Σελίδες

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018



   Του Χρίστου Ρουπακιώτη



  «Λενή, μπούτι ή μπροστινό;»
  «Όχι μπάρμπα Βάγγιο, Χριστού,Λαμπρή κρέας.Το βαρέθηκα»
   Όλοι γέλασαν στο Xοροστάσι.Το Χοροστάσι είναι η πλατεία του χωριού. Mια μικρή αλάνα,με ένα τεράστιο κυπαρίσσι στη μέση, από αυτά τα κυπαρίσσια που απλώνουν μακριά,βαρυίσκιωτα κλαριά. Στο Χοροστάσι έρχονται άνδρες και παιδιά. Γυναίκες δεν έρχονται ποτέ.
   Στο πάνω μέρος είναι το μαγαζί του Αλέξη. Ένα χαμηλό πέτρινο μαγαζάκι, που έχει για τους χωριανούς αλάτι, παστές σαρδέλες και μικροπραγματα. Ο Αλέξης βγάζει έξω τρία τραπεζάκια σιδερένια και καρέκλες ψάθινες και προσφέρει ούζο. Για μεζέ προσφέρει ελιές και παστές σαρδέλες. Κάθε τρεις μήνες ή και περισσότερο, αγοράζει από τους τσομπάνους του χωριού μια παλιόγιδα και βάζει τον Βάγγιο, έναν ηλικιωμένο πολυτεχνίτη, μικρόσωμο και στεγνό να τη σφάξει και να πουλήσει το κρέας της.Στον Βάγγιο, δίνει τη συκωταριά και το γιδοτόμαρο.
   Στον τοίχο του μαγαζιού ακουμπάει ένα πέτρινο πεζούλι,στο οποίο κάθονται οι γεροντότεροι.Όσοι σουλατσάριζαν κάτω από το κυπαρίσσι πλησίασαν και έκαναν κύκλο γύρω από τον Βάγγιο και τη γίδα που την είχε κρεμάσει κιόλας στο τσιγκέλι.Ο Βάγγιος ήξερε ότι ο Λενής δεν έχει λεφτά και τον πείραζε, όταν τον καλούσε να αγοράσει κρέας. Λίγοι έχουν λεφτά και ο Βάγγιος  δυσκολεύεται να πουλήσει τη γίδα.
  Το χωριό μου, είναι κρεμασμένο κυριολεκτικά σε μια κατηφορική πλαγιά. Στο Χοροστάσι που είναι στη μέση του χωριού, φτάνει ένας κάπως φαρδύς δρόμος, αμμουδερός, κάτασπρος, που έρχεται από τον βορρά. Πίσω από το Χοροστάσι, είναι δίπλα-δίπλα,η εκκλησία της Παναγίας και το δημοτικό σχολείο.
  Η πλαγία είναι γεμάτη θρούμπες, πουρνάρια, σχίνους, κουμαριές, ρείκια, ασφελαχτούς και ξεράγκαθα.Τα σπίτια είναι χτισμένα αραιά το ένα από το άλλο. Σπίτια πέτρινα, μικρά, αληθινά χαμόσπιτα.Τα περισσότερα για πίσω τοίχους έχουν βράχους από πέτρα , που τους πελέκησαν οι χωριανοί με τους κασμάδες τους.Έτσι μοιάζουν να είναι χωμένα στην πλαγιά. Ορισμένοι χωριανοί, έχουν φτιάξει πάνω στα χαμηλά σπίτια και ένα πάτωμα ακόμη. Τα σπίτια αυτά, που συνήθως έχουν και μπαλκόνι ξύλινο,τα λέμε παλάτια.
  Κάτω από το χωριό,είναι μια μικρή πεδινή ζώνη και προς τη θάλασσα ένας μακρύς και γυμνός λόφος,η Βίγλα.Πέρα από τη Βίγλα βλέπεις τη θάλασσα, να απλώνεται απέραντη. Από το χωριό η θάλασσα φαίνεται να μην είναι επίπεδη, αλλά να ανεβαίνει μέχρι να συναντήσει τη γραμμή του ορίζοντα.Γραμμή που βρίσκεται πάντα στο ύψος των ματιών αυτού που τον κοιτάζει. Η γραμμή αυτή μοιάζει να ορίζει την άκρη,το σύνορο του κόσμου.
  Το χωριό το διασχίζουν λαγκάδια, που έχουν διαμορφωθεί από τους χειμάρρους.Τα λαγκάδια είναι και οι βασικοί δρόμοι  του χωριού.Οι χείμαρροι έχουν σαρώσει το χώμα και έχουν μείνει  γυμνές πλάκες πέτρας  και στις άκρες  χοντρές ρίζες δένδρων. Δύσκολα περνούν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια, γιατί γλιστρούν, αλλά και οι άνθρωποι. Από τα λαγκάδια–δρόμους  ξεκινούν,κατά διαστήματα  δεξιά  και αριστερά, άλλοι δρόμοι, που έχουν ανοίξει οι χωριανοί.Οι δρόμοι αυτοί στηρίζονται με ξερολιθιές.
  Η γη είναι γδαρμένη και ξεγυμνωμένη από τις μπόρες και τους χειμάρρους. Χέρσα στο μεγαλύτερο μέρος της. Στη μικρή πεδινή ζώνη, οι χωριανοί έχουν τα χωράφια τους.Στη μέση είναι τα πηγάδια, που είναι κοινά για όλους. Πάνω τους, υψώνονται κατοχρονίτικα πλατάνια.Πέρα από τα χωράφια, απλώνεται ένας μικρός ελαιώνας και πιο πέρα,κατά διαστήματα,χέρσα γη,ελιές και αμπέλια.
  Οι χωριανοί με δυσκολίες καλλιεργούν σιτάρι,λίγες φακές και λίγες πατάτες. Με αυτά ζούμε. Και με λάδι.Οι ελιές και τα αμπέλια του χωριού είναι ευλογημένα. Όλοι έχουν μπόλικο λάδι και μπόλικο κρασί.Το περισσότερο λάδι και όλο το κρασί οι χωριανοί το    πουλάνε αλλά οι έμποροι της Χώρας τους τα παίρνουν σχεδόν τσάμπα.(συνεχίζεται)










 

Δημοφιλείς αναρτήσεις