Σελίδες

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

 

Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων στη μνήμη του Ελληνισμού

Ομιλία του Μέγα Αρχιμανδρίτη ΙΩΑΝΝΗ ΤΑΣΣΙΑ στην Ηπειρωτική Εστία Θεσσαλονίκης (29 -2- 2004)

Ευχαριστώ τον κ. Πρόεδρο και όλους εσάς που σήμερα με την παρουσία σας τιμάτε μια εορτή ιστορικής μνήμης, η οποία έχει όλως ιδιαιτέρα σημασία για τον Ελληνισμό και ιδιαίτερα για τον Ελληνισμό της Ηπείρου.

Αισθάνομαι ιδιαίτερη δε συγκίνηση και χαρά, όχι τόσο για το ότι βρίσκομαι μια φορά ακόμα στον φιλόξενο χώρο της Ηπειρωτικής Εστίας ,αλλά διότι το γεγονός το οποίο αποτελεί αντικείμενο της σημερινής ομιλίας μου,συνδέεται με τους αγώνας εκείνους εις τους οποίους μετέσχε και μέλος της οικογενείας μου. Ο αείμνηστος παππούς μου ήταν Έφεδρος Αξιωματικός του Κωνσταντίνου και είχε λάβει μέρος και εις την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης αλλά και εις την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Ένα γεγονός λοιπόν, που με συνδέει συναισθηματικά με το θέμα που πραγματικά θα φροντίσω με κάθε συντομία και σαφήνεια να αναπτύξω.

Η Απελευθέρωσις των Ιωαννίνων, όπως και η Απελευθέρωσις κάθε Ελληνικής πόλεως από τον Τουρκικό ζυγό ήτανε γεγονός , το οποίο πλημμύριζε τις καρδιές των Ελλήνων Ορθοδόξων από χαρά και ευφροσύνη. Χαρά και ευφροσύνη, διότι ο Ελληνισμός όπου γης πάντοτε, αλλά ιδιαίτερα στην υπόδουλη Ελλάδα, είχε πραγματικά να αντιπαλέψει με αντιξοότητες, οι οποίες δεν είχαν μόνο καταδυναστευτικό χαρακτήρα, αλλά αποσκοπούσαν στην εξαφάνιση όλων εκείνων των ζωτικών στοιχείων που του επιτρέπουν την ελευθέρα και αξιοπρεπή ύπαρξή του.Παρά ταύτα όμως η διαχρονική πορεία της ιστορίας του Γένους μας έχει αποδείξει περίτρανα όπου υπάρχει η Ελληνική Ορθόδοξος συνείδησις εκεί τα εμπόδια μπορούν να  ξεπεραστούν αλλά και οι πιο ισχυροί και πιο πιεστικοί τυραννικοί θεσμοί καταλύονται και έτσι το Γένος συνεχίζει την ελεύθερη πορεία του.

Βέβαια,η Απελευθέρωσις της πόλεως Ιωαννίνων είναι ένα γεγονός ξεχωριστής ιστορικής σημασίας,διότι συνδέεται αφενός μεν με την προσπάθεια την οποία κατέβαλε ο Ελληνισμός για να αποτινάξει τον Τουρκικό ζυγό, από την άλλη πλευρά η επιθυμία αυτή του Ελληνισμού των λεγομένων Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ουδέποτε ήθελαν την Ελλάδα να έχει μια υπόσταση και μια διάσταση , η οποία να έχει ως χαρακτηριστικό της ιδίωμα το δυναμικό στοιχείο της υπεροχής και του ορισμού των πραγμάτων μιας ευρυτέρας ζώνης όπως είναι τα Βαλκάνια. Γι αυτό και βλέπουμε και θα δούμε στην πορεία ότι ενώ ελευθερώθηκε  ένα μεγάλο τμήμα της Βορείου Ηπείρου , στο τέλος όταν ήρθε η στιγμή των διαπραγματεύσεων  οι Μεγάλοι χώρισαν τα σύνορα και άφησαν ένα μεγάλο μέρος του Ελληνισμού  να αποτελέσει πληθυσμιακό στοιχείο του άρτι συσταθέντος τότε νέου κράτους της Αλβανίας.

Επομένως η ιστορική ματιά σε γεγονότα που αφορούν την ελευθερία του τόπου  μας έχουν μια ξεχωριστή σημασία, γι αυτό και τα γεγονότα αυτά στη μνήμη του Ελληνισμού παραμένουν πάντοτε ανεξίτηλα. Είναι γεγονότα που ο λαός μας τα τραγούδησε με τα δημοτικά του τραγούδια , είναι γεγονότα τα οποία μίλησαν στη ζωντανή παράδοση του τόπου, διαμόρφωσαν τις εθνικές συνειδήσεις και αποτέλεσαν σταθμούς για μας τους νεωτέρους , ενός αναβαπτισμού και ενός, επίσης, προβληματισμού.Οι συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη είναι συνθήκες που έχουν παράλληλα και κοινά στοιχεία με τις συνθήκες που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκόσμια κοινότητα. Βέβαια τότε τα δεδομένα ήσαν διαφορετικά, πλην όμως  τα κίνητρα των Μεγάλων Δυνάμεων ήσαν πάντοτε τα ίδια. 

Για τα κατανοήσωμεν λοιπόν, την σπουδαιότητα της  Απελευθερώσεως των Ιωαννίνων, ας μου επιτραπεί να κάνουμε μια αναφορά εις την περιρρέουσα τότε ατμόσφαιρα εξ απόψεως Πολιτικής, Στρατιωτικής και Κοινωνικής, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το γεγονός της Απελευθερώσεως των Ιωαννίνων. 

Η Ελλάδα μετά την Ανεξαρτησία της μετά την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδόθηκε αμέσως στην κρατική της οργάνωση και ανασυγκρότηση. Η ατυχής όμως έκβαση του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 όπως και η ένταση που ακολούθησε στο χώρο της Μακεδονίας από τη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων την ανάγκασε να αναπτύξει έντονη δραστηριότητα για τη βελτίωση της κατάστασης των υποδούλων ομοεθνών της στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, που ήταν αναπόσπαστα εδάφη της και στα οποία ζούσε συμπαγές και πολυπληθές Ελληνικό στοιχείο που διακρινόταν για το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο ,την πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη . 

Μπορεί δηλαδή μέσα στο χώρο αυτόν να υπήρχε η τουρκική κατοχή πλην όμως ο Ελληνισμός ανθούσε. Υπήρχε υποδομή αρίστη και στο χώρο της Παιδείας και στο χώρο της Εκκλησιαστικής διακονίας αλλά και στο τομέα της Οικονομίας. Όλα αυτά όμως αποτελούσαν αντικείμενα, τα οποία ελυμαίνοντο οι σφετεριστές και της Ιστορίας , αλλά και η εν τοις πράγμασι υλοποιούμενη επιβολή μέσω των Βουλγαρικών κομιτάτων. Η όποια όμως προσπάθεια του ελευθέρου Ελληνικού κράτους για την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού  ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί  και να καρποφορήσει , γιατί η Τουρκία εξακολουθούσε να είναι ισχυρή και γιατί η πολιτική των Ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Βαλκανική είχε διαμορφωθεί κάτω από το δόγμα της διατήρησης του τότε εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή, χωρίς να επιτρέπει καμία ουσιώδη μεταβολή.

Μία επισήμανσις η οποία πραγματικά έχει και μια αντίστοιχον και παράλληλον αναφοράν με τη δική μας : και σήμερα λέμε ότι τα σύνορα παραμένουν ως έχουν, δεν μετακινούνται , δεν αλλάζουν τα σύνορα, πλην όμως εν τοις πράγμασι βλέπουμε να επιχειρούνται αλλαγές , οι οποίες αλλοιώνουν και τις πληθυσμιακές συνθέσεις, αλλά και αποτελούν απειλή των Εθνικών μας συμφερόντων.Σε κάθε απαίτηση ή διάβημα των Βαλκανικών Κρατών  για τα δικαιώματα των ομοεθνών πληθυσμών τους, η απάντηση της Τουρκίας ήταν αρνητική και πολλές φορές απειλητική. Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί  έπρεπε να εξαφανιστούν. Η νέα εθνικιστική πολιτική της Τουρκίας τέθηκε σε εφαρμογή με σειρά μέτρων, όπως της υποχρεωτικής στρατολογίας των Χριστιανών, της διδασκαλίας της Τουρκικής γλώσσας στα ξένα σχολεία, της κατάργησης ορισμένων προνομίων, κυρίως όμως η οργή των Νεοτούρκων στράφηκε εναντίον των Ελλήνων και έτσι ο υπόδουλος Ελληνισμός τέθηκε πάλι σε διωγμό.Βλέπετε ότι οι αρχές παραμένουν οι ίδιες, δεν αλλάζουν, δηλαδή, ο εξαφανισμός και ο εκριζωμός του χριστιανικού στοιχείου. Αυτό υπήρχε τότε, το βλέπουμε μετά στα μεταγενέστερα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, το βλέπουμε στα τελευταία γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως και το βλέπουμε ακριβώς και σήμερα πως όλα αυτά διαμορφώνονται.

Η Ελλάδα προ της νέας αυτής καταστάσεως οργάνωσε το Στρατό  της σε νέες βάσεις και εφοδιάστηκε με απαραίτητο πολεμικό υλικό. Ενώ νέες μονάδες προστέθηκαν στον Στόλο. Παράλληλα άρχισε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Είχε γίνει κατανοητό ότι δεν ήταν δυνατόν η Ελλάδα να αντιπαραταχθεί μόνη της κατά της Τουρκίας. Έπρεπε να ζητηθεί η συνεργασία και άλλων Βαλκανικών κρατών και η κατάσταση ήταν ευνοϊκή. Μετά από διαπραγματεύσεις με τέσσερα Χριστιανικά βαλκανικά Κράτη , αν και δεν είχαν υπογράψει κοινό αμυντικό σύμφωνο,βρέθηκαν,στις αρχές του φθινοπώρου του 1912, συνενωμένα και αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η αντίδραση της Τουρκίας στην αντίδραση των Βαλκανικών Κρατών, εκδηλώθηκε άμεσα και δυναμικά με την ενίσχυση των παραμεθορίων φρουρών και τη μετακίνηση, με το πρόσχημα της διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων , σημαντικών δυνάμεων από την Μακεδονία και τη Θράκη. Σε απάντηση τα Βαλκανικά κράτη κήρυξαν γενική επιστράτευση και το Μαυροβούνιο κήρυξε πρώτο στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Βλέπετε οι μέθοδοι είναι οι αυτοί, είτε στρατιωτικά κοιτάς για δήθεν επεμβάσεις αρκεί να υπάρχει πάντοτε η στρατιωτική δύναμις η οποία αποτελεί το μοχλό και της απειλής αλλά και το μέσο δια του οποίου πραγματοποιείται ένα σχέδιο ξεριζωμού.Ο πόλεμος ήδη μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων και της Τουρκίας ήταν αναπόφευκτος και στις 5 Οκτωβρίου του 1912 άρχισαν οι εχθροπραξίες με τον Βουλγαρικό στρατό να επιχειρεί προς την Ανατολική Θράκη, το Σερβικό προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι και τον Ελληνικό προς την Μακεδονία και την Ήπειρο.

Η στρατιά της Θεσσαλίας άρχισε την προέλασή της το πρωί της 5ης Οκτωβρίου του 1912 με σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας , αφού απώθησε Τουρκικά τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα , συνέχισε την προέλασή της και στις 9 Οκτωβρίου επιτέθηκε κατά των Τούρκων στην οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου.  Τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μια άλλη  με υπερκερωτική ενέργεια έφτασε στα νότια της τοποθεσίας εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη  εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους. Η 6η Μεραρχία αφού κατεδίωξε τους Τούρκους το πρωί της 10ης Οκτωβρίου  , εισήλθε  το απόγευμα στα Σέρβια , ενώ τμήματα ταξιαρχίας ιππικού κατέλαβαν στις 11 Οκτωβρίου την Κοζάνη και έτσι η νίκη του ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο ενίσχυσε το ηθικό και άνοιξε τις πύλες για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας. 

Μετά την ήττα των Τούρκων στο Σαραντάπορο, η στρατιά της Θεσσαλίας στράφηκε προς ανατολικά με σκοπό την απελευθέρωση το ταχύτερο, της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε  το κύριο πολιτικοστρατηγικό σκοπό των επιχειρήσεων εις την Μακεδονία. Ακολούθησε στις 16 Οκτωβρίου η Απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης,στις 19 και 20 Οκτωβρίου του 1912 κατά τη νικηφόρα μάχη του Ελληνικού Στρατού στα Γιαννιτσά, οι Τούρκοι μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, συμπτύχθηκαν  εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη και υποχρεώθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις να υπογράψουν στις 26 Οκτωβρίου του 1912 την παράδοση της Θεσσαλονίκης και του Τουρκικού στρατού που ήταν περίπου 26.000 άνδρες ,70 πυροβόλα και 1.200 κτήνη,υπήρχε και το Ιππικό τότε. Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς την Μακεδονία όπου διαδοχικά απελευθέρωσε την Καστοριά, την Φλώρινα και την Κορυτσά. 

Βλέπετε δηλαδή ότι ο Ελληνικός Στρατός δίνει μια προτεραιότητα στην Απελευθέρωση της Μακεδονίας,της Θεσσαλονίκης, διότι εδώ υπήρχε η απειλή από τους Βουλγάρους και υπήρχε ο κίνδυνος να εγκατασταθούν στα εδάφη αυτά και να μην μετακινούνται και να υπάρξουν βεβαίως άλλες δυσάρεστες εξελίξεις δια τον Ελληνισμό.

Το Ελληνικό Ναυτικό ,που αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Συμμαχίας, συνετέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων.Ταυτόχρονα με ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την Απελευθέρωση των ιερών χωμάτων της Μακεδονίας και της Ηπείρου ο στόλος με ηγέτη τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη απελευθέρωσε με εθελοντικά Σώματα προσκόπων και αγήματα πεζοναυτών στη Χαλκιδική και το ένα μετά το άλλο τα Ελληνικά νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Με τις ιστορικές εξάλλου ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου  (5 Ιανουαρίου 1913) με επικεφαλής το  θρυλικό θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ , όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του πολέμου , αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές τουρκικών στρατευμάτων από τις αστικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις 9 Δεκεμβρίου το 1912 το υποβρύχιο  ΔΕΛΦΙΝΙ επιτέθηκε κατά του τουρκικού καταδρομικού Μετζιβιέ, γεγονός που απετέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες επιτυχιών του Ναυτικού μας ήταν η ποιοτική υπεροχή και η ναυτική παράδοση του προσωπικού καθώς και η εμπνευσμένη του ηγεσία.

Βλέπουμε ότι ο Στρατός μας ακολουθεί μια πάρα πολύ φιλοσοφημένη και επιστημονική , θα έλεγα, μέθοδο, με την οποία αφενός μεν απελευθερώνει όλον τον κορμό της Μακεδονίας, από την άλλη πλευρά αποκόπτει την επικοινωνία του Τουρκικού στόλου και έτσι δεν υπάρχει ανεφοδιασμός των λοιπών εδαφών, τα οποία κατέχουν.Όμως δεν ήταν μόνο το Ναυτικό μας, δεν ήταν το Πεζικό, δεν ήταν το Πυροβολικό, δεν ήταν το Ιππικό. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο. Τέλος σοβαρά συνέβαλε κυρίως στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου και ο Αεροπορικός στολίσκος. Παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες κατά επιγείων εχθρικών στόχων προς όφελος του στρατού στην Μακεδονία και την Ήπειρο.Επιπλέον, στις 24 Ιανουαρίου 1913 Ελληνικό υδροπλάνο πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό  στόλο στα Δαρδανέλια  κατά του οποίου έριξε και 6 βόμβες. Δίκαια συνεπώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσον, στο πεδίο της μάχης.

Μετά από συζητήσεις  η Τουρκία ζήτησε ανακωχή. Η Ελλάδα δε συμφώνησε με τους όρους ανακωχής και στις 20 Νοεμβρίου του 1912 συνέχισε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Μετά την υπογραφή της ανακωχής αντιπρόσωποι όλων των εμπολέμων συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας συνήλθαν στο Λονδίνο για τη σύναψη οριστικής ειρήνης.Εξαιτίας όμως της τουρκικής αδιαλλαξίας , οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν στις 24 Δεκεμβρίου 1912 χωρίς στο μεταξύ να επιτευχθεί κάποια συμφωνία.

Βλέπετε ότι η αδιαλλαξία δεν είναι μόνο φαινόμενο των ημερών μας, αλλά είναι μια τακτική την οποία χρησιμοποιεί η Τουρκία στο διπλωματικό της χώρο και βλέπετε ότι ο τρόπος με τον οποίο  είχαν αντιδράσει οι τότε κρατούντες εις την Ελλάδα απεδείχθη , όπως  θα δούμε  και από τα αποτελέσματα, σοφός και κατά τα πάντα ωφέλιμος για τα μεγάλα ζητήματα της πατρίδος μας.

Ο Ελληνικός Στρατός το 1912 διέθετε περιορισμένες δυνάμεις στην Ήπειρο.Ήταν όμως υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα.Της Μακεδονίας και της Ηπείρου, γι αυτό και δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο κατευθύνσεις.Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην Απελευθέρωση της Μακεδονίας,γιατί το επέβαλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι...

Οι Ελληνικές Δυνάμεις , αφού πέρασαν τον Άραχθο ποταμό, μετά από σύντομο αγώνα κατέλαβαν τις πόλεις:  Άρτα, Πρέβεζα και Μέτσοβο. Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν  αρκετά ενισχυθεί με νέες από την περιοχή του Μοναστηρίου δυνάμεις. Έτσι κυρίως εξαιτίας αυτού αλλά και δυσμενών καιρικών συνθηκών η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε. Πρέπει να τονίσουμε στο σημείο αυτό και να υπογραμμίσουμε ότι την όλη οχύρωση των Ιωαννίνων την είχαν αναλάβει Γερμανοί Αξιωματικοί και βεβαίως υπήρχε και ένα κύκλωμα με τα πρόσωπα της διπλωματίας και χρησιμοποιούσαν κυρίως τις κοινωνικές σχέσεις  και επαφές με γυναίκες αξιωματικών κλπ, κλπ. Και τι κάνανε; Μαθαίνανε τις πληροφορίες των επιτελικών σχεδίων με αποτέλεσμα ενώ επιχειρούσε ο στρατός τις επιχειρήσεις να ευρίσκεται προ προβλημάτων που δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Για αυτό και στη τελική μάχη ο Στρατηλάτης Κωνσταντίνος άλλο σχέδιο είχε αφήσει να διαρρεύσει ότι θα εκπονηθεί , ότι θα εφαρμοστεί και άλλο σχέδιο εξεπόνησε και κατά αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε το επιθυμητό γεγονός.

Η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να ελευθερωθεί η Ήπειρος  πριν τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων.Έτσι ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μια Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική  προσπάθεια.Μετά όμως από αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες από την 1η μέχρι την 3η Δεκεμβρίου του 1912 οι Ελληνικές Δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο μέχρι που ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε και με άλλες Μεραρχίες από τις επιχειρήσεις εις την Μακεδονία. Γιατί στο μεταξύ είχε απελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη και η Δυτική Μακεδονία και ήταν δυνατή η απαγκίστρωση δυνάμεων για την επίσπευση της Απελευθέρωσης της Ηπείρου .Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913 με κύρια προσπάθεια κατά του οχυρού Μπιζάνι και πάλι αναχαιτίστηκε από τους Τούρκους με πολλές μάλιστα απώλειες για τις Ελληνικές Δυνάμεις.

Τελικά, σφοδρή επίθεση που εκτοξεύθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1913 είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων και μάλιστα από την βαθιά Ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους, την άνευ όρων παράδοση στον ελληνικό στρατό της πόλης των Ιωαννίνων μετά από δύο μέρες στις 21 Φεβρουαρίου 1913 από τον Τούρκο διοικητή Εσάτ Πασά.

Αξίζει τον κόπο να αναγνώσω ένα κείμενο το οποίο αποτελούσε και  ιστορικό κείμενο της εποχής εκείνης :'' Έπεσε το Μπιζάνι. Πήραμε τα Γιάννενα,23 Φεβρουαρίου . Από το Χάνι του Εμίν Αγά ανακοινώθηκε ότι άρχισε η προέλαση προς τα Ιωάννινα. Η επιχείρηση κατάληψης της πόλης θα πραγματοποιηθεί με ελιγμό, αφού προηγουμένως επιτευχθεί η απομόνωση και πτώση του Μπιζανίου. Η επίθεση κατά του Μπιζανίου άρχισε στις 11 Φεβρουαρίου και επεκτάθηκε σε όλες τις διευθύνσεις. Οι Τουρκικές δυνάμεις προβάλουν σθεναρή αντίσταση και ο στρατός μας προχωρεί με βραδύ ρυθμό. Τις επόμενες 4 ημέρες οι εχθρικές δυνάμεις με καταιγισμό βολών προσπαθούσαν να παραπλανήσουν το Στρατό μας, τις Ελληνικές θέσεις τις ενίσχυσε και η εμφάνιση της Αεροπορίας μας , η επιτυχής δράση της οποίας σε συνδυασμό με τη δράση του Στόλου δημιούργησε κλίμα ηττοπάθειας στον αντίπαλο. Το Μπιζάνι έπεσε. Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε στις 18 Φεβρουαρίου με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων. Την επομένη ο Διάδοχος Κωνσταντίνος διέταξε γενική επίθεση κατά των φρουρίων Ιωαννίνων. Μετά από σφοδρές μάχες οι Ελληνικές Δυνάμεις κατανίκησαν τον εχθρό. Το Πρωτόκολλο παράδοσης υπογράφτηκε στις 21 Φεβρουαρίου και οι άνδρες του Τουρκικού Στρατού περί τις 30.000 θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου.Χθες ο νικητής Αρχιστράτηγος εισήλθε στα Ιωάννινα συνοδευόμενος από τον Γενικό Επιτελάρχη Στρατηγό Δαγκλή και τους Πρίγκιπες Ανδρέα, Χριστόφορο, Γεώργιο και Αλέξανδρο .Τον υποδέχθηκε ο νέος Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης,οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων και το σύνολο του λαού της ηπειρωτικής πρωτεύουσας που παραληρούσε από ενθουσιασμό''.

Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής Τουρκικής αντίστασης στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο με την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε  διεθνώς.  Μετά την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεχτός με άκρατο πατριωτικό ενθουσιασμό ,από την ακραιφνή  ελληνική συνείδηση και από τον πληθυσμό της περιοχής αυτής.Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού,δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.Οι πόθοι και τα όνειρα της Βόρειας Ηπείρου έμειναν ανεκπλήρωτα , γιατί η Βόρεια Ήπειρος παραχωρήθηκε με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος.

Το τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο , την Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου μας.Αν δεν υπήρχε αυτός ο συντονισμένος πραγματικά αγώνας θα ήταν τα αποτελέσματα της ιστορικής πραγματικότητας της σημερινής, πολύ διαφορετικά και πολύ τραγικά.Όμως ο Ελληνισμός τότε είχε μέσα του ζωντανή τη μνήμη. Τη μνήμη ενός χρέους προς την παράδοση ,χρέους προς τις θυσίες, χρέους προς τον πολιτισμό,χρέους που πηγάζει από την αγάπη προς την πατρίδα. Γι αυτό και αγωνίστηκαν ,γι αυτό και πάλεψαν, γι αυτό και δεν εφείσθησαν θυσιών. 

Ναι, από τη μια πλευρά λειτουργούσε η διπλωματία , από την άλλη πλευρά όμως εκαλλιεργείτο ένα δυναμικό στοιχείο μέσα από τον εξοπλισμό και μέσα από το γενναίο φρόνημα της εθνικής συνειδήσεως.

'' Τα πήραμε τα Γιάννενα μάτια πολλά το λένε και γελάν και κλαίνε΄΄, γιατί πραγματικά το γέλιο και το κλάμα συναντήθηκαν σε αυτή την μεγάλη κορυφαία στιγμή του ηπειρωτικού Ελληνισμού. Γιατί με την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων απελευθερώνεται και πραγματικά το ζωτικό εκείνο κεφάλαιο της πατρίδος μας που αποτελεί, όχι μόνον ένα στοιχείο πνευματικών και εθνικών εμπνεύσεων και παραδόσεων, αλλά γιατί η περιοχή αυτή ήταν καθοριστικής σημασίας στην ευρύτερα πολιτική, πνευματική και κοινωνική ανάπτυξη του τόπου.

Πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι ο ελληνισμός παρά τους διωγμούς και παρά τις εξοντωτικές επιθέσεις που εδέχετο είχε κατορθώσει να έχει την αυτοτέλειά του και τη δυναμική του παρουσία, αλλά πάνω από όλα να αντέξει και να επιβιώσει. Άντεξε και επιβίωσε, γιατί είχε στηρίξει την υπόστασή του σε αξίες αληθινές, σε αξίες που και σήμερα είναι απαραίτητες να συνειδητοποιήσουμε. Βέβαια, να πούμε πως η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων στη μνήμη των Ελλήνων σήμερα (πως θυμάται κανείς σήμερα αυτή τη μνήμη) να πούμε την αλήθεια: οι μνήμες αυτές, δυστυχώς σήμερα , δεν προβάλλονται. Οι μνήμες αυτές δεν υπογραμμίζονται,γι αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να συγχαρώ την Ηπειρωτική Εστία , που πραγματικά εδώ στη Θεσσαλονίκη έχει την έμπνευση πάντοτε να έχει την αναφορά της σε αυτές τις μεγάλες ιστορικές μνήμες.

Ιστορικές μνήμες που δεν αποτελούν συγκεντρώσεις επετειακών ευκαιριών,αλλά εκδηλώσεις που μας δίνουν την δυνατότητα να στοχαστούμε, να δούμε αυτό που βρίσκεται μπροστά μας και που λέγεται μέλλον, να αναλογιστούμε αυτό που αποτελεί παρελθόν και που λέγεται ιστορική παρακαταθήκη, γιατί και σήμερα ο Ελληνισμός βρίσκεται και πάλι μπροστά σε αυτές τις ίδιες προκλήσεις. Προκλήσεις, οι οποίες γεωπολιτικά έχουν μια διαφορετική ταυτότητα και έναν διαφορετικό προσδιορισμό.

Δεν υπάρχει σήμερα βεβαίως η συνθήκη των πολεμικών αντιπαραθέσεων και απευχόμεθα εις το να μην υπάρξει ποτέ πια. Πλην όμως τα συμφέροντα του Ελληνισμού θα πρέπει να τα υπηρετήσουμε όλοι μας, κλήρος και λαός. Όλοι πρέπει να έχουμε κοινή ευθεία και βεβαίως οι πολιτικοί μας άρχοντες θα πρέπει να καυχώνται ,διότι ηγούνται σε έναν τόπο και σε μια πατρίδα, η οποία έχει ιστορία , έχει πολιτισμό , έχει παράδοση και παράδοση δεν είναι αυτό που αποτελεί παρελθόν, αλλά αυτό που αποτελεί συνέχεια και είναι παρόν. Και ο Ελληνισμός έχει συνέχεια και έχει παρόν και αυτή η συνέχεια και το παρόν μπορούν να έχουν ένα λαμπρό μέλλον, εάν συνειδητοποιήσουμε τις μεγάλες αξίες που πρέπει να συνέχουν και το δικό μας βίο και οι αξίες αυτές είναι οι αξίες, της Ορθοδόξου πίστεώς μας (μια  και  είναι σήμερα και Κυριακή της Ορθοδοξίας), είναι οι αξίες που πηγάζουν μέσα από την αναστήλωση των εικόνων και η αναστήλωση των εικόνων δεν αποτελεί απλώς μια πράξη τοποθέτησης των εικόνων στα προσκυνητάρια των ναών, αλλά εκφράζουν μια βαθύτατη θεολογία που αφορά εις την ανόρθωση του πεπτωκότος ανθρώπου.

Έτσι λοιπόν, εμείς που είμαστε εικόνες του Θεού, εμείς που εκφράζουμε εδώ την Ορθοδοξία αυτήν την εικόνα του Οικουμενικού Ελληνισμού ,καλούμαστε μέσα από τις μνήμες των ιστορικών γεγονότων να υπηρετήσουμε αυτήν την ανόρθωση, την εθνική μας ανόρθωση, την πνευματική μας ανόρθωση, την κοινωνική μας ανόρθωση, διότι η Ευρωπαϊκή πρόκλησις είναι πραγματικά ένα δεδομένο.Και ο Ελληνισμός σε αυτήν την πρόκληση καλείται να διατηρήσει τις μνήμες του, γιατί λαός που ξεχνά την ιστορία του εξαφανίζεται. Λαός που κόβει τις ρίζες του παρελθόντος, είναι λαός, ο οποίος εκτέμει τις ρίζες που του χαρίζουν τη ζωή και τη δυνατότητα της παρουσίας.Με αυτές λοιπόν τις απλές σκέψεις, πιστεύω ότι εκφράζω και τα συναισθήματα όλων .

Ο Ηπειρωτικός Ελληνισμός έζησε αυτό το μεγαλείο της Ελευθερίας, γιατί συνέβαλε σε αυτήν την Ελευθερία και πότισε το δένδρο της Ελευθερίας με  αίμα άφθονο.Ο Ελληνισμός της Ηπείρου μεγαλούργησε και προσέφερε σε ολόκληρο το Γένος ύψιστες εθνικές και κοινωνικές υπηρεσίες. Με τους μεγάλους ευεργέτες , με τους μεγάλους άνδρες που εκόσμησαν και κοσμούν την κοινωνία και την ανθρώπινη επιστημονική κοινότητα. Είναι εκείνοι που προκρίθηκαν και προκρίνονται σε όλους τους τομείς. Μπορεί να ήσαν υπόδουλα τα Γιάννενα, αλλά ήταν πρώτα λέει ε! στ' άρματα,στα γρόσια και στα γράμματα. Λοιπόν, αυτό το τρίστηλο ας αποτελεί μία πηγή προβληματισμού αλλά και εμπνεύσεως , από την άλλη πλευρά η χαρά για την ελευθερίαν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ελληνική ψυχή, η χαρά για την ελευθερίαν, λευτερώθηκαν τα Γιάννενα , ελευθερώθηκε η Ήπειρος , αλλά τα Γιάννενα, η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη που ελευθερώθηκαν θα πρέπει να παραμείνουν για πάντα ελεύθερα. Και θα μείνουν ελεύθερα, εάν έχουμε αδούλωτες ψυχές ελληνικές που έχουν προσανατολισμό πίστης, αγάπης για την παράδοση, για την πατρίδα, για τον πολιτισμό.

Νομίζω λοιπόν, πως ο Ελληνισμός με αυτές τις προοπτικές έχει στη σκέψη του, στη συνείδησή του τις μνήμες των Εθνικών επετείων και των εθνικών εορτών.Και με αυτές τις προϋποθέσεις μπορούμε και εμείς σήμερα να τιμήσουμε εκείνους, που πότισαν της λευτεριάς το δένδρο των Ιωαννίνων με το αίμα τους το τίμιο και το αγιασμένο.

Χρόνια πολλά σε όλους και ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης να ευλογεί την πατρίδα μας, να ευλογεί τα Γιάννενα ,την πρωτεύουσα της Ηπείρου , τον Ελληνισμό μας όπου γης  και να πορευόμαστε σε αυτήν την ένδοξη πορεία των προγόνων μας που έγραψαν πραγματικά ιστορία και που έθεσαν τα θεμέλια για ένα αίσιο και ευτυχές αύριο.-

                                                                                   


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις