Σελίδες

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018






Στον πατέρα μου

Δόλιε πατέρα,
τη ζήση σου πέρασες κοιτάζοντας τη θάλασσα
 και τα βουνά που έπιαναν τον ήλιο στα χέρια τους.
Μια ζωή σταυρωμένος πάνω στην ελιά.
Στη βροχή ξέπλενες την ψυχή σου.
Στον ήλιο πύρωνες τη σάρκα σου.
Το καράβι με το πανί ήθελες να πάρεις,
καθώς γλιστρούσε απαλά στον ορίζοντα,
μα δεν ήξερες προς τα που να κινήσεις.
Τις Κυριακές, δίπλα απ’ τις ψαλμωδίες περπάταγες.
Στην περίσκεψη του μυαλού σου,
μνημόνευες τους πεθαμένους σου.
Το κοπάδι σου βοσκούσες,
μιλώντας με τις νεκροσκιές τους.
Αργά τ’ απόγευμα γύριζες,
χορτασμένος απ’ την ευτυχία του μόχθου.
Το σπίτι σου, δεν μπόρεσες ν’ αναστήσεις.
Σαν μια κατάρα που ’ρχόνταν από μακριά.
Τις νύχτες που ξεκούραζες το τσακισμένο σου κορμί,
οι αναθυμιάσεις της κούρασης γέμιζαν την κάμαρα.
Το χειμώνα εκεί μέσα, το κρύο τραγουδούσε τον θάνατο.
Πόσο τυχερός στάθηκες !
Μια σκούρα σκιά με φωτοστέφανο, σου παραστέκονταν!
Έφυγες ξαφνικά,
σαν άστραψε στο μυαλό σου ένα διαμάντι του πόνου σου.
Κι έπειτα, τέτοια σύναξη στο φιλί τ’ αποχαιρετισμού!
Το ωραιότερο τραγούδι έγραψες.
Το τελευταίο τραγούδι,
ενός κόσμου που πήρες για πάντα μαζί σου.
Αυτό που θα σ’ ακολουθεί παντού,
ως το περιβόλι του Θεού.
Τώρα που το νοσταλγικό άρωμα από την παλιά εποχή
κατακλύζει τη σκέψη μου και τ’ αγκάθια των λαθών μου
μετράω γύρω μου,
βόλτες κάνεις στων ονείρων μου τις τύψεις.
Εσύ είσαι ή μήπως εγώ;
Όσο μεγαλώνω σου μοιάζω και πιο πολύ.
Το χρέος μου δεν ξέρω αν τόκανα.
Συγχώρεσε με.
Πενήντα χρόνια σ’ αγαπούσα,
αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να σ’ αγγίξω.
Ένα τριαντάφυλλο αφήνω πάνω στον τάφο σου.
Αγαπάνε άραγε τα τριαντάφυλλα τους νεκρούς;

Λ.Κατσιγιάννης
Πηγή:Leovard Το είδωλο της γης μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις