Σελίδες

Σάββατο 17 Αυγούστου 2019



Το σπίτι στο Σαμόλι
                                          

    Ο φοβερός σεισμός του 1953 που άλλαξε την ιστορία του νησιού και γκρέμισε για πάντα μια μοναδική ατμόσφαιρα πολιτισμού, λίγα κτίσματα άφησε με μικρά μόνο τραύματα, στη Χωροπούλα του Λασκαράτου. Aνάμεσα σ’ αυτά, το σπίτι των Ιακωβάτων, κτισμένο πάνω σ’ ένα μικρό λόφο στο κέντρο της πόλης που σήμερα στεγάζεται η ομώνυμη βιβλιοθήκη, ένα δίπατο σπίτι της οικογένειας Γερουλάνου που έπεσε μεν ο πρώτος όροφος αλλά διασώθηκε το ισόγειο, και το δημοτικό σχολείο της παραλίας, μια φιγούρα μοντέρνας αρχιτεκτονικής της εποχής του ’30.
   Ένα σπίτι μόνο σώθηκε από εκείνο τον σεισμό, ατόφιο έξω απ’ το Ληξούρι, κι ας ήταν κτισμένο πάνω στο κύμα της θάλασσας στον κόλπο του Λιβαδιού. Το αρχοντικό της Σιόρας Κάτε Φορέστη στο Σαμόλι, με αυτούσια τη μοναδική ατμόσφαιρα, αμόλυντη από την επίδραση της εποχής μας, όπως το γνώρισα στα τέλη του περασμένου αιώνα.   Φίλος Ληξουριώτης  που ζούσε στον Τορόντο, o Δημήτρης Λαζαράτος, ήταν αιτία που μυήθηκα στην ατμόσφαιρα αυτού του μοναδικού σπιτιού της προσεισμικής περιόδου. Γνώριζε τη κυρά του από παλιά και μια μέρα προσκάλεσε και μένα να τη γνωρίσω.
    Έτσι, ένα καλοκαιρινό απόγευμα του 1997, περνούσα μαζί του σ’ ένα μοναδικό κόσμο αυστηρά παραδοσιακής ατμόσφαιρας της προσεισμικής εποχής, σ’ ένα ταξίδι στο παρελθόν. Λιτό παραθαλάσσιο καστρόσπιτο, προστατευμένο με αγάπη από το χρόνο και τη φύση που το περιτριγύριζε. Ισόγειο και πρώτος όροφος, σοφατισμένο εξωτερικά, με την πέτρα από μέσα να υποφέρει, που κουβάλαγε μια ιστορία τριών αιώνων. Δίπλα του μια μπασιά που βγαίνει προς τη θάλασσα. Περνώντας το κατώφλι του, ξετυλίχθηκε μπροστά μου ένας φανταστικός κόσμος κατακλυσμένος από μια παράξενη υγρασία. Μια διάσταση του παρελθόντος που σε έκανε να χάνεις την ισορροπία σου, καθώς έρχεσαι από ένα άλλο κόσμο. Αντικείμενα χρηστικά κάποτε, που πάλευαν με την αδυσώπητη φθορά, ακίνητα, σαν σε μουσείο, που σε κοίταζαν με χαλκοπράσινα ή σκουριασμένα μάτια. Στο σαλόνι του ορόφου, έπιπλα και αντικείμενα ιδιαίτερης αισθητικής, που απέπνεαν την ατμόσφαιρα της εποχής τους. Τα πιο αξιόλογα είχαν μεταφερθεί στο σπίτι του Αργοστολιού. Τοίχοι με πίνακες, διακοσμητικά πιάτα και παλιές φωτογραφίες. Ατμόσφαιρα που τη βάραιναν τα πνεύματα των ανθρώπων που έζησαν ή πέρασαν απ’ εδώ, οι απόηχοι μιας οχλοβοής από κάποια γιορτή, οι αλήθειες και τα ψέμματα, οι ψίθυροι και οι κουβέντες που ακούστηκαν, τα  δάκρια και οι χαρές, οι φωνές και η σιωπή των αιώνων. Τα ίχνη τους άφησαν εδώ ο Μεταξάς τo 1920, ο Γεώργιος στα 1936, κι ο Παύλος στα 1953 με τους σεισμούς. Οι φωτογραφίες τους που φιγουράριζαν σε παλιές κορνίζες, αποτύπωναν τη ματαιότητα μιας άστατης δόξας που όμως έγινε ατμός και κίνησε την ιστορία με το δικό της τρόπο. Μετά την πρώτη αναπάντεχη έκπληξη, όταν ολοκληρώθηκε η περιδιάβαση του σπιτιού και θέλησα να ζυγίσω τα συναισθήματα μου, τα είδα να γέρνουν από την πλευρά της λύπης και της μελαγχολίας, για μια εποχή που έφυγε χωρίς γυρισμό. Το πνεύμα μιας θλίψης ήταν κυρίαρχο παντού.
     Η κυρά του μια μαραμένη γυναίκα, με περασμένα τα 95, μα το μυαλό της ξυράφι. Ψηλή, αρχοντική, ευγενική φιγούρα με το πρόσωπο αποστεωμένο. Η τελευταία κοντέσα, μιας ανεπανάληπτης περιόδου που παρέμεινε ως το τέλος αυστηρή με την εποχή της και την ιστορία της. Το πρόσωπό της σκαμμένο με ένα τραγικό βάθος. Θαμμένος σκελετός, καθισμένη στη πολυθρόνα της, στο μικρό ανατολικό μπαλκόνι του σπιτιού, μας ταξίδευε με κάποιες διακυμάνσεις μιας βαρείας μνήμης σε δόξες περασμένες. Μάρτυρας μιας ιστορίας σκεπασμένης από την πετρωμένη λάβα του χρόνου, αλλά κι από τον διαχωρισμό των τάξεων, που σήμερα ευτυχώς έχει εξαλειφθεί. Πόσο γενναιόδωρη στάθηκε δεν ξέρω. Το μυστικό του σπιτιού μας αποκάλυψε για την εξαίρεσή του από τους σεισμούς, που παρέμενε καλά φυλαγμένο, αναλλοίωτο στο χρόνο. Δεν είναι μόνο πως κτίστηκε πάνω σε τεράστιους ογκόλιθους που μεταφέρθηκαν με μαούνες, αλλά και η συνδετική ύλη ανάμεσα στις πέτρες των τοίχων του, που φτιάχτηκε με βάση την πορσελάνη.Πήγα και ξαναπήγα επίσκεψη, ευπρόσδεκτος πάντα μουσαφίρης, τους ξεραμένους βλαστούς μιας ερημικής μνήμης να μυρίσω, την αντανάκλαση ενός αιώνα που εναντιώνεται στην εποχή μου να αφουγκραστώ. Κι αυτή πολέμαγε να βάλει μπουρλότο στη λειτουργία της μνήμης, μα το φυτίλι δεν έφτανε πάντα να πιάσει η φωτιά. Καμιά φορά μόνο τα βράδια του καλοκαιριού, πέφτανε πάνω μας τ’ αστέρια στο κόλπο του Λιβαδιού, μπαρουτοσκονισμένα. Οπτασίες φωτισμένες με λαμπερά προσεισμικά πολύφωτα. Μνήμη σκεπασμένη με χορούς, Καντρίλιες και Λαντσίερες, επισκέψεις φίλων, καρναβάλια, ταξίδια στην Αθήνα. Η Σιόρα Κάτε, μέσα στη μοναδική ατμόσφαιρα του σπιτιού της στο Σαμόλι, έρχονταν από άλλη εποχή. Ήταν η προέκταση ενός κόσμου που είχε κατορθώσει να επιβιώσει από τους σεισμούς, μα ταυτόχρονα αντιπροσώπευε σε μια μεγαλειώδη εκδοχή του, ένα κόσμο σκεπασμένο από την ομίχλη της ιστορίας. Μας διηγείτο:  «Παίζαμε χαρτιά με την μητέρα της Μελίνας και μια παρέα σ’ ένα κοσμικό ξενοδοχείο των Αθηνών, λίγο πριν τον πόλεμο,  όταν αίφνης έφτασε η Μελίνα δέκα επτά χρόνων τότε, να της αναγγείλει ότι παντρεύτηκε τον Χαροκόπο. Δεν μπορούσε να συνέλθει από το σοκ».
     Πάντα με κατάτρεχε μια θλίψη κι ένας φόβος γι αυτό που αφήνουν πίσω οι άνθρωποι φεύγοντας. Στα 1999, όταν η Σιόρα πέρασε στα άτεγκτα χέρια του θανάτου από γηρατειά, η τετράγωνη μνήμη της αμπαρώθηκε πίσω απ’ την κεντρική πόρτα του σπιτιού κι έγινε φόβος, θαυμασμός και μυθιστόρημα. Τα παράθυρα όταν θ’ ανοίξουν πάλι, ν’ αντικρύσουν τ’ άνθη μιας νέας χαραυγής, ο κόσμος του σπιτιού θα είναι διαφορετικός χωρίς τους δικούς του ανθρώπους. Όμως αλλοίμονο, κάποια χρόνια αργότερα, το 2014, ένας  νέος σεισμός, πιστός υπηρέτης του Εγκέλαδου, που ποτέ δεν ξέρεις τις προθέσεις του γιατί αλλάζει πάντα το επίκεντρό του, έμελλε να καταστρέψει για καλά τούτη την ξεχασμένη από τον χρόνο γωνιά, διαγράφοντας κάθε ίχνος από ένα απαράμιλλο σκηνικό και μια ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα.

                                                                                                      Λ. Κατσιγιάννης

            Πηγή:leovard Το είδωλο της γης μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις