Σελίδες

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

 


        Ημερολόγιο Δωδεκανήσου (1930-1931)

   Samuel Baud Bovy

   

Καστελόριζο

Πέμπτη 20 Αυγούστου 1931

Καβατζάρουμε ένα ακρωτήρι και μπαίνουμε σ’ ένα όμορφο λιμάνι, όπου το κυβερνείο, απλό και όμορφο, με κόκκινα τούβλα, αιτιολογεί τη νεότερη ονομασία του[1]. Στο νησί δεσπόζουν απόκρημνα βουνά με κοκκινόχωμα και γκρίζο ασβεστόλιθο. Σπίτια σε ποικιλία χρωμάτων, από τότε που απαγορεύτηκαν το λευκό και το γαλάζιο. Στον ευχάριστο μικρό μόλο, όπου κάποτε υπήρχε μια θάλασσα από κατάρτια καϊκιών και όπου σήμερα ζήτημα είναι αν υπάρχουν καμιά δεκαριά, αισθάνομαι για μια στιγμή σαν χαμένος, ώσπου βρίσκω τον κύριο Σπύρο Διαμαντάρα και τον κύριο Γιώργο Πισπινή, για τον οποίο έχω μια συστατική επιστολή. Με πηγαίνει στο μαγαζί του, αρκετά βρώμικο, και κυρίως μ’ ένα τσούρμο αποκρουστικά παιδιά, γεμάτα σπυράκια και αλοιφή ψευδαργύρου. Ρίχνομαι αμέσως στη δουλειά, έξω στον δρόμο. Το απόγευμα, γνωρίζω τον Νίκο Παλιό, τον δάσκαλο του σχολείου, έναν νεαρό στην ηλικία μου, λυγερό, συμπαθητικό, που με πηγαίνει στον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία, πάνω στο μικρό πλάτωμα που χωρίζει το Μαντράκι από το κεντρικό λιμάνι. Ο ναός υψώνεται ολόλευκος, στο πίσω μέρος μιας βοτσαλόστρωτης αυλής με θαυμάσια ασπρόμαυρα σχέδια και φόντο τη θάλασσα και τα παράλια της Ανατολίας. Δεξιά και αριστερά του ναού, τα σχολεία θηλέων και αρρένων, με καλόγουστα περιστύλια ελληνικής τεχνοτροπίας. Το εσωτερικό του, θολωτό αλλά χωρίς τρούλο, υποβαστάζουν χοντρές μονολιθικές κολώνες από γρανίτη που μεταφέρθηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα από τις ακτές της Ανατολίας, όπου τα αρχαία ερείπια βρίθουν. Δεδομένου πως οι κολώνες αυτές μεταφέρθηκαν δεμένες σε σχεδίες πάνω σε βαρέλια, έχουν λιγάκι κακοπάθει αλλά σε γενικές γραμμές είναι ωραίες.

Ύστερα ανεβαίνουμε στο σπίτι του Παλιού, στο ύψωμα, στους πρόποδες ψηλών κοκκινωπών πλαγιών. Πολύ όμορφο το σχέδιο του σπιτιού. Ένας ενιαίος χώρος που χωρίζεται, όμως, με ξύλινα διαχωριστικά με υπερυψωμένο το μπροστινό τους μέρος. Το ένα μισό είναι αίθουσα υποδοχής και το άλλο μισό είναι ο χώρος όπου τη νύχτα απλώνουν τα χαλιά και τα κλινοσκεπάσματα. Το πίσω μέρος περιλαμβάνει ένα είδος προθαλάμου όπου κρέμονται οι μεγάλοι δίσκοι του μπακλαβά, και τη χειμωνιάτικη αίθουσα με το τζάκι, όπου μπορεί κανείς επίσης να μαγειρέψει. Η μητέρα του Παλιού, νέα ακόμη και συμπαθητική, φοράει την τοπική φορεσιά, με τη φουσκωτή, χρωματιστή βράκα, το λευκό φόρεμα που έχει κρεμασμένες μπροστά τις μπούκλες και δένεται χαμηλά στη μέση μ’ ένα ύφασμα από μουσελίνα, και τέλος ένα σιγκούνι από κεντημένο βελούδο. Στα πόδια της ξώφτερνα πασούμια. Στ’ αυτιά χρυσά κουδουνάκια κρεμασμένα με αλυσιδίτσα όχι από τον λοβό αλλά από δύο χαρακιές καμωμένες στα μαλακά μέρη του πτερυγίου. Σημειώνω μερικά τραγούδια. Το βράδυ γνωρίζω έναν νέο Νορβηγό μηχανικό ο οποίος έφυγε με τη θεία του και το παιδί του για να κάνει τον γύρο της Ευρασίας πεζή και με καράβι και σταμάτησε στο Καστελόριζο όπου είχαν ανάγκη από ηλεκτρολόγο. Εργάζεται εδώ δυο χρόνια ήδη˙ εγκατέστησε το ηλεκτρικό, φτιάχνει πάγο, επισκευάζει τις μηχανές των βενζινών, και έφερε και τη γυναίκα του˙ ένας συμπαθητικός Βίκινγκ. Ένας κουτσός Γερμανός περιοδεύων πωλητής, που μιλάει όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων, μας κρατάει συντροφιά γύρω από μερικά μπουκάλια μπύρας.

Παρασκευή 21 Αυγούστου

Την ώρα που αντιγράφω τραγούδια, έρχεται και με βρίσκει ο κύριος Διαμαντάρας και πηγαίνουμε στο σπίτι του, όπου μου υπαγορεύει μια σειρά από παιδικά τραγούδια, περιορισμένου ενδιαφέροντος για μένα. Μου υποδεικνύει με το δάχτυλο τη σελίδα, όταν ξεχνάω να αναφέρω το όνομά του πάνω πάνω. Η ασχημούλα γυναίκα του, η Χριστίνα, μας υπαγορεύει ένα νανούρισμα. Το μεσημέρι, μερικά ουζάκια στο σπίτι του κυρίου Παντελίδη, που θέλει να του συνθέσω σκοπούς για την κόρη του, η οποία παίζει μαντολίνο, και με φέρνουν σε αρκετά δύσκολη κατάσταση. Το απομεσήμερο, ανεβαίνω για να τελειώσω τη δουλειά μου στο σπίτι του Παλιού κι ύστερα μένω μέχρι αρκετά αργά στον μόλο όπου φλυαρώ με τη νεολαία του νησιού. Η χρυσή εποχή του Καστελόριζου ήταν ο περασμένος αιώνας, ενώ από την επανάσταση του 1912 κι έπειτα βρίσκεται σε συνεχή παρακμή, αφού όλοι οι κάτοικοι φεύγουν για την Αυστραλία. Οι Ιταλοί προσπαθούν να τους αφαιρέσουν σιγά σιγά τα προνόμια που τους είχαν παραχωρήσει οι Γάλλοι, και στο νησί δεν μένουν παρά όσοι δεν μπορούν να φύγουν.  Οι γυναίκες επομένως και οι άντρες δεν θέλησαν να υιοθετήσουν το νέο ημερολόγιο, και αυτή τη στιγμή κάνουν τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου. Λησμόνησα να αναφέρω την πρωινή μου επίσκεψη στην κυρία Κουτσούκου, που με έπνιξε στις ρίμες και τα δίστιχα. Το βράδυ, με τον Γ. Πισπινή, που είχε πάει στη Ρωσία, μεγάλη συζήτηση για τον μπολσεβικισμό και τη θρησκεία.

Σάββατο 22 Αυγούστου

Κατά τις 4 η ώρα έρχεται να με ξυπνήσει ο Παλιός και, αξημέρωτα, φεύγουμε για τη Grotta azzuro[2]. Ένας νέος μας δανείζει μια βάρκα στο Μαντράκι. Στ’ ανοιχτά, μια ψαρόβαρκα με σπογγαλιείς. Κωπηλατούμε κι οι δυο και καβατζάρουμε το νησί προς ανατολάς. Γρήγορα ο ήλιος βγαίνει πίσω από τα βουνά της Ανατολίας, καβατζάρουμε τον Μεγάλο Νίφτη, στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού, περνάμε στα ριζά κόκκινων πλαγιών που αντανακλώνται μενεξεδένιες στην πεντακάθαρη και βαθιά θάλασσα. Ο σύντροφός μου μού δείχνει τους Γέρακες του Κυρ Νικήτα, όπου ένας Έλληνας, ο κυρ Νικήτας, κατέβηκε μέσα σ’ ένα πανέρι δεμένο με σχοινί για να πιάσει αγριοπερίστερα, που ήθελε να τα κάνει δώρο ένας Τούρκος άρχοντας στην καλή του. Ύστερα περνάμε από την είσοδο του ορμίσκου όπου, την εποχή της γαλλικής κατοχής, ξεφόρτωναν οι Γάλλοι τα πολεμοφόδιά τους για να μην τους βλέπουν από τα παράλια της Ανατολίας. Απομονωμένη γωνιά. Τέλος, μόλις καβατζάρουμε ακόμη ένα ακρωτήρι, φτάνουμε στη σπηλιά που η είσοδός της είναι αρκετά χαμηλή και πρέπει να σκύψουμε μέσα στη βάρκα για να περάσουμε. Ευτυχώς τα κύματα δεν είναι ψηλά, επειδή διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να μπούμε. Το εσωτερικό της μας αποκαλύπτεται αμέσως πελώριο, πανύψηλο, και η ατμόσφαιρα είναι απόκοσμη. Η θάλασσα, στην είσοδο κυρίως, έχει ένα απόκοσμο γαλάζιο χρώμα, διάφανο, και ό,τι και να βυθίσεις μέσα σ’ αυτήν βάφεται ασημογάλαζο. Η ίδια αυτή απόχρωση αντανακλάται πάνω στα τοιχώματα, και κάνει το χρώμα των ασβεστολιθικών σταλαχτιτών να φαίνεται ακόμη πιο παράξενο, τόσο που θα νόμιζε κανείς ότι είναι από γαληνίτη. Στο βάθος ανοίγεται μια δεύτερη σπηλιά, κι όταν μπαίνεις μέσα η θέα είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή, με διαδοχικές χαμηλές καμάρες, πολύ όμορφες, και στο βάθος αντανακλάται πιο έντονο το φως της εισόδου. Ακόμη πιο βαθιά, μια γωνίτσα με άμμο και βότσαλα όπου κάποτε άφηναν οι λαθρέμποροι τα εμπορεύματά τους. Οι Έλληνες αποκαλούν τη σπηλιά Φωτσαλίκι[3] επειδή τη στοιχειώνουν, λένε, οι φώκιες. Επιστρέφουμε κάθιδροι, και μια βουτιά στα υπερβολικά ζεστά νερά δεν καταφέρνει να με δροσίσει. Στο λιμάνι, μαθαίνω ότι ένα καΐκι πρόκειται να φύγει στις δύο η ώρα και αρχίζω τα τρεξίματα για το διαβατήριό μου. Η ώρα της αναχώρησης αλλάζει σιγά σιγά και από τις δύο γίνεται στις πέντε και ύστερα στις έξι, οπότε προλαβαίνω όχι μόνο να πάρω έναν μεσημεριανό υπνάκο, αλλά και ν’ ανηφορίσω για να αποχαιρετήσω τον Παλιό˙ η μητέρα του μου δίνει ένα αρωματικό μπουκέτο με λεβάντα, βασιλικό, γαρύφαλλο και φούλι. Μένω ως το βράδυ στην προβλήτα να περιμένω μια επιβίβαση που δεν θα γίνει ποτέ. Το καΐκι είναι γεμάτο απολυμένους σπογγαλιείς που δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν, και δεν δέχομαι να βγει ένας απ’ αυτούς για να πάρω εγώ στη θέση του, όπως διατάζει ο κυβερνήτης. Οπότε, άνευ λόγου περιμέναμε με τον Παλιό και έναν άλλον συμπαθή νέο, ο οποίος είναι εξοργισμένος με την κυβέρνηση και κοιτάζει ειρωνικά, απέναντι από το διοικητήριο, το τζαμί που το έχουν συντηρήσει θαυμάσια εσωτερικά, αλλά το χρησιμοποιούν ως αποθήκη επειδή δεν υπάρχουν Τούρκοι στο Καστελόριζο.

Για να περάσει η ώρα, ο κυβερνήτης μας στέλνει να δούμε τον λεγόμενο λυκιακό τάφο, που είναι λαξεμένος στον βράχο, στις πλαγιές του κάστρου. Αέτωμα στην είσοδο και, στο εσωτερικό, στις τρεις πλευρές, νεκρικές κλίνες σε δύο επίπεδα. Για να παρηγορηθούμε πίνουμε μια μπύρα, που κάνει τον Παλιό να μου διηγηθεί πόσο θα ήθελε να είχε γίνει ναυτικός, και τις όμορφες αναμνήσεις του από τη γαλλική κατοχή.

 Κυριακή 23 Αυγούστου

Ανεβαίνω στην εκκλησία. Οι ψαλμωδίες είναι όμορφες και η Λειτουργία γίνεται με τάξη. Οι γυναίκες φορούν τα καλά τους, με το μαντήλι με τα κρόσσια ριγμένο πάνω από το φέσι, που είναι φτιαγμένο με μια αρκετά στενή κεντητή λωρίδα υφάσματος, γυρισμένη δύο φορές γύρω από το κεφάλι, μια μικρή ξεχωριστή βάση, αόρατη, πάνω στην οποία στηρίζεται το κάλυμμα της κεφαλής. Κατεβαίνοντας πάλι, μαθαίνω ότι πρόκειται να φύγει ένα άλλο καΐκι και ξαναρχίζω τις προετοιμασίες μου, τα ξέχειλα ποτήρια του αποχαιρετισμού. Καθισμένοι στην προβλήτα, βλέπουμε να παρελαύνουν μια ντουζίνα κοπέλες με τη μεγάλη τους στολή, που ετοιμάζονται να επιβιβαστούν σ’ ένα καΐκι για το Πορτ Σάιντ, και από εκεί να πάνε να αρραβωνιαστούν στην Αυστραλία. Τις συνοδεύουν οι γονείς τους, σιωπηλοί, και η εξορία αυτών των υποψήφιων αρραβωνιαστικών έχει το μεγαλείο αρχαίου δράματος. Κατά τις εννέα και μισή επιβιβάζομαι σ’ ένα καΐκι, που το μισό είναι γεμάτο με κατσίκες και μαύρους ή γκρίζους τράγους, κοντοπόδαρους σαν τους αρχαίους σάτυρους. Το πλήρωμα αποτελείται από έναν Τούρκο μηχανικό, δύο αδέλφια από την Κω, και έναν μαύρο ναύτη που κινείται όμορφα σαν αίλουρος, είτε όταν προσπαθεί να κάνει καλά το κοπάδι είτε όταν ανεβαίνει στα άρμενα ή τρέχει στην κουπαστή. Επιβάτες είναι ένας πατέρας, με τη γυναίκα και τα δυο τους παιδιά, που ανέβηκε μεθυσμένος στο καράβι και προσπαθεί να σκαρφαλώσει στην κορυφή του καταρτιού και να ξεβρακωθεί. Οι υπόλοιποι είναι οι τελευταίοι απολυμένοι σπογγαλιείς, Κώοι με τσιγκελωτά μουστάκια, ρωμαλέοι Καλύμνιοι. Κάνει αρκετή ζέστη, αλλά ο αέρας είναι δροσερός και τα ελαφρώς φουσκωμένα πανιά μας κάνουν λίγο ίσκιο, αν μη τι άλλο. Κότες με τα πόδια δεμένα κάθε τόσο κακαρίζουν κάτω από έναν πάγκο. Στρίβουμε ατελείωτα τσιγάρα. Οι σπογγαλιείς παρακολουθούν με το βλέμμα τα μικρασιατικά παράλια, όπου όλο το καλοκαίρι βουτούσαν χωρίς αποτέλεσμα μέχρι και 40 ώρες συνεχώς. Όταν ο ήλιος δύει βρισκόμαστε μεσοστρατίς, ανάμεσα στα μικρασιατικά παράλια και τη Ρόδο. Η αντανάκλαση του μισοφέγγαρου λάμπει στη σκοτεινιασμένη θάλασσα. Τα φώτα της Ρόδου πλησιάζουν και κατά τις δέκα η ώρα δένουμε στο Μαντράκι. Οι άντρες διασκορπίζονται σε διάφορα καΐκια, για να απλώσουν τις κουβέρτες τους. Εγκαθίσταμαι στον «καναπέ» και κοιμάμαι ωραιότατα μέχρι το χάραμα. Οπότε, κατσίκια και άνθρωποι, οι άνθρωποι πλυμένοι και αλλαγμένοι, περιμένουμε να πάει η ώρα οκτώ για να αποβιβαστούμε.


[1] Η επίσημη ονομασία του Καστελόριζου είναι Μεγίστη. Ίσως εδώ ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ να θεωρεί ότι η Μεγίστη ονομάστηκε από το Castelo Rosso.

[2] Γαλάζια σπηλιά

[3] Η Γαλάζια σπηλιά αποκαλείται από τους ντόπιους και Φώκιαλη. Φωτσαλίκι είναι μια άλλη σπηλιά.


Υ.Γ  Ο 24χρονος Ελβετός Samuel Baud Bovyκορυφαίος ελληνιστής και μουσικολόγος, περιοδεύει προπολεμικά στα Δωδεκάνησα, έχοντας στις αποσκευές του το βιολί του και τον Όμηρο. Αργότερα θα διακριθεί,  ως βαθύς γνώστης του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Στον Βaud Bovy οφείλεται η πρώτη συστηματική και πληρέστερη έως σήμερα γνωριμία μας με τον πλούτο και την πολυμορφία της μουσικής των Δωδεκανήσων. Καρπός της μουσικής έρευνας και καταγραφής του, ήταν οι δύο τόμοι της συλλογής με τα Τραγούδια των Δωδεκανήσων, οι οποίοι περιλαμβάνουν 286 μελωδίες που κατέγραψε επιτόπου, «με το αυτί», στα τρία του ταξίδια, 1930, 1931, 1933, στα ιταλοκρατούμενα τότε Δωδεκάνησα. Επίσης η συγγραφή μιας πρωτοποριακής διδακτορικής διατριβής, με θέμα: «Το δημοτικό τραγούδι της Δωδεκανήσου», που εκδόθηκε το 1936. Παράλληλα με την μουσική ερευνά του,  ο  Baud Bovy καταγράφει μια αυθεντική ιστορική μαρτυρία για την καθημερινή ζωή στα Δωδεκάνησα, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1930. 

                                                                         ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΈΛΙΞΗ ΤΟΥ  ΝΗΣΙΟΥ





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις