Σελίδες

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2021

 

Επεισόδια ανασφάλειας στον καιρό της Ασφάλειας.

 

Υπήρχε κάποια επάρατη εποχή σ΄αυτή τη χώρα, όπου ο γύψος είχε φτάσει στα ύψη πρωτοφανούς ζήτησης και η τιμή του έπαιζε στο χρηματιστήριο Αθηνών. Όλα ήταν γυψωμένα και όλα ήταν υπό καθεστώς  αυστηράς επιτήρησης. Το κράτος όμως έπαιρνε όλα τα μέτρα για την φροντίδα και την ασφάλεια των υπηκόων του. Ο κομμουνιστικός ιός αρκετά μεταδοτικός, με μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας, ιδίως στα ξερονήσια του Αιγαίου, καταπολεμείτο με βότανα και φαρμακευτικές συνταγές του μεσαίωνα.  Η φάλαγγα, το ρετσινόλαδο, οι παγοκολόνες, τα καλούπια από γύψο (πρόγονοι των σημερινών γυψοσανίδων), ήταν τα πιο συνηθισμένα. Που να βρεις τότε  μπόλια να σε πιάσουνε με το πρώτο ή έστω με το δεύτερο ή τρίτο; Κάποιο, τέλος πάντων, και να γυρίσεις 180ο μοίρες ιδεολογία.  

Όλα ήταν ύποπτα, όπως τώρα, μόνο που οι συνομωσιολόγοι  ήταν στις τάξεις του κράτους, ενώ σήμερα είναι στις τάξεις του λαού. Αυτός ήταν ο λόγος που όλα πήγαιναν τότε κατ’ ευχήν.  Οι νυχτερινές κινήσεις, πάντα ήταν ύποπτες. Τα σκουπίδια π.χ ποτέ δεν τα πετάγαμε τα βράδια. Ήταν ένας κανόνας ασφαλείας που τηρείτο απαρέκλητα. Αν ένα βράδυ, κατά λάθος  ή για αντιστασιακούς λόγους έβγαζες  τα σκουπίδια, κτυπούσε συναγερμό ο ρουφιάνος της πολυκατοικίας ή της γειτονιάς. Έφτανε η αστυνομία, σε χρόνο ρεκόρ Γκίνες και σε μπαγλάρωνε για το τμήμα, όπου έπρεπε να δώσεις διευκρινήσεις. Αν έλεγες ότι κατέβηκες για να κατουρήσεις, γιατί είχε χαλάσει το καζανάκι και με την ευκαιρία πέταξες και τα σκουπίδια, σου έστελναν υδραυλικό για διαπίστωση. Αν ήταν αλήθεια, σου έφτιαχνε το καζανάκι και σου έδινε και απόδειξη. Που να πάρεις σήμερα απόδειξη από υδραυλικό. Σε αντίθετη περίπτωση, παρουσιαζόσουν κάθε δεύτερη μέρα στο τμήμα της περιοχής σου, για αόριστο διάστημα. Μιλάμε το κράτος δούλευε ρολόι, με υποδειγματική αφοσίωση στο εθνοσωτήριο έργο που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τους αναρχοκομμουνιστάς.  Κάθε εποχή, το κάθε κράτος έχει τις δικές του ανασφάλειες και τις δικές του σκοτούρες. Τότε, έκτος από το γνωστό σλόγκαν «κάθε πόλις και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» ίσχυε ότι κάθε περίπτερο και κάθε πολυκατοικία είχε το ρουφιάνο του. Φυσικά ο περιπτεράς στο περίπτερο και ο θυρωρός στην πολυκατοικία. Το κράτος, ήταν σε διαρκή ετοιμότητα. Μάτια κι αυτιά τσιτωμένα, όχι γουρλωμένα. Ο Γ. Παπαδόπουλος κοιμόταν με τις αρβύλες του, τρεις φορές τη βδομάδα και μια φορά τον μήνα βάραγε γερμανικό νούμερο στο Δ φυλάκιο του Πεντάγωνου, ενώ σήμερα όλοι ασκούν πολιτική του φερεφώνου.

Αν φόραγες κόκκινη γραβάτα, ήσουν ύποπτος  και το καθεστώς σε έθετε υπό παρακολούθηση. Αυτό τελικά μπορεί να σου έβγαινε σε καλό. Αργότερα με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αν είχες δυο μάρτυρες για το χρώμα της γραβάτας, έπαιρνες σύνταξη εθνικής αντίστασης χωρίς κρατήσεις ΙΚΑ και μπορεί να έβγαινες και βουλευτής με το ΚΚΕ. Πράσινες δεν κυκλοφορούσαν. Πράσινες ήταν μόνο οι πιπεριές. Κόκκινες ή μπλέ. Οι κόκκινες ήταν σκόπιμα για παγίδα. Για κόκκινα ρούχα, ούτε που το συζητάγαμε. Αν κατά λάθος, σου έστελνε η θεία σου από την Αμερική κανένα κόκκινο πουκάμισο φτιαγμένο στην Κίνα και στο πιάνανε στο τελωνείο, "την είχες βάψει". Ακόμη και τα κόκκινα στυλό στο δημόσιο, είχαν καταργηθεί.

Το κόκκινο γενικά ερέθιζε τις αισθήσεις της εξουσίας. Ιδίως την όσφρηση, γιατί οι περισσότεροι καθεστωτικοί φορούσαν για υπηρεσιακούς λόγους, μαύρα γυαλιά. Τώρα πως μυρίζονταν το κόκκινο χωρίς να το βλέπουν, ήταν κρατικό μυστικό. Το μακρύ μαλλί, ήταν το «κόκκινο πανί» που ερέθιζε τον μινώταυρο της ασφάλειας. Ο σχολικός μινώταυρος, τρέφονταν κυρίως με νεανικά ακούρευτα κεφάλια. Αν  είχες και μούσι, σε κατάπινε αμάσητο. Το επιχείρημα ότι και ο Κολοκοτρώνης είχε μακριά μαλλιά, δεν έπιανε, γιατί τότε δεν υπήρχαν κομμωτήρια. Έπειτα τι θράσος, είχες εσύ να συγκρίνεσαι με τον Κολοκοτρώνη; Μόνο το «μαλλί της γριάς» ήταν νόμιμο και πουλιόνταν μια δραχμή η τούφα. Τα κουρεμένα κεφάλια, τα έβαζαν γλόμπους τα χειμωνιάτικα βράδια στις πλατείες, όταν κόβονταν το ρεύμα. Λύσεις πρακτικές και οικονομικές.

Ο θόρυβος επίσης, ήταν ένα άλλο σοβαρό στοιχείο που ενοχλούσε την χούντα των συνταγματαρχών που πρόλαβε τη χούντα των στρατηγών. Δεν βαριέστε, χούντα νάχουμε, να νοιώθουμε ασφαλείς και ότι νάναι. Όχι όπως τώρα που έχουμε δημοκρατία και νοιώθουμε  ανασφαλή ασφάλεια ή ασφαλή ανασφάλεια.    

Οι ώρες κοινής ησυχίας, τηρούνταν επιμελώς. Mόνο τα μπουρδέλα  δούλευαν. Αν έπιαναν κάποιον πιτσιρικά να παίζει μπάσκετ, στις 2.31΄το μεσημέρι, τον έπαιρναν στο αστυνομικό τμήμα για αναγνώριση, του κοκκίνιζαν την καρτέλα και η μπάλα κατάσχονταν. Στη συνέχεια βέβαια, όλο και κάποιο παιδί αστυνομικού βολεύονταν στο τζάμπα. Ήταν από τα τυχερά του επαγγέλματος. Σήμερα, η αστυνομία αν την καλέσεις δεν έχει ούτε ποδήλατο, ούτε απαντάει και αν έρθει κατά λάθος, κερνά και τσιγάρο τον πιτσιρικά. Σπουδαία βήματα δημοκρατικότητας, ασύλληπτα για τη φαντασία μας τότε.  

Εκτός από τις ώρες κοινής ησυχίας, υπήρχαν και οι ώρες της κοινής ανησυχίας  που ίσχυαν μόνο για τα μπουζούκια. Σήμερα όλες οι ώρες είναι flat. Τότε τα μπουζούκια, ήταν στις δόξες τους. Το είχε πιάσει το νόημα από παλιά το γκουβέρνο. Δώσε γλέντι και φαΐ στον Έλληνα και άστον στη μακαριότητα της αναισθησίας του. Υπήρχε όμως  σ’ αυτούς τους χώρους ένα ύποπτο για το καθεστώς, είδος θορύβου  που έμοιαζε ως τρίτης  ποιότητος κρύσταλλο Βοημίας την ώρα που σπάζει. Το ζήτημα ήταν σοβαρό, η Βοημία ήταν σε κομμουνιστική χώρα, οι πληροφορίες  εξακριβωμένες και χρειάστηκε να επέμβει προσωπικά ο αρχηγός της επανάστασης, όστις επεσκέφθην  ένα ονομαστό κέντρο διασκεδάσεως της εποχής, εάν ενθυμούμαι καλώς την «Νεράιδα». Εις το νυχτομάγαζο αυτό, τα νυχτοκάματα ήταν μεγάλα και αφορολόγητα, όπως πάντα καλή ώρα. Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να καταμετρήσει τας επιπτώσεις που θα είχε εις την εθνικήν ανασφάλεια και οικονομία η προαποφασισμένη παρέμβασή του, εισέβαλε αιφνιδίως κοστουμαρισμένος με γρίζο στρατιωτικό ύφος και αφού σάρωσε με το βλέμμα του ως  εκτυφλωτικός προβολέας  το πεδίο δράσης του εχθρού, κατέλαβε ένα  ύψωμα στα πρώτα τραπέζια-πίστα, μετά της δεσποίνης αυτού Δέσποινας και αναλώθηκε εις την εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση των δρώμενων, πίνοντας εμφιαλωμένο νερό Λουτρακίου. Εκείνη την ώρα, ένας βάρδος του μαγαζιού τραγουδούσε όλως συμπτωματικώς, το γνωστό αντιστασιακό τραγούδι «Ο Γιώργος είναι πονηρός». Ο απαστράπτων εκ της κραιπάλης και μέθης κόσμος της νύχτας, αφού στην αρχή αιφνιδιάστηκε από την απρόσμενη παρουσία του εθνικού ηγέτη, στη συνέχεια εν μεσώ πυκνού νέφους καπνών που λειτουργούσε ως προπέτασμα ανωνυμίας, διατελώντας εν πλήρη ευθυμία, -πράγμα που υποδήλωνε δήθεν την ανυπαρξία προβλημάτων και την πανευτυχή συνύπαρξη μετά του ηγέτη του, η παρουσία του οποίου προσέδιδε ένα είδος ειδικής ανασφάλειας στον περίγυρο,- άρχισε να δισκοβολεί πινάκια λευκού χρώματος που ευρίσκοντο σε στοίβες επί των εδράνων διασκέδασης, σημαδεύοντας κυρίως τον φαβοριτοφόρο καλλιτέχνη που αποτελούσε τη φίρμα του καταστήματος. Ο αρχηγός παρατήρησε ότι η θυσία των  πινακιδίων από τους θαμώνες, χωρίς λόγο ή για κάποιο λόγο που δεν ήξερε το καθεστώς, ήταν ανάλογος του ανερχόμενου ενθουσιασμού των θαμώνων και αντιστρόφως. Ενώ δε, ήτο απορροφημένος εις τη σχολαστική παρατήρηση του φαινομένου, ένα εξ αυτών, σκοπίμως ή όχι, εξοστρακίστηκε της πορείας του και πέρασε ξυστά από το δεξί αυτί του, με ταχύτητα άνω των 70 χιλμ/h ξεπερνώντας τα κεκανονισμένα όρια ταχύτητας του ισχύοντος τότε ΚΟΚ. Έτσι,- αν και το γενικότερο θέαμα προσιδίαζε εις τας πολεμικάς αρετάς των Ελλήνων, οι οποίοι ακόμη και εν ειρήνη καθημερινώς προσεγγίζουν τον θάνατον, προκαλούντες αυτόν οπουδήποτε, (ιδίως εις την κατανάλωση ψεύτικων ειδήσεων)- εκτιμήθηκε ασκαρδαμυκτί, ότι έκτος από θορυβώδες, το εν λόγω μεταμεσονύκτιο έθιμο είχε αντ-επαναστατική χροιά και συνάμα ήτο βάρβαρο (οι βάρβαροι τότε θεωρούνταν αυτοί που έμεναν πάνω από την κόκκινη γραμμή των συνόρων). Αυτό, ήταν η αφορμή να αναχωρήσει πάραυτα ο αρχηγός, δια λόγους ασφαλείας, αλλά και διότι είχε επιβεβαιωθεί το τελούμενο  επ'  αυτοφώρω έγκλημα και είχε εξακριβωθεί η προέλευσις του θορύβου. Είχε καταλάβει, ότι εκεί ήταν το άνδρο της αντίστασης του ελληνικού λαού. Μια γιάφκα εύθυμων επαναστατών, επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια.Από την επαύριον, το εργοστάσιο των πιάτων έπαυσε την παραγωγή του και προέβη σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων που ευτυχώς προσελήφθησαν τον επόμενο μήνα στον τομέα της χαρτοβιομηχανίας. Τι είχε γίνει; Τα πιάτα αντικαταστάθησαν με χάρτινες, πετσέτες.  Μάλιστα λένε, ότι τότε έκανε μεγάλο σουξέ και το γνωστό τραγούδι «χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θάταν όλα αληθινά ». (Η συνέχεια στο επόμενο).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις