Σελίδες

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019



Με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1940 στην Μπολένα.
Ο μπάρμπα-Στάθης από τη Λευκάδα ανιστορεί τη γνωριμία του στο Αλβανικό μέτωπο με τον ανθυπολοχαγό Οδυσσέα Αλεπουδέλη.

Ο Οδ.Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο.
Θυμάται πολλά ο μπάρμπα- Στάθης από τον πόλεμο στην Αλβανία, πολλά και πολύ ενδιαφέροντα.
«Ανήμερα του Αγίου Νικολάου, ο λόχος μας (7ος λόχος του 24 ου Συντάγματος) μπήκε πρώτος στο Δέλβινο. Λίγη ανάπαυλα εκεί, κι ύστερα προέλαση προς το βορρά. Δώσαμε μάχες, πολλές μάχες, ώσπου φτάσαμε στην περιοχή της Μπολένας, όπου οι Ιταλοί μας καθήλωσαν για πολύν καιρό.
Ένα αρβανιτοχώρι είναι η Μπολένα, ανάμεσα στη Χειμάρρα και το Τεπελένι. Η προωθημένη μονάδα μας, στην ανατολική πλευρά του χωριού, αποτελούσε σφήνα στην πολυάριθμη ιταλική παράταξη, που δεν μπορούσε να ανεχτεί την παρουσία μας εκεί.
Το επιτελείο του λόχου εγκαταστάθηκε σ’ ένα πέτρινο καλύβι, σκεπασμένο με πλάκες. Για πόρτες και παράθυρα, ούτε λόγος. Φροντίσαμε να φράξουμε τ’ ανοίγματα με κλαριά, ή με σάπια σανίδια που βρίσκαμε στις παρατημένες στάνες των Αρβανιτάδων.
Βάλαμε μέσα δυο κρεβάτια εκστρατείας, για να δίνει ο γιατρός τις πρώτες βοήθειες σε αρρώστους ή τραυματίες, πριν τους μεταφέρουμε νοτιότερα. Τις λιγοστές φορές που τα κρεβάτια ήταν άδεια, κοιμόνταν με βάρδιες οι τρεις βαθμοφόροι. Ο διοικητής Επαμεινώνδας Χόρτης, ο ανθυπολοχαγός Μαραγκός και ο γιατρός Μιχάλης Κουκάκης. Όταν σκοτώθηκε ο Χόρτης, τη θέση του την πήρε ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης (Ελύτης), που ήρθε με απόσπαση από την 3 η Μεραρχία.
Πότε ακριβώς έφτασε στο λόχο ο Αλεπουδέλης;
Παρουσιάστηκε τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη. Μπήκε στην υπηρεσία, επιβλέποντας τη διάνοιξη χαρακωμάτων, και συχνά ο ίδιος με τον κασμά βοηθούσε τους στρατιώτες. Εκείνες τις μέρες μιλούσαν για την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Προετοιμαζόμασταν. Δεν έλειπαν, βέβαια, και οι καθημερινές αψιμαχίες με τους Ιταλούς.
Χιονιάς, κρυοπαγήματα, ψείρες, γαλέτα σκέτη. Ο Μαραγκός θέλησε να πειράξει τον συνάδελφό του μια μέρα.
-Αλεπουδέλη, κρίμα τ’ όνομά σου. Ούτε μια τρύπα δεν μπορείς ν’ ανακαλύψεις, να βάλουμε μέσα το σαρκίο μας, να μη μας φάει τ’ αγιάζι και η παγωνιά.
Ο ανθυπολοχαγός σιώπησε. Κατάλαβε ο Μαραγκός πως τέτοιο αστείο δεν πήγαινε στην ιδιοσυγκρασία του νεοφερμένου αξιωματικού. Διόρθωσε αμέσως.
-Τι λέω; Εγώ, ο Μαραγκός, που ούτε μια σανίδα δεν έχω, ν’ ακουμπήσω τα πόδια μου, που τα ρημάζουν τα κρυοπαγήματα.
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή του στην προκάλυψη, για τη συμπεριφορά του προς τους στρατιώτες, για τη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ σας εκείνους τους δύσκολους καιρούς;
Μου μίλησες πριν για τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Πενήντα χρόνια άκουγα γι’αυτόν. Πού να φανταστώ πως πίσω απ’ το ψευδώνυμο αυτό βρισκόταν ένας πολύτιμος φίλος. Νιώθω έκπληξη, αλλά και περηφάνια.
Θα μου μιλήσεις εσύ με το σειρά σου για το καμάρι της πατρίδας μας . Εγώ με απλά λόγια θα σου τον περιγράψω όπως τον έζησα στο χαράκωμα, στην καλύβα μέσα, στις αγρύπνιες των επιφυλακών, στις ώρες της στέρησης, στη μανία των ανέμων. Με τους φαντάρους συναναστρεφόταν όλη μέρα, φιλικός, πρόσχαρος. Τους ρωτούσε για τις μάχες που είχαν δώσει. Για τις ανδραγαθίες των τολμηρών. Ζητούσε λεπτομέρειες από τις αναμετρήσεις με τους Ιταλούς, επαινούσε όλους για τη συμπεριφορά τους απέναντι στους αιχμαλώτους. Στο πρόσωπο του διακρίναμε όλοι μια γλυκύτητα, μια πραότητα, μια αντοχή ή και αδιαφορία στις κακουχίες, έστω κι αν έδειχνε καλομαθημένος.
Τον ξεχωρίζαμε από μια αδιάβροχη καμπαρντίνα, που φορούσε συνέχεια. Μου την έδινε κι εμένα να τη φορώ τα βράδια, όταν είχα υπηρεσία κι έξω τ’ αγριοκαίρι πάγωνε το αίμα.
Λίγο πριν τον κατάρρευση του μετώπου, κατέβηκε στα Γιάννενα, να επισκεφθεί τους γιατρούς. Τον βασάνιζαν τα δέκατα και συχνά οι πυρετοί. «Αν δεν ξανάρθω στη μονάδα», μου είπε, «κράτησε την καμπαρντίνα». Δεν γύρισε στο λόχο ξανά.
Κάποιες λεπτομέρειες από την προσωπική του ζωή, που αξίζει να τις αναφέρω, δυσκολευόμουν να τις καταλάβω. Γλυκίσματα, που αραιά λάβαινε, δεν τα δοκίμαζε. «Μοίρασε τα, Στάθη, στους στρατιώτες», μου έλεγε.
Δέματα που έφταναν κάποτε στο λόχο γι’ αυτόν, ούτε τ’ άνοιγε. Εγώ τ’ άνοιγα με την άδειά του, κι αυτός μου έδινε εντολή σε ποιον να δώσω κάτι από το περιεχόμενό του. Μισθό δεν περίμενε ποτέ. Ήρθε ο ταχυδρόμος στο λόχο και τον κάλεσε να υπογράψει την κατάσταση, για να πληρωθεί. Είχε τρεις μήνες να πάρει τους μισθούς του. «Άφησε με ήσυχο», του είπε. «Εγώ τι να τα κάμω ξένα χρήματα», παραπονέθηκε ο ταχυδρόμος. «Κάντα ό,τι Θέλεις», ήταν η απάντηση.
Είχαμε δυο περιπτώσεις αυτοτραυματισμού στρατιωτών. Του έδωσαν εντολή να κάμει τις ανακρίσεις. Συνοφρυωμένος, σχεδόν άρρωστος, παράτησε απ’ την πρώτη στιγμή την προσπάθεια να προχωρήσει στη σχετική διαδικασία. Με είχε πάρει μαζί του για γραμματέα. Με παράτησε μονάχο. «Γράψε ό,τι σου πουν», μου είπε, «και φέρτα στην καλύβα, να ιδούμε τι θα κάνουμε».
Αλλά εκείνο που τον κρατούσε σε διαρκή αγωνία ήταν η επιμονή του να μάθει με κάθε λεπτομέρεια για την τελευταία μάχη με τους Ιταλούς, που στοίχισε τη ζωή στον διοικητή μας και σ’ άλλους συμπολεμιστές μας. Ρωτούσε τον κάθε στρατιώτη, επισκεπτόταν συχνά το ύψωμα όπου έγινε η φονική μάχη, ρωτούσε για τον προσωπικότητα του Χόρτη, κρατούσε συνεχώς σημειώσεις -ή δεν ξέρω τι άλλο έγραφε στα σημειωματάριό του. Περισσότερο όμως ρωτούσε εμένα, που είχα τον τύχη να τα ξέρω όλα απ’ την αρχή και στην εντέλεια. Αυτά που θα σου πω, λοιπόν, συχνά τα επαναλάμβανα στον Ελύτη, που δεν χόρταινε ν’ ακούει για τη μάχη.
……………………………………
[Ακολουθεί περιγραφή της μάχης στην οποία σκοτώθηκε ο ανθυπολοχαγός Επαμεινώνδας Χόρτης][1]

Μετά την απελευθέρωση κατέβηκα στην Αθήνα. Βρήκα τον Κουκάκη, τον γιατρό. Μιλήσαμε πολύ για κείνες τις αλησμόνητες μέρες. Πήγαινε, μου λέει, τώρα να βρεις και τον Αλεπουδέλη. Θα σε κατατοπίσουν στα «πρατήριο».
Πήγα στο πρατήριο. Θέλω να δω τον κ. Οδυσσέα, τους είπα. Είμαι φίλος και συμπολεμιστής του στην Αλβανία. Ένας μού απάντησε: Δύσκολο. Είναι κλεισμένος στο σπίτι.Ο διπλανός συμπλήρωσε: Και γράφει… ποιήματα.
Έφυγα.
Η χλαίνη; Τι απέγινε η χλαίνη;
Μ’ αυτή γύρισα στο χωριό. Την πήρε η γυναίκα μου και την έπλυνε. Πού να καθαρίσει απ’ τις κάπνες. Πού να βρει άκρη με τις τρύπες. Την έβαζα το χειμώνα και πήγαινα να μαζέψω τις ελιές στο «αλωνάκι». Κατοχή ήταν. Είχαμε τόση ανάγκη. Τις Κυριακές και τις γιορτές, καθώς ήμουν και νιόπαντρος, φορούσα την καμπαρντίνα του παλιού μου φίλου Οδυσσέα, του Οδυσσέα Ελύτη, του ποιητή μας.


Πηγή: Περιοδικό ΕΚΦΡΑΣΗ Οκτώβριος 1998



[1] Στην Μπολένα στις 26/1/1941, στην αγκαλιά του μπάρμπα Στάθη. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του γνωστού ποιήματος του Ελύτη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις