Γύθειο. Αύγουστος 1971
Ήταν όνειρο εκείνη η βραδιά
η απαλή στο γαλήνιο λιμάνι:
μόλις κούναγε αργά τα κουπιά
ο ψαράς για να βγει πυροφάνι.
η απαλή στο γαλήνιο λιμάνι:
μόλις κούναγε αργά τα κουπιά
ο ψαράς για να βγει πυροφάνι.
Ενανούριζε η άπλα η υγρή
στα νερά της το νέο φεγγάρι
κι ήσυχα είταν, σαν να’ χε η ζωή
σταματήσει μια ανάσα να πάρει.
στα νερά της το νέο φεγγάρι
κι ήσυχα είταν, σαν να’ χε η ζωή
σταματήσει μια ανάσα να πάρει.
Γλαρωμένος θαμπόβλεπε
ο νους
αλαφρύς από πόθους κι ελπίδες
να σκορπάν στους βαθιούς ουρανούς
οι στερνές της ημέρας αχτίδες.
αλαφρύς από πόθους κι ελπίδες
να σκορπάν στους βαθιούς ουρανούς
οι στερνές της ημέρας αχτίδες.
Ώσπου φάνηκε αρχή ντροπαλό,
μετά λάβρο του πόθου τ’ αστέρι
χύσαν φως οι φανοί στο γιαλό
κι οι ταβέρνες αρχίσαν νυχτέρι.
μετά λάβρο του πόθου τ’ αστέρι
χύσαν φως οι φανοί στο γιαλό
κι οι ταβέρνες αρχίσαν νυχτέρι.
Β.Ρώτας
Πηγή: leovard Το είδωλο της γης μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου