεπτεμβρίου. Μέχρι τώρα ο Λόρδος Μπάιρον διέμενε στον «Ηρακλή» εκτός από το βράδυ, όταν πήγαινε τη συνηθισμένη βόλτα του. Ο διοικητής συνταγματάρχης Napier, τον ικέτευε συχνά να κατοικεί μαζί του, αλλά αυτός δεν ήθελε να ζει στην πόλη. Μεταξύ άλλων φοβόταν μήπως εμπλέξει τις τοπικές αγγλικές αρχές με την κυβέρνηση, των οποίων η διάθεση δεν ήταν ακόμη γνωστή. Αποσυρθήκαμε σε ένα χωριό που ονομάζεται Μεταξάτα, σε ένα ευχάριστο σημείο και με υπέροχο τοπίο[4]. Μείναμε ένα μήνα σε αυτό το χωριό, χωρίς επιστολές από τους κυρίους Browne και Trelawny, αλλά δεν ήμασταν αδρανείς, ούτε χωρίς μέσα ενημέρωσης. Μόλις έγινε γνωστό ότι ένας Άγγλος ευγενής μεγάλης φήμης και - αυτό που λειτούργησε έντονα στη φαντασία των Ελλήνων -μεγάλου πλούτου,-εντύπωση μεγεθυμένη παρά τις προσπάθειες του να τους διαλύσει τις αμφιβολίες - ήταν στην Κεφαλονιά, είναι ευκολότερο να κατανοήσουμε παρά να συσχετίσουμε τα διάφορα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να τον προσεταιρίσουν στη μια ή στην άλλη φατρία: γράμματα, αγγελιοφόροι, ίντριγκες και αλληλοκατηγορίες-κάθε φατρία είχε τους πράκτορές της, ασκώντας κάθε τέχνη για να υποβιβάσει τον αντίπαλο της. Ο πιο αδιάφορος πατριωτισμός και κάθε καλύτερο αίσθημα, ήταν στο πλευρό του Λόρδου Μπάιρον. Ασχολήθηκε με την ανακάλυψη της αλήθειας κρυμμένη όπως ήταν κάτω από αυτές τις ίντριγκες, και διασκέδασε τον εαυτό του με την επιχειρηματολογία του προς τους αντιπροσώπους των διαφορετικών φατριών...

...Συχνά έλεγε ότι δεν θα παραιτούνταν ποτέ από την αποφασιστικότητα του, εκτός κι αν οι ίδιοι οι Έλληνες τον εκδίωκαν. «Εάν...», αναφώνησε, «...η Ελλάδα καταρρεύσει, θα θάψω τον εαυτό μου στα ερείπια! Αν εδραιώσει την ανεξαρτησία της, θα φτιάξω το σπίτι μου μου σε κάποιο μέρος - ίσως στην Αττική, όπου κάποτε πέρασα επτά μήνες». Ξεκίνησε ένα ημερολόγιο, αλλά δεν το συνέχιζε τακτικά. Δεν έγραφε τίποτε άλλο παρά επιστολές. «Η ποίηση...» είπε, «...πρέπει να καταλαμβάνει μόνο τον αδρανή. Σε πιο σοβαρές υποθέσεις θα ήταν γελοία.» - γράφοντας σε αυτόν, είπε ότι είχε ακούσει πως «αντί να επιδιώκει ηρωικές και πολεμικές περιπέτειες έμενε σε μια ευχάριστη βίλα, συνεχίζοντας τον Don Juan (σ.σ. ένα ποίημα του)». Αυτό τον προσέβαλε για μια στιγμή, και τον λύπησε που είχε σχηματιστεί για αυτόν αυτή η άποψη...  

(Πλέοντας προς το Μεσολόγγι)

...Ήταν τώρα 26 Δεκεμβρίου. Ένα σκάφος μισθώθηκε για ένα μέρος των αποσκευών, ένα ελαφρύ, ταχύ σκάφος τύπου mistico (σ.σ. δικάταρτο φορτηγό ιστιοφόρο) για τον Λόρδο Μπάιρον και την παρέα του, και ένα μεγαλύτερο σκάφος για τις υπόλοιπες αποσκευές, άλογα κ.τ.λ. Σε λιγότερες από δώδεκα ώρες όλα ήταν έτοιμα και ήμασταν στο πλοίο, αλλά αντίθετοι άνεμοι μας κράτησαν για δύο ημέρες. Ο Λόρδος Μπάιρον έμενε με τον τραπεζίτη του κ. Hancock και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας συντροφιά με τις αγγλικές αρχές του νησιού. Με τον άνεμο να γίνεται κατάλληλος, στις 28 Δεκεμβρίου στις 3 μ.μ. αναχωρήσαμε αυτός στο mistico, εγώ στο μεγαλύτερο σκάφος. Στις 29 του μήνα το πρωί, ήμασταν στην Ζάκυνθο. Περάσαμε την ημέρα με συναλλαγές με τον κ. Barff και στείλαμε στο πλοίο ένα σημαντικό χρηματικό ποσό...              

                                                                                             Υποδοχή του Βύρωνα στο Μεσολόγγι

..Στις 4 Ιανουαρίου(π.ημ) το μεσημέρι φτάσαμε στο λιμάνι του Μεσολογγίου[5], το οποίο βρίσκεται αρκετά μίλια από την πόλη, λόγω των αβαθών. Πέντε σπετσιώτικα πολεμικά μπρίκια αγκυροβολημένα μας χαιρέτησαν με αρκετούς κανονιοβολισμούς και ξεκίνησα να φτάσω στο Μεσολόγγι με μια σπετσιώτικη βάρκα. Ο θαυμασμός και η χαρά όλης της πόλης που με είδε ασφαλή, ήταν ανεξάντλητα: αλλά πόσο μεγαλύτερη ήταν η έκπληξη μου όταν άκουσα ότι ο Λόρδος Μπάιρον δεν έφτασε, αλλά αναμενόταν από τον Αστακό (σ.σ. αναφέρεται ως Δραγομέστρι, Dragomestri). Το πρωί της 5ης Ιανουαρίου πληροφορηθήκαμε ότι είχε περάσει τη νύχτα στο πλοίο του, στο λιμάνι. Στις 11 η ώρα το πρωί έφτασε στο Μεσολόγγι...»   

Πηγές:

 1. “Cephalonia Journal, 1823-1824” George Gordon Byron, June 19th – December 7th 1823

2.Συλλογή γραπτών του Λόρδου Βύρωνα με επιμέλεια του Peter Cochran (“Byron’s writings in Greece, 1823-4 edited by Peter Cochran”)

3. “Lord Byron’s Last Journey to Greece” extracted from the journal of Count Peter Gamba, 1825




[1] Στη Αγία Ευφημία έφτασαν νωρίς το απόγευμα. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης, οι περισσότεροι ευκατάστατοι νοικοκυραίοι, τους υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και ζήτησαν από τον Βύρωνα να παραμένει το βράδυ για φιλοξενία. Αυτός όμως ανυπόμονος να φτάσει όσο το γρηγορότερο στην Ιθάκη, επιβιβάστηκε με την συνοδεία του σε δυο τετράκωπους λέμβους και έφτασε το ηλιοβασίλεμα σχεδόν στον λιμανάκι του Πισαετού. Κατά την επιστροφή όμως στην Αγία Ευφημία η συνοδεία παρέμεινε περισσότερες ώρες, όπου έλαβε μέρος γεύμα στην πλατεία.  

[2] Στην περιοδεία του Βύρωνα στην Ιθάκη αναφέρεται και ο Άγγλος Εδουάρδος Τρελώνυ (Trelawny) που συνόδευε τον Λόρδο, ο οποίος είναι πολύ αποκαλυπτικός στην περιγραφή της επίσκεψης του Βύρωνα στη Μονή Καθαρών σε συνέντευξη, στον Έλληνα συγγραφέα Στέφανο Ξένο στο Λονδίνο, το 1861 που δημοσιεύτηκε σε άρθρο με τίτλο «Αναμνήσεις της Ελληνικής Επανάστασης». Ο Trelawny παίζει βασικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επανάστασης και συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο της ανεξαρτησίας παράλληλα με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, του οποίου την αδερφή παντρεύτηκε.

Η ανάβαση στη Μονή περιγράφεται δύσκολη, με τη χρησιμοποίηση μουλαριών. Η διάθεση του Βύρωνα δεν ήταν καλή, όταν έφτασαν στο μοναστήρι αργά, μόλις άρχιζε να βραδιάζει. Ο ηγούμενος με τους μοναχούς, υποδέχτηκε τους ταξιδιώτες αναφωνών: ‘"Ζήτω ο Μυλόρδος Εγγλέζος" και έπειτα άρχισαν να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη». Ο Λόρδος που ήταν ήδη κουρασμένος και κακόκεφος, άρχισε να νοιώθει ακόμη χειρότερα. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε όταν άρχισε η λειτουργία προς τιμή του και η μακροσκελής ομιλία του ηγουμένου την οποία δεν την καταλάμβαναν οι περισσότεροι. Τότε τα νεύρα του Βύρωνα άρχισαν να ερεθίζονται έτι περισσότερο, ώσπου βγήκε έξω από την εκκλησία, προκαλώντας τον ηγούμενο που μονολόγησε στα ιταλικά: "Ο καημένος είναι τρελός". Τελικά η λειτουργία συντομεύτηκε, επακολούθησε δείπνο αξιόλογο και αποσύρθηκαν για ύπνο. Την επομένη, όλα είχαν ξεχαστεί, ιδίως όταν ο Βύρων έδωσε μια σεβαστή συνδρομή στο φιλόπτωχο ταμείο της Μονής.      

[3] Πρόκειται μάλλον για το Μοναστήρι των Αγίων Φανέντων. Αλλά κατ' άλλον ερευνητή,  κατέλυσαν στη Μονή της Παναγιάς στα Αγρίλια, όπου έλαβε μέρος και το επεισόδιο που αναφέρει ο Trelawny που το τοποθετεί στη Μονή Καθαρών της Ιθάκης. 

[4] Στο χωριό Μεταξάτα, στην κεντρική πλατεία του χωριού, υπάρχει προτομή του και εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα αφιερωμένη στον Βύρωνα, ο οποίος κατά την εδώ παραμονή του, δεν φαίνεται πιθανόν, να έγραψε ή να συμπλήρωσε κάποιο από τα ποιήματά του.

[5] Ο Βύρωνας επισκέφτηκε πρώτη φορά το Μεσολόγγι το 1809 με τον Hobhouse, όπου έμεινε εδώ για τρεις μέρες. Ξαναγύρισε τον Ιανουάριο του 1824  όπου έζησε ως τον θάνατό του.

 

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις