Σελίδες

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

 

 Οι πρώτοι Μαυραγορίτες της Κατοχής 

 

 «Οι πρώτοι Μαυραγορίτες της Κατοχής ξεκίνησαν το «βρώμικο έργο» τους από τους στρατιώτες που επέστρεφαν από τον πόλεμο της Αλβανίας»

Ο πατέρας μου, Νικόλαος Μωραΐτης που υπηρέτησε στο Πυροβολικό, ήταν ένας εκ των μαχητών του Έπους της Αλβανίας. Δεδομένου ότι είχαν σκοτωθεί τότε στο Αλβανικό Μέτωπο όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί του λόχου, ανέλαβε λοχαγός ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος (Έφεδρος ανθυπολοχαγός και μετέπειτα Υπουργός).

Μετά το πέρας των μαχών, την ημέρα της παράδοσης του οπλισμού στους Ιταλούς κατακτητές, η οποία διετελέσθη στο ιστορικό Καλπάκι των Ιωαννίνων, ο λοχαγός Γιαννόπουλος είχε φροντίσει να αγοράσει σημαίες και να εκδώσει έγγραφα για το πού και πότε σκοτώθηκαν, καθώς και για τα μέρη που βρίσκονταν θαμμένοι οι νεκροί Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και άλλοι Έλληνες στρατιώτες.

Είχαν απομείνει στο λόχο ζωντανοί, μόλις 58.

Ανάμεσά τους και ο πατέρας μου..

Θυμάμαι τα λόγια του:

«Μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις του λοχαγού Γιαννόπουλου, ο ίδιος κατόρθωσε να μας εξασφαλίσει εκτός από την παράδοση των όπλων μας και των παλιών ρούχων που φορούσαμε, από μία ξιφολόγχη, ένα κράνος, τα ρούχα και τα άρβυλα μας από τις παρελάσεις.. τα καινούρια.. ελάχιστες γαλέτες και λίγες κονσέρβες, προκειμένου να μην πεθάνουμε από την πείνα στο δρόμο της επιστροφής…

Ο Γιαννόπουλος-πριν την αποχώρησή μας από το Μέτωπο- μοίρασε τα χρήματα της μισθοδοσίας των νεκρών συναδέλφων, στους εν ζωή Στρατιώτες. Έκανε «προσκλητήριο πεσόντων» και αφού τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή, τραγουδήσαμε όλοι μαζί τον Εθνικό Ύμνο.. Στη συνέχεια, έδωσε από μία σημαία και το «έγγραφο» για κάθε νεκρό στρατιώτη, το οποίο θα έπρεπε να μεταφερθεί από εμάς, στις οικογένειες των αποθανόντων, για όσους από εμάς..τους ζωντανούς ήταν κοντά στο χωριό ή την πόλη τους έτσι ώστε να τα παραδώσουμε μετέπειτα στις οικογένειές τους..»

Αφού αποχαιρετήσαν, ένας-ένας τον λοχαγό, με δάκρυα στα μάτια ξεκίνησαν για το δρόμο της επιστροφής.

Έξι σαρακατσάνοι… τρεις Ντονταίοι από την Κίρκη Αλεξανδρούπολης, ο πατέρας μου, ένας Βουλγαρίδης και ένας Καλτσάς, οι οποίοι μετέπειτα μετεγκαταστάθηκαν στη Διαλαμπή Ροδόπης.

Τα τρόφιμα που είχαν μαζί τους, κράτησαν 5-6 μέρες.. Αργότερα προχωρούσαν νηστικοί. Μέχρι που έφτασαν σε ένα χωριό, έξω από τη Θεσσαλονίκη...

Εκεί, λοιπόν, για καλή τους τύχη (έτσι θεώρησαν), υπήρχαν τρία κάρα γεμάτα με ζεστά αχνιστά ψωμιά. Όλοι τότε οι επιζώντες Έλληνες στρατιώτες έτρεξαν με λαχτάρα να τα αγοράσουν, γιατί πράγματι είχαν τα χρήματα.

-«Πόσο κάνει ρε πατριώτη το ψωμί..;»

(Καμία απάντηση από τους μαυραγορίτες...)

Αντιθέτως, μας περιεργάζονταν από πάνω μέχρι κάτω σχολαστικά, έλεγε πάντα ο πατέρας μου.)

-«…Ρε παιδιά, Στρατιώτες είμαστε.. Έλληνες… πεινασμένοι… πόσο κάνει… έχουμε χρήματα να τα αγοράσουμε…»

Και η απάντηση δια στόματος Μαυραγοριτών, ήρθε:

-«Η Ελλάδα είναι υπό κατοχή!!! …δεν περνούν πλέον τα χρήματα… η δραχμή δεν έχει καμία αξία!!!»

- «Βρε παιδιά, Στρατιώτες είμαστε.. Έλληνες… Θα πεθάνουμε από την πείνα..»

- «Θα σας δώσουμε ένα ψωμί και θα μας δώσετε την καινούρια χλένη σας…»

- «….και πώς θα επιστρέψουμε πίσω ..θα πεθάνουμε από το κρύο..»

- «Θα σας δώσουμε και μία παλιά χλένη για να μην κρυώνετε…», αποκρίθηκαν.

Δίπλα στα κάρα με τα αχνιστά ψωμιά υπήρχαν στοίβες με σάπιες, ματωμένες, τρύπιες «χλένες» (στρατιωτικά παλτό), από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.

Οι Μαυραγορίτες, λοιπόν, τους έδωσαν από μία παλιά χλένη και ένα ψωμί και τους πήραν τις καινούργιες, για να τις πουλήσουν.

Ο πατέρας μου με τους συνοδοιπόρους Έλληνες Στρατιώτες συνέχισαν τον μακρύ δρόμο της επιστροφής, φορώντας τις σάπιες χλένες πια, κρατώντας όμως στα χέρια τους, το λιγοστό ψωμί που αντάλλαξαν μαζί τους οι μαυραγορίτες…

Καθώς πέρασαν μέρες ποδαρόδρομου και έφτασαν στη λίμνη Βόλβη, συνάντησαν ξανά στο δρόμο τους σε ένα χωριό, ίδια κάρα με αχνιστό ψωμί…

Πλησιάζουν ξανά, αποκαμωμένοι και φανερά ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι από την διαδρομή, για να πάρουν…

Όταν οι μαυραγορίτες διαπίστωσαν πως οι χλένες που φορούσαν οι στρατιώτες ήταν παλιές, τρύπιες και λιωμένες, με κομμάτια από τα μανίκια να φεύγουν, τους άρπαξαν τώρα τα καινούργια και ζεστά άρβυλα που τους είχαν απομείνει, για να τους δώσουν ένα κομμάτι ζεστό ψωμί και ένα ζευγάρι «γουρουνοτσάρουχα» σαπισμένα…

Εφόσον έφαγαν και αυτό το ψωμί, κίνησαν πάλι για την «Οδύσσεια της επιστροφής»…

Τα λιωμένα τσαρούχια που φορούσαν πια οι Έλληνες Στρατιώτες, διαλύονταν και άρχισαν να περπατούν, μόνο με τις κάλτσες...

Όταν έφθασαν δια κόπων και βασάνων στο «Λιοντάρι» του Στρυμόνα, για καλή τους τύχη, σταμάτησε ένα στρατιωτικό φορτηγάκι με καρότσα..

Οδηγός του μικρού οχήματος ήταν ένας Αξιωματικός των Συμμαχικών Δυνάμεων, ο οποίος με σπασμένα Ελληνικά τους ρώτησε:

-«Που πάτε παιδιά..;»

- «Στην Κομοτηνή…», απαντούν..

-«Μέχρι την Καβάλα θα σας πάω εγώ, για να παραδώσω..» (λέει με δική του πρωτοβουλία ο Γάλλος Αξιωματικός)

Ξεκίνησαν για την Καβάλα... Καθώς ήταν ταλαιπωρημένοι όμως από το περπάτημα ημερών και την αφαγία, στη διαδρομή και αφού είχαν επιβιβαστεί όλοι επάνω στην καρότσα του Γάλλου Αξιωματικού, «κρύωσαν»…

Το φορτηγάκι σταμάτησε έξω από την Καβάλα.

«Ως εδώ παιδιά», τους λέει ο Γάλλος..

Έβγαλαν τότε, οι Έλληνες Στρατιώτες τα λίγα χρήματα που είχαν, για να τον πληρώσουν…

Ο Γάλλος Αξιωματικός του συμμαχικού στρατού, που προσφέρθηκε να τους βοηθήσει, όχι μόνον δεν τους πήρε χρήματα για τη μεταφορά (σε αντίθεση με τους Μαυραγορίτες), αλλά βλέποντάς τους πεινασμένους, ρακένδυτους και ταλαιπωρημένους, τους προσέφερε γαλέτες και από ένα σωληνάριο με μαρμελάδα στον καθένα.

Μολις τα φάγανε όλα αυτά ξεκίνησαν και πάλι.

Τα σπίτια τους και οι δικοί τoυς άνθρωποι, τώρα ήταν πιο κοντά….

Δυστυχώς ο πατέρας μου, λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, έπεσε εξαντλημένος κάτω…

-«…Αφήστε με παιδιά εδώ.. και συνεχίστε εσείς.. τουλάχιστον να φτάσετε στα σπίτια σας και στις οικογένειές σας. Είμαστε πολύ κοντά πια..»

-«Τι λες βρε Νίκο, φάγαμε όλο τον πόλεμο της Αλβανίας και θα σε αφήσουμε εδώ να πεθάνεις..;»

Έκοψαν τότε δύο κλαριά «λούρα» από Πεύκο, και αφού έβγαλαν τις παλιοχλένες δημιούργησαν ένα αυτοσχέδιο φορείο, έβαλαν τον πατέρα μου στους ώμους και κάθε 100 βήματα, 5 σύντροφοι άλλαζαν εναλλάξ για την μεταφορά του, έτσι ώστε να ξεκουράζονται..

Καθώς έφτασαν στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πολυσίτου Ξάνθης, όπου υπήρχε μία «τουλούμπα», ξαπόστασαν για να πιουν νερό.. Ο πατέρας μου, ασθενής καθώς ήταν, προσπάθησε να κατέβει από το φορείο και έτσι χτύπησε σε μία βίδα από τις σιδηροδρομικές γραμμές.. Αφού άνοιξε η μύτη του, όμως, από το γερό χτύπημα, ξεκίνησε να ρέει μαύρο αίμα.

Τον σήκωσαν οι σύντροφοι και για να τον βοηθήσουν, τον έπλυναν και του έδωσαν νερό.

-«…Αίντε Νίκο, ξάπλωσε, φτάνουμε τώρα…λίγο έμεινε..»

-«…Είμαι καλά παιδιά πια …. μπορώ να περπατήσω τώρα..» και έτσι πέταξαν το φορείο στο σταθμό του Πολυσίτου.

Κάπως έτσι λοιπόν συνέχισαν και έφθασαν ως την Αναστασιούπολη.. Εκεί στους «Καλέδες» ένα τσομπανόσκυλο χίμηξε στην αγκαλιά του πατέρα μου, και έκανε τους συμπολεμιστές του να τρομάξουν..

-«Μη σκιάζεστε παιδιά …φτάσαμε, φτάσαμε!!! Είναι το σκυλί μας, από το κοπάδι μας..» , είπε... και τον πήραν τα κλάματα.

Από τη μυρωδιά, το τσοπανόσκυλό του πήγε να προϋπαντήσει το αφεντικό του...

Εκείνου που επέστρεψε από τον πόλεμο.

Εφόσον προχώρησαν περίπου δύο χιλιόμετρα ακόμη, ήρθε η ώρα του αποχωρισμού.

Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησαν τους τρεις Ντονταίους, οι οποίοι θα συνέχιζαν το δρόμο τους μέχρι την Κίρκη της Αλεξανδρούπολης, κι έτσι χώρισαν με τους τρεις συντρόφους.. Ο πατέρας μου, ο Καλτσάς και ο Βουλγαρίδης συνέχισαν μαζί για να φτάσουν στα κονάκια τους και να σμίξουν και πάλι με τις οικογένειές τους.

«Ίασμος (Περιοχή Τούμπα), 1941»

Ήταν «θαμπά»…δεν είχε ξημερώσει ακόμη..

Ο παππούς μου άρμεγε τα πρόβατα και τον βοηθούσε η θεία μου - 15 χρονών τότε- η Κωνστάντω...

Μόλις ο πατέρας μου παρουσιάστηκε μπρος στα έκπληκτα μάτια τους, έτρεξαν με δάκρυα χαράς στα μάτια να τον αγκαλιάσουν..

Είχε επιστρέψει από το Αλβανικό Μέτωπο. Ήταν ζωντανός!!!

Όμως μέσα σε αυτήν την αναμπουμπούλα και την χαρά της επιστροφής, ο παππούς συνειδητοποίησε ότι επέστρεψε μόνον ο ένας από τους δύο γιούς του, και σάστισε..

«..Άρχισε τα μοιρολόγια.. πού είναι ο Γιανάκς μ'…»

Ο πατέρας μου όμως, τον καθησύχασε και του εξήγησε πως είναι καλά. Ο θείος μου ο Γιάννης (αδερφός του), ο οποίος βρέθηκε στο ιστορικό Καλπάκι με τον πατέρα μου στο τέλος των μαχών, ήταν σε άλλη μονάδα Μεταγωγικών, κι έτσι ξεκίνησαν χώρια από το Αλβανικό Μέτωπο για την επιστροφή.

Διαβεβαίωσε έτσι τον παππού μου πως θα επιστρέψει σίγουρα πίσω και πως είναι ζωντανός.

-«..Όπου να ‘ναι πατέρα, μην ανησυχείς… σε μία δύο ώρες, θα έρθει και εκείνος πίσω.»

Ο Παππούς μου, τότε σε ένα «κακαβ'» πήρε να βράσει γάλα για τον πατέρα μου, ο οποίος κάθισε με την αδερφούλα του σε μια στοίβα μπάλες χορτάρι, που είχαν σκεπάσει με βελέντζες να ξεκουραστεί.. Η θεία μου δεν σταματούσε να τον ρωτάει για τον πόλεμο.

Ξαφνικά ο παππούς άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, καθώς βγήκε από την καλύβα, αφήνοντας απότομα την κατσαρόλα με το γάλα να χυθεί...Ο πατέρας μου ξαφνιάστηκε και φοβήθηκε, μήπως ο παππούς έπαθε κάτι και τους προσπέρασε.

Γύρισε λοιπόν να κοιτάξει... Και τότε είδε τον αδερφό του, τον Γιαννάκη να έρχεται..

Η επιστροφή του δεύτερου ζωντανού αδερφού, ήταν πια γεγονός.

Όταν συνήλθε ο παππούς είπε στην Θεία μου:

-«Σύρε σε όλα τα Καλύβια και πες σε όλους πως το βράδυ θα σφάξουμε δύο «γκουρμπάνια»…

Ήρθαν τα παιδιά μας από τον πόλεμο…»

Εκείνο το βράδυ που ξανάσμιξε η οικογένειά μας από τα δεινά του Πολέμου, γιορτάσανε όλοι μαζί, φίλοι και συγγενείς την επιστροφή των επιζώντων Ελλήνων Στρατιωτών από το Αλβανικό Μέτωπο.

https://www.facebook.com/SteliosMwraitis

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

 

Θεσσαλονίκη


Ἡ Σαλονίκη ποὺ ἔσβηνε μὲ τοῦ καιροῦ τὸ διάβα
-καντήλι ποὺ τρεμόφωτο γιὰ λάδι λαχταρᾷ-
ἀποβραδὶς κοιμήθηκε δυστυχισμένη, σκλάβα,
καὶ τὴν αὐγούλα ξύπνησεν ἀρχόντισσα, κυρά.

Τί νά 'βλεπε στὸν ὕπνο της, τί νά 'ταν τ' ὄνειρό της;
-Τὸν Ἁϊ-Δημήτρην ἔβλεπεν στ' ἄτι του τὸ γοργό,
ποὺ ροβολῶντας ἔκραζε μὲ τὴ φωνὴ τῆς νιότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ Λευτεριὰ εἷμ' ἐγώ!».

Κι ἄνοιξ' ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη μπροστὰ στὸν καβαλλάρη
καὶ μπῆκ' ἐκεῖνος κι ἔλαμψε σὰν τὸν αὐγερινὸ
κι ὑψώνοντας καὶ παίζοντας τ' ἀστραφτερὸ κοντάρι
ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλο τοῦ Ὀλύμπου τὸ βουνό.

Κι ἔστρἐψ' ἐκεῖ τὰ μάτια της ἡ σκλάβα ἡ πονεμένη
κι ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ Ὀλύμπου ἡ κορφὴ
κι εἶδε ἀπ' τὴ ράχη στὴν πλαγιὰ γοργὰ νὰ κατεβαίνῃ
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ ἥλιου ἡ ἀδελφή.

Ἡ κόμη της ἀνέμιζεν, ἰτιὰ χρυσοκλωνάτη,
τὰ στήθη της χιονόλευκα, τὰ μάτια γαλανά,
στό χέρι της τὴ φλογερὴ γυμνὴ ρομφαία ἐκράτει,
κι ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ' ἀπόμακρα βουνά.

Κατέβηκε καὶ διάβηκε τὴν διάπλατη τὴν πόρτα
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ ἥλιου ἡ ἀδελφή·
κι ὅπου πατοῦσε εὐώδιαζε καὶ τ' ἄνανθα τὰ χόρτα
ρόδα καὶ κρίνους ἄνθιζαν σὲ κάθε της στροφή.

Κι ἔπεσεν ἡ σκλάβα ταπεινὰ μπρὸς στὴν ὡραία Παρθένα
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κι ἐκείνη τὴν ἀνάγειρε μὲ χέρια ἀντρειωμένα
καὶ τὴν ἐσφιχταγκάλιασε μ' ἀτέλειωτο φιλί.

Καὶ τή στιγμὴ ποὺ σμίξανε γιὰ τὸ φιλὶ τὰ χείλια,
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τὰ σίδερα βαριά,
οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ' ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα τραγούδησαν το «χαῖρε Ἐλευθεριά!».

Κι ἡ σκλάβα ξύπνησε μὲ μιᾶς· πετιέται ἀπ' τὸ κρεβάτι,
τὰ ξαφνιασμένα μάτια της στὰ κάστρα της κολλᾷ.
Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρο, νά τη ἡ Παρθένα, νά τη!
ὄμορφη, γαλανόλευκη μὲ τὸ σταυρὸ ψηλά.

«Διάπλασις τῶν παίδων» Ἰω. Πολέμης

 

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

 

Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, ΘΕΕ ΜΟΥ!...

 

Ὅταν τριγῦρο βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,

 τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα τὰ φωτεινά,

τὴ θάλασσα, π’ ἀφρίζει κι ἁπλώνεται μεγάλη,

τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνὰ

καὶ τ’ ἄνθη, ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,

Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωκες τὰ μάτια.

 

Κι ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴν ἥσυχη ἀμμουδιὰ

κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμμένο ἀηδόνι

κι ὅταν ἀκούω τ’ ἀγέρι στοῦ δένδρου τὰ κλαδιὰ

 κι ὅταν ἀκούω ἀκόμη τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιώνη

καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά,

 Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωκες τ’ αὐτιά.

 

 Κι ὅταν στὸ δρόμο βρίσκω γέρο, τυφλό, ζητιᾶνο

ἢ κι ὀρφανὰ παιδάκια, ποὺ τρέμουν καὶ πεινοῦν,

καὶ σταματῶ μ’ ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη κάνω

κρυφὰ ἀπ’ τοὺς διαβάτες, ποὺ δίπλα μου περνοῦν,

κι εὐφραίνετ’ ἡ ψυχή μου κι ἀγάλλεται καὶ χαίρει,

Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ’δωκες τὸ χέρι.

 

Ἰωάννης Πολέμης

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

  

  Ένα αυτοφυές, ευ-φυές σχέδιο

Η Ομόνοια κιτρίνισε από το κακό της, ενώ ο  Κωστής γκαζ(ό)νει και μπαζώνει, τρώγοντας....ζαμπόνι 

ΣΗΜ: Το βίντεο δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα και δεν έχει σκοπό να παραβιάσει τα πνευματικά δικαιώματα κανενός ατόμου ή εταιρίας.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

 

Γέρων Νεκτάριος Βιτάλης

π. Νεκτάριος Βιτάλης: Όταν έμαθα ότι έχω Καρκίνο και οι γιατροί μου έδιναν δυόμιση μήνες ζωής και σε ηλικία περίπου 50 ετών, ετοίμασα τα άμφια μου και τον τάφο μου και επισκέφθηκα τον Γέροντα Σίμων να εξομολογηθώ, ο οποίος προφήτευσε πως όχι μόνο θα ζήσω πολλά χρόνια ακόμα, αλλά θα δοξασθεί ο Θεός μέσω του θαύματος του Αγίου Νεκταρίου που θα ακουστεί από άκρη σε άκρη! “Δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα… έχεις Έργο να κάνεις…”
O π. Νεκτάριος Βιτάλης, γνωστότατος στο Λαύριο για την δράση του και για την συμπαράστασή του στους φτωχούς της περιοχής και όχι μόνο.

Διηγείται ο π.Νεκτάριος Βιτάλης,

— ” Είχα προσβληθεί από σοβαρή μορφή καρκίνου. Το στήθος μου ήταν μια πληγή ανοικτή που έτρεχε αδιάκοπα αίμα και πύον. Από τους πόνους έσκιζα τις φανέλες μου. Κατάσταση τραγική, πήγαινα κατ΄ ευθείαν στον θάνατο. Να φαντασθείτε, είχα ετοιμάσει ακόμη και τα σάβανά μου…

Στις 26 Μαρτίου 1980 το πρωϊ, συζητώντας στο γραφείο μου στο υπόγειο του Ναού, μαζί με την νεωκόρο Σοφία Μπούρδου και την αγιογράφο Ελένη Κιτράκη άνοιξε ξαφνικά ή πόρτα και μπήκε ένα άγνωστό μου γεροντάκι. Είχε τα γένια του κατάλευκα, κοντός και με ελαφριά φαλάκρα. Ίδιος ακριβώς όπως ο Άγιος Νεκτάριος στις φωτογραφίες που βλέπουμε. Πήρε τρία κεριά χωρίς να ρίξει χρήματα κι΄ άναψε μόνο τα δύο. Προσκύνησε όλες τις εικόνες του τέμπλου, προσπερνώντας την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου χωρίς να την προσκυνήσει. Εμένα δεν μ΄ έβλεπε στο σημείο που βρισκόμουνα. Είχα φοβερούς πόνους όταν τράβηξα την κουρτίνα του γραφείου και προχώρησα προς το μέρος του. Μπροστά στην Ωραία Πύλη σταύρωσε τις παλάμες του και χωρίς να κοιτάξει πουθενά, ρώτησε,

–Ό γέροντας είν΄ εδώ;

Ή νεωκόρος ξέροντας την αρρώστια μου θέλησε να με ” προστατεύσει “…

–Όχι, όχι…είναι με γρίπη στο σπίτι του…

–Δεν πειράζει. Εύχεσθε, και καλή Ανάσταση, είπε εκείνος και έφυγε.

Ήρθε ή νεωκόρος τρέχοντας και μου λέει,

–πάτερ Νεκτάριε, ο γέροντας που μόλις έφυγε έμοιαζε ίδιος με τον Άγιο Νεκτάριο! Τά μάτια του πετούσαν φλόγες. Μου φαίνεται ότι ήταν ο Άγιος Νεκτάριος κι΄ ήλθε να σάς βοηθήσει…

Την ευχαρίστησα νομίζοντας ότι μου έλεγε αυτά για να με παρηγορήσει. Όμως κατά βάθος “κάτι” δεν πήγαινε καλά. Την έστειλα μαζί με την αγιογράφο να βρούνε γρήγορα τον άγνωστο και να τον φέρουν πίσω. Μπήκα στο Ιερό και προσκυνώντας τον Εσταυρωμένο κλαίγοντας, για μια ακόμη φορά παρακαλούσα τον Χριστό να με θεραπεύσει. Τα βήματά τους με διέκοψαν,

–πάτερ, ο Γέροντας ήρθε !

Πλησίασα να του φιλήσω το χέρι, αλλά με ταπείνωση δεν μ΄ άφησε. Έσκυψε και φίλησε αυτός το δικό μου ! Τον ρώτησα,

–Πώς λέγεσθε γέροντα;

–Αναστάσιος παιδί μου, είπε, λέγοντας το βαπτιστικό όνομα που είχε πριν γίνει μοναχός…

Τού υπέδειξα να προσκυνήσει τα άγια λείψανα. Έβγαλε ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλάκια, μ΄ ένα μόνο μπρατσάκι. Μόλις τα είδαμε, όλοι α ν α τ ρ ι χ ι ά σ α μ ε !

Ήταν τα ίδια γυαλιά του Αγίου Νεκταρίου που είχαμε στην προθήκη με τα άγια λείψανα. Μου τα είχε δωρήση η παλιά γερόντισσα του μοναστηριού του, στην Αίγινα, μοναχή Νεκταρία.

–Η πίστη είναι το πάν !…, είπε ο άγνωστος, καθώς φορούσε τα γυαλιά του.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΖΟΥΝ ΑΙΩΝΙΑ…

Άρχισε να ασπάζεται με ευλάβεια όλα τα άγια λείψανα καθώς τον ξεναγούσε ή νεωκόρος. Στα λείψανα του Αγίου Νεκταρίου α δ ι α φ ό ρ η σ ε , προσπερνώντας τα…

–Γέροντα, με συγχωρείτε του είπα. Κι΄ ο Άγιος Νεκτάριος θαυματουργός είναι. Γιατί δεν τον ασπάζεστε ;

Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Τον ρώτησα,

–Πού μένετε Γέροντα ;

Μού έδειξε το ταβάνι, εκεί που κτίζαμε την καινούργια εκκλησία, λέγοντας,

–Το σπίτι μου δεν είναι ακόμη έτοιμο και στενοχωρούμαι. Ή θέση μου δεν μου το επιτρέπει να μένω εδώ κι΄ εκεί…

–Γέροντα, του εξομολογήθηκα, σάς είπαν ψέμματα ότι έχω γρίπη. Έχω κ α ρ κ ί ν ο ! Θέλω όμως να γίνω καλά, να φτιάξω την Αγία Τράπεζα, να τελειώσω την Εκκλησία πρώτα, και μετά ας πεθάνω…

–Μη στενοχωρείσαι, μου είπε. Εγώ τώρα αναχωρώ. Πηγαίνω στην Πάρο να προσκυνήσω τον Άγιο Αρσένιο και να επισκεφτώ και τον παπά-Φιλόθεο, πρόσθεσε, ξεκινώντας να φύγει. Προσπέρασε την μεγάλη εικόνα του χωρίς να δώσει σημασία…

Τον σταμάτησα και ακούμπησα τα χέρια μου στο πρόσωπό του.

–Γεροντάκο μου, γεροντάκο μου, του είπα, το προσωπάκι σου μοιάζει ίδιο με του αγίου Νεκταρίου που τιμάει αυτή εδώ η Εκκλησία μας…

Τότε, κύλησαν δ ά κ ρ υ α από τα μάτια του…Με σταύρωσε, και με αγκάλιασε με τα χέρια του.. Παίρνοντας θάρρος κι΄ εγώ άνοιξα τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω. Μόλις τα άπλωσα όμως, κι΄ ενώ τον έβλεπα μπροστά μου, τα χέρια μου έκλεισαν στο κ ε ν ό !…

Ανατρίχιασα και σταυροκοπήθηκα. Τού λέω πάλι,

–Γέροντά μου, σε παρακαλώ, θέλω να ζήσω, να κάνω την πρώτη μου λειτουργία. Βοήθησέ με να ζήσω…

Έφυγε από κοντά μου και αφού στάθηκε πέρα, στην εικόνα του μπροστά, μου είπε,

–Ω, παιδί μου Νεκτάριε, μη στενοχωριέσαι. Δοκιμασία περαστική είναι, και θα γίνεις καλά! Θα γίνει το θαύμα που ζητάς και θ΄ ακουστεί σε όλο τον κόσμο. Μή φοβάσαι…

Αμέσως χ ά θ η κ ε α π ό μ π ρ ο σ τ ά μ α ς μέσα από την κ λ ε ι σ τ ή 

π ό ρ τ α…

Έτρεξαν οί γυναίκες να τον προφθάσουν. Τον πρόλαβαν στην στάση του λεωφορείου. Μπήκε μέσα και από εκεί ε ξ α φ α ν ί σ θ η κ ε , πριν ξεκινήσει το λεωφορείο !…

Αυτά αναφέρει ο π. Νεκτάριος Βιτάλης, ένα σεβαστό και κατά πάντα αξιόπιστο πρόσωπο, παρουσία μαρτύρων, που τελικά έγινε καλά, διαψεύδοντας γιατρούς, ακτινογραφίες, και προβλέψεις θανάτου. Γιατί επάνω όλων βρίσκεται ο Χριστός, ο ζωντανός Θεός μας και οί μεσίτες Άγιοί του, συν την Παναγία Μητέρα του !

Γιατί ” όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξη…”

Τις ευχές και τις πρεσβείες τους να έχουμε!
Αμήν

Είναι απόσπασμα  ἀπό τό βιβλίο "Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ" της Θεανώς-Δήμητρας Μανδέλα   Εκδ. Κ.Καλοκάθη

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

 

Ένα κείμενο του 1981 στη μνήμη του αδικοχαμένου Σήφη

 

O κ. Σήφης -σημαίνει Ιωσήφ- Βαλυράκης, υφυπουργός των συγκοινωνιών εδώ και μερικές μέρες, είναι αυτό που λέμε «ένας ήρωας» της αντιδικτατορικής αντίστασης. Το όνομά του είναι ένα απ’ εκείνα που είναι δεμένα με ηρωισμούς και πράξεις τόλμης, δίνουν θάρρος κι ελπίδα στους άλλους, τους πολλούς που δεν τολμούσαν. Που φοβότουσαν, που περίμεναν…

Είναι ένας νέος -τριανταχοχτώ  χρόνων- πολιτικός άνδρας που όλα τα χρόνια της ζωής του, από τότε τουλάχιστον που θυμάται τον εαυτό του, τα έζησε δίπλα και μέσα σε αγώνες για τη δημοκρατία.

«Μεγάλωσα – λέει σε μια Κρήτη χωρίς τουριστικές επελάσεις και τουριστικές « αξιοποιήσεις». Στα Χανιά και το ιδιαίτερο χωριό της καταγωγής μας, το Ασκύφου και Σφακιά. Ήμουν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους της οικογένειας. Και μεγάλωνα ακούγοντας  από πολύ μικρός, αντί για παραμύθια, ιστορίες αληθινές, για ηρωικές πράξεις και μάχες. Τις ηρωικές πράξεις και τις μάχες του πατέρα μου που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε πάρει μέρος στο Κίνημα του 35, είχε πολεμήσει στη Αλβανία σαν διοικητής της περίφημης «Σιδηράς Πυροβολαρχίας» και είχε γυρίσει φορτωμένος με χρυσά αριστεία…

Στην Κατοχή, πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, πράγμα που έμελλε μετά την απελευθέρωση να του στοιχίσει την είσοδό του στο λεγόμενο «Β΄ Πίνακα Αποστρατείας». Δηλαδή την απόταξή του από το στρατό.

Στα 1964 έγινε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, ενώ κατά την αποστασία, η απόπειρα για την εξαγορά του, είχε αποτελέσει μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο. Ήταν ένας εξαιρετικού ήθους και θάρρους άνθρωπος  που να τον έχεις πατέρα, δεν μπορούσε παρά να καθορίσει τον δρόμο που θα έπαιρνα…».

Κι ο Σήφης Βαλυράκης πήρε τον δύσκολο δρόμο των αγώνων. Η δικτατορία τον βρήκε μόλις απολυθέντα από τον στρατό «έφεδρο αξιωματικό απ’ αυτούς που είχε φτιάξει ο Παπανδρέου», με σχέδια αργότερα να δουλέψει «σαν ηλεκτρονικός που είχε σπουδάσει». Στο εξής, συνεχώς κάποιος από την οικογένεια, θα ήταν στη φυλακή. Κι η μητέρα, να γυρίζει από φυλακή σε φυλακή, από επισκεπτήριο σε επισκεπτήριο… Τα οικονομικά της οικογένειας « που ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ανθηρά» γίνονταν πολύ δύσκολα. Κι ο Σήφης πήγε να δουλέψει, υπάλληλος σε μια εταιρεία στη Πάτρα.

Το 1970 έφυγε στο εξωτερικό. Εντάχτηκε στο ΠΑΚ, δούλεψε μέχρι το 1971, όταν όντας πάλι στη Ελλάδα συνελήφθη. Ασφάλεια, ΕΣΑ, φυλακές Κορυδαλλού, φυλακές Κερκύρας…

Από το ΕΑΤ-ΕΣΑ δοκίμασε μας λέει να δραπετεύσει, δεκαέξι φορές. Τη μια τα κατάφερε, αλλά εκείνη η δραπέτευσή του «κρατήθηκε μάλλον μυστική από τη χούντα γιατί κάπως την ταπείνωσε». Τον συνέλαβαν στα ελληνογιουκοσλαβικά σύνορα και τον ξαναέφεραν κάτω. Δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο και κλείστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού κι αργότερα της Κέρκυρας, απ’ όπου δραπέτευσε  και πάλι και πέρασε κολυμπώντας στην Αλβανία. Ο σύντροφος του ο Μπάμπης Γεωργακάκης – βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στο Ρέθυμνο, δεν κατάφερε να δραπετεύσει.

«Μας ανακάλυψαν – λέει- στον τοίχο την ώρα που σκαρφαλώναμε , έριξαν τα φώτα επάνω μας, θα μας πυροβολούσαν. Ο Μπάμπης γλίστρησε, έπεσε. Εγώ, ξέφυγα…»

Ο ίδιος δεν πιστεύει, μας λέει πως έκαμε κάτι το ηρωικό.

«Όταν είσαι σε μια τέτοια φυλακή, προσπαθείς να επιβιώσεις, κι εγώ, τότε μόνο τρόπο επιβίωσης έβλεπα την απόδραση. Άλλωστε το να χάσεις μια φορά είναι προτιμότερο από το να συμβιβάζεσαι να προσκυνάς και να χάνεις συνεχώς…»

Στο εξωτερικό, πότε στην Ιταλία πότε στη Σουηδία, συνέχισε με άλλους τρόπους τους αγώνες του. Εξόριστος και μαχόμενος.

Στο ΠΑΣΟΚ  εντάχτηκε  από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του, κι έγινε μέλος της Κεντρική Επιτροπής. Εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής στα Χανιά και ανέπτυξε μια εξαιρετικά έντονη κοινοβουλευτική δραστηριότητα.

Πηγή: Εφημερίδα  Βήμα

 

   

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις