Σελίδες

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018



Το χωριό μου
2ο Μέρος


   To νερό το κουβαλούν οι γυναίκες από τα πηγάδια με βαρέλες, που τις φορτώνουν στα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Και με πινιάτες, πλατιές χύτρες που χωράνε γύρω στα είκοσι κιλά νερό, που τις βάζουν στο κεφάλι τους πάνω σε ποδολόγες, μαντίλια που τα κάνουν κουλούρες και στηρίζουν τις πινιάτες. Ένα πλάτωμα κάτω από τα πλατάνια είναι το Χοροστάσι των γυναικών. Εκεί κάνουν τα δικά τους πηγαδάκια, σκύβουν η μια κοντά στην άλλη και μιλούν για τις ανάγκες στα σπίτια τους, για  τους καημούς τους. Χασομεράνε λίγο, ξεδίνουν. Οι μικρότερες μιλούν και για τα αγόρια του χωριού, γελούν.
    Οι άνδρες φορούν σακάκια και παντελόνια ντρίλινα χιλιομπαλωμένα. Κανένας δεν έχει παλτό. Οι γυναίκες φορούν μακριά φουστάνια, που φτιάχνουν μόνες από υφάσματα που βρίσκουν στη Χώρα. Στα κεφάλια βάζουν λεπτά μαντήλια και το χειμώνα ρίχνουν στους ώμους τους  μπέρτες μάλλινες ,που τις πλέκουν μόνες. Τα μικρά παιδιά φορούν ρούχα τσίτινα ή λιναρίσια , χιλιομπαλωμένα κι αυτά, και το χειμώνα πουλόβερ μάλλινα. Όλα τα παιδιά περπατάμε ξυπόλυτα και οι πατούσες μας είναι αργασμένες, σκληρές. Το χειμώνα, με τα κρύα καθόμαστε όλοι στα παραγώνια ,όπου καίνε φωτιές με ξύλα ελιάς. Τις νύχτες ανάβουμε λυχνάρια. Τα φυτίλια από λινάρι, βουτηγμένα στο λάδι, κάνουν μεγάλη φλόγα. Αλλά βέβαια το φως δε φτάνει σε όλο το σπίτι. Σκιές χοροπηδούν παντού και στις γωνίες το σκοτάδι είναι πηχτό. Συχνά φτάνει και κανένας χωριανός για παρέα. Κοντοστέκεται στην πόρτα σαν σκιά και περιμένει να του πούνε αν είναι καλοδεχούμενος.
    Στο χωριό μας οι άνθρωποι πεινούν. Η πείνα είναι ενδημική αρρώστια και μας δέρνει όλους. Πριν τον πόλεμο οι άνθρωποι στο χωριό έτρωγαν και ντύνονταν καλύτερα. Οι χωριανοί πήγαιναν στο Ξηρόμερο και δούλευαν στα καλαμπόκια, τα ρύζια, τα μπαμπάκια και τα καπνά. Άντρες και γυναίκες περνούσαν με καΐκια,μπουλούκια συνήθως, τη στενή θάλασσα ανάμεσα Λευκάδα και Αιτωλοακαρνανία, το Αυλάκι, όπως το λένε. Από το Ξηρόμερο γύριζαν μετά δυο-τρεις μήνες. Ο καθένας τους με ένα κομπόδεμα. Μερικοί γύριζαν γεμάτοι ελονοσία, από τις δουλειές στα νερά και τα έλη. Την ελονοσία  με τα ρίγη, τους ιδρώτες και τους πυρετούς, στο χωριό την θεωρούν φοβερή αρρώστια και τη φοβούνται όπως το χτικιό.
    Η φτώχεια για τους χωριανούς είναι ανεξήγητη. Δουλεύουν σκληρά. Αξημέρωτα και ως τη νύχτα. Τα βαρέλια τους ξεχειλίζουν από λάδι και κρασί. Γιατί να μην έχουν να φάνε! Για τη φτώχεια τους οι χωριανοί λένε ότι δεν φταίνε μόνο οι έμποροι της Χώρας. Κι αυτοί κλαψουρίζουν πως έχουν πολλά έξοδα, τέτοια, γι αυτό και κρατούν χαμηλά τις τιμές. Λένε ότι κυρίως φταίνε τα τέρατα της οικουμένης. Τα τέρατα της οικουμένης είναι, πέρα από τους εμπόρους της Χώρας, αυτά ορίζουν τον κόσμο. Τα θεωρούν δαιμονικά όντα. Προφέρουν τις λέξεις τέρατα της οικουμένης με απέχθεια, με βδελυγμία, σαν να ξεκολλούν από πάνω τους βαριά βρομιά. Τα κατανοούν σαν κακούργους, που κλέβουν το δίκιο. Ευθύνονται για όλα τα βάσανα, όλες τις ασχήμιες της ζωής. Ρουφάνε το αίμα των ανθρώπων. H φτώχεια δένει τους χωριανούς. Για να τα βγάλουν πέρα, ο ένας συμπαραστέκεται στον άλλο. Χωρίς καμιά ιδιοτέλεια. Σέβεται ο ένας τον άλλο.(συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις