Σελίδες

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019


Τ’ όνειρο του μετανάστη


Ήταν ο προτελευταίος απ’ τους έξι αδελφούς. Οι μεγαλύτεροι είχαν βρει το δρόμο τους. Ένα δρόμο προσημειωμένο από τη φτώχεια, τους πολέμους που έκαμαν την Μεγάλη Ελλάδα, τον φυσικό περίγυρο του χωριού και την ξενιτειά. Αυτός είχε μείνει πίσω. Βοσκός κι αγρότης από μικρός. Οι μέρες του στυφές. Καθημερινές και σκόλες το ίδιο. Η σκέψη του παγιδευμένη σ' ένα μικρό οροπέδιο της νότιας Λευκάδας, με διέξοδο την απέραντη θάλασσα στα δυτικά. Τριγύρω νησιά Ομηρικά, η Ιθάκη, η Κεφαλονιά, το Αρκούδι, η Άτοκος. Νησιά που τρέφανε μέσα του το όνειρο και την περιπέτεια. Μεγαλώνοντας ένοιωθε να τον πνίγει ο τόπος από παντού. Κατέβηκε στη Χώρα και δούλεψε για ένα διάστημα στις αποθήκες του λαδέμπορου Χαραμόγλη, μα δεν ήταν εκείνο που αποζητούσε.
Στη καταχνιά των ονείρων του υποψιάζονταν την παρουσία ενός τόπου μακρινού, που δεν μπορούσε να τον φανταστεί ακριβώς. Στο τέλος πήρε την απόφαση να δοκιμάσει κι αυτός τη τύχη του στη Νότιο, που υπήρχαν και άλλοι χωριανοί του. Η Αργεντινή ήταν η «γη της επαγγελίας» στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Μόλις πήρε την πρόσκληση, την άλλη μέρα, σε μια μεγάλη παλιά φθαρμένη βαλίτσα έβαλε λίγα ρούχα, μια μαντανία και λίγο χώμα του τόπου του διπλωμένο σ’ ένα μαντήλι. Έπειτα έκατσε σ’ ένα σκαμνί στην αυλή του σπιτιού και κοίταγε τα πάντα γύρω του σπιθαμή προς σπιθαμή, σαν να τ’ αποτύπωνε για τελευταία φορά. Μπαρκάρισε από την Πάτρα, αφού πέρασε όπως και οι λοιποί μετανάστες από υποχρεωτική απολύμανση. Έφυγε με το δεύτερο ρεύμα, με γρήγορο βηματισμό, αθέατος μέσα στο χρόνο, κι ένα προαίσθημα ότι έφευγε για πάνταΤο κοπάδι του άφησε ακυβέρνητο. Μόνο τον πόνο της μάνας πήρε κοντά του και κείνον για τον μικρότερο αδερφό, τον μελισσοκόμο, που άφηνε πίσω του με την πρόσθετη φροντίδα του μικρού κοπαδιού, να χωλαίνει από τ’ αριστερό του πόδι, κτυπημένο από ντουφέκι πάνω στο μεθύσι του κυνηγιού. Στο σπίτι κατοικούσε πλέον η σκιά του, κι ένα χειμωνιάτικο ξεθωριασμένο πανωφόρι, κρεμασμένο πίσω από την πόρτα που τον περίμενε χρόνια.    
Μαγική πόλη το Μπουένος Άιρες και όλοι εδώ αγαπούν τους Griegoς. Το μεγαλύτερο κέντρο της Ελληνικής διασποράς στη χώρα. Μια αχανής πόλη με πάνω από δύο εκατομμύρια κατοίκους. Μια πολιτεία που ελκύει ανθρώπους όλων των κατηγοριών, απελπισμένους, τυχοδιώκτες, εμπόρους, φιλόδοξους, κερδοσκόπους και απατεώνες. Ανάμεσά τους δραστηριοποιείται ο εικοσιπεντάχρονος Αριστοτέλης Ωνάσης. Μόνο απελπισμένος δεν ήταν. Το Σαν Τέλμο και το Παλέρμο ήταν οι πιο συνηθισμένες περιοχές της πόλης που εγκαθίσταντο οι μετανάστες. Στη συνοικία του Παλέρμο ξεχώριζε η κεντρική κοινότητα των Ελλήνων, όπου υπήρχε και εθνικοτοπικός σύλλογος Λευκαδιτών.  Εδώ έφτασε ο Θωμάς, σε δύσκολη εποχή. Καταπιάστηκε με το λιανεμπόριο. Μικροπωλητής τσιγάρων και καπνού. Δουλεύει για να ξεχάσει το παρελθόν, τις άσπλαχνες μνήμες της φτώχειας που τον φαρμακώνουν. Στην αρχή στους δρόμους της πόλης, αλλά και στην υπαίθρια κυριακάτικη αγορά του Σαν Τέλμο, γεμάτη από αντίκες και παλιά αντικείμενα. Οι δουλειές δεν πηγαίνουν και τόσο καλά. Η οικονομική κρίση του 1927-1932 ήταν στο απόγειο της. Σ’ ένα γράμμα, ο δεύτερος αδελφός του, θα του προτείνει να γυρίσει πίσω με την υπόσχεση πως θα του έβαζε κάποια χρήματα στην άκρη να ξεκινήσει τη ζωή του στην Ελλάδα. Είχε κάνει στη Βόρειο μια δεκαετία και είχε φέρει πίσω ένα σεβαστό κομπόδεμα. Λύγησε η σκέψη του, μα δεν απάντησε. Προτίμησε να παραμείνει και να προσπαθήσει για το καλύτερο. Η περηφάνια του δεν τον άφησε να επιστρέψει. Τις δύσκολες ώρες της περισυλλογής του, βάραγαν τα ταμπούρλα του μυαλού του, μα κείνος κρατούσε τ’ αυτιά της μνήμης του κλειστά. Μόνος εχθρός που νικούσε προσωρινά το πείσμα του, η βραδινή μοναξιά της κάμαράς του με το χαμηλωμένο φωτιστικό, κι ο μόνος του φίλος, το φως της ελπίδας που έκαιγε μέσα του. Το αστραφτερό αμερικάνικο όνειρο δεν το πίστευε πια, αλλά μια έστω μικρή εκδοχή του δεν μπορούσε να είναι τόσο σκληρή κι άπιαστη και για αυτόν. Πίσω ήξερε τι τον περίμενε. Η Ελλάδα άλλωστε δεν του έλειπε. Εδώ μάλιστα ήταν πιο φανερή. Εστίες ελληνικότητας, οι εφημερίδες της διασποράς, τα ελληνικά καφενεία στο λιμάνι και πάνω απ’ όλα τα ελληνικά εμπορικά πλοία που πλεύριζαν στις αποβάθρες. Ακόμα κι οι κομματικές αντιδικίες-το σαράκι του ελληνισμού- δεν έλειψαν ούτε εδώ.
Τα χρόνια περνούσαν. Λίγο αργότερα, στα 1938 οι Έλληνες είχαν τα πρωτεία στα μικροκαταστήματα λιανικής. Διατηρούσαν εκατοντάδες μικροκαταστήματα, εμπορευόμενοι είδη καπνιστού, υφάσματα, καραμέλες και άλλα ψιλικά είδη, ακόμη λαχεία και ξηρούς καρπούς. Μέσα σ’ αυτό το πλήθος προσπαθούσε κι αυτός να βρει το δρόμο της επιβίωσης, με δυσκολία. Ξεκίνησε για μια άλλη πολιτεία, να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στη τύχη του.Πήρε το τραίνο, μα από λάθος κατέβηκε στην επόμενη απ' αυτή που πήγαινε. Πέρασαν λίγα χρόνια, για να καταλάβει  πως κατέβηκε σε λάθος στάση.   
  Μετά τον πόλεμο, το πραξικόπημα του συνταγματάρχη Χουάν Περόν λαϊκιστή της αριστεράς, ενός δημαγωγού στρατιωτικού-με δεύτερη σύζυγο την Εβίτα, που σπούδασε, όπως λένε, την πολιτική στους κακόφημους οίκους της πόλης,- έρχεται κατά κύριο λόγο να «προστατέψει» τη χώρα απέναντι στις διαφαινόμενες εκλογές, που ετοίμαζαν το κουστούμι μιας φιλοαμερικάνικης κυβέρνησης. Δεν βαριέσαι. Σιδερένια ανδρείκελα υπάρχουν παντού. Εμείς να κοιτάμε τη δουλειά μας και να μη χάσουμε το δρόμο της καρδιάς. Έπειτα έφτασαν οι μαύρες ειδήσεις για τη δολοφονία του ανιψιού του, που συντάραξε την ευρύτερη οικογένεια. Οι λυγμοί του έπεσαν στο κενό. Μετά από λίγες μέρες, ο πόνος του αλάφρωσε. Δεν ζούσε τουλάχιστον στον τόπο του εγκλήματος.
Γράμματα δε συνήθιζε να στέλνει. Οι δικοί του μαθαίνουν νέα γι αυτόν μέσα απ’ τα γράμματα τρίτων.«Ήταν πολύ φιλότιμος.Τον κερνούσες ένα καφέ και σου ’κανε το τραπέζι» λένε όσοι τον είχαν γνωρίσει. Άσχημα προσόντα για να πετύχεις οικονομικά. Μ’ αυτός, μια αξιοπρεπή διαβίωση προσδοκούσε. Επέμενε, ως που στο τέλος στράγγιξε τις δυνάμεις του. Τρία μικρομάγαζα λιανικής άνοιξε, μα κανένα δε στάθηκε δυνατό να κρατήσει. Το τρίτο, με την επέκταση, το πήρε το σχέδιο πόλης. Πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του ’60.            
Κοιμήθηκε μόνος,στον τόπο που αγάπησε το σώμα, χωρίς να τον καταπιεί ο κλαυθμός της αποτυχίας. Δεν μετάνιωσε ποτέ γι αυτή του την απόφαση. Του έφτανε το όνειρο που έζησε στον μαγικό κόσμο της Αργεντινής. Άλλωστε εδώ, έμαθε να χορεύει ωραίο ταγκό με τη μοναξιά του.                                                                                                                                                                                                                                                     Λ.Κατσιγιάννης

            Πηγή: Το είδωλο της γης μου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις