Σελίδες

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

 

Ο Κοζανίτης Επαναστάτης και Φιλικός Γεώργιος Λασσάνης

                                                                               


Ο Λασσάνης γεννήθηκε στην Κοζάνη το έτος 1793 και από πολύ μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα. Την ανατροφή του ανέλαβε εξολοκλήρου η μητέρα του, η Κατερίνα Χατζηκλήμου. ξακουστή για την ομορφιά της που οι Αλμπάνηδες του Αλή Πασά αποπειράθηκαν το 1797 να την αρπάξουν και να την πάνε στο χαρέμι του. Η Κατερίνα με τον μικρό Γιωργάκη κρύβεται τη τελευταία στιγμή σε ειδική κρυψώνα του σπιτιού της και αποφεύγει την απαγωγή, ενώ στη συνέχεια καταφεύγουν σε αρχοντικό της Κοζάνης όπου ζουν εκεί φιλοξενούμενοι και μεταμφιεσμένοι για κάποιο διάστημα. Τα πρώτα γράμματά του, ο Λασσάνης τα διδάχτηκε στο περίφημο σχολειό της «Στοάς», της Κοζάνης, από αυστηρούς και αγνούς πατριώτες δασκάλους. Τελειώνοντας το σχολειό, το όνειρο του ήταν να γίνει κλέφτης και καπετάνιος στον κοντινό Όλυμπο και μ’ αυτό το όνειρο γαλουχήθηκε. Πραγματικά λίγο αργότερα κοντά στα είκοσι του, αξιώθηκε να ζήσει ανάμεσα στη θρυλική κλεφτουριά του Ολύμπου που αποτελούνταν από τους Λαζαίους, τον Νικοτσάρα, τον Ταμπάκη, τον Μάντζαρη, τον Γούλα Δράσκου, τους Μπζιωταίους, τον Θύμιο Βλαχάβα, και το μπάρμπα του, τον Πρασινονικόλα., και που αργότερα θα τον τραγουδήσει μέσα από τα ποιήματά του.

 «…Εγώμ’ ο γερο-Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος

Τούρκος από τας βρύσεις μου ποτέ δεν εποτίσθη.

Ποτέ δεν τον εδρόσισεν ο ίσκιος των κλαδιών μου

Κλεφτόπουλα ανίκητα, ανδρεία παληκάργια

Τον καθαρόν κι ελεύθερον αέρα μ’ αναπνέουν

Κ’ ενόσω ζουν, δεν προσκυνούν Πασάν ή και Βεζύρην…».

Επειδή η περιοχή ελέγχονταν από τον Αλή Πασά που στόχος του ήταν να καθαρίσει τον τόπο από την κλεφτουριά,  ο μπάρμπας του ο Πρασιονικόλας τον παροτρύνει να φύγει για να γλυτώσει το κεφάλι του και να πάει στη Βλαχία «…Πήγαινε να σπουδάσεις , να γένεις άνθρωπος, για να βοηθήσεις από κει και μ’ άλλον τρόπο το άμοιρο και δύστυχο Γένος μας. Εσύ τα παίρνεις τα γράμματα και κόβει η γκλάβα σου…!».

Φεύγει ο Γιώργης από το βουνό και πάει στην Βουδαπέστη όπου αρραβωνιάζεται μια αρχοντοπούλα Κοζανίτησα και στη συνέχεια πάει για σπουδές στη Λειψία, όπου σπουδάζει ιατρική και φιλολογία. στο ονομαστό πανεπιστήμιό της. Στη συνέχεια φεύγει το 1817 για την Οδησσό και σε λίγα χρόνια διακρίνεται για την μόρφωση του στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Γίνεται ένας Εθναπόστολος του Γένους και σε ένα ταξίδι του στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1818 μυείται στη Φιλική Εταιρεία, παίρνοντας όρκο στο ιερό Ευαγγέλιο και σε μια παμπάλαια ξεθωριασμένη εικόνα. Ο παπάς, κάνει νεύμα στον κατηχητή (στον Πεντεδέκα) να εκφωνήσει χαμηλόφωνα την κατήχηση: «Ενώπιον του Αοράτου και πανταχού παρόντος Αληθινού Θεού, του μόνου αυτοδίκαιου και εκδικούντος τους παραβάτας και πονηρούς κατά τους κανόνας της Φ. Εταιρείας και με δύναμιν την οποίαν έδωκαν οι μεγάλοι ιερείς των Ελευσινίων, Καθιερώ, τον Γεώργιον Λάτσκον ή Λασσάνην, εκ Κοζάνης, ετών 25, επαγγέλματος διδασκάλου, και τον δέχομαι δια μέλος, ως κι εγώ εδέχθην, εις την Εταιρείαν των Φιλικών» και ο Λασσάνης γονατίζει, τοποθετεί το χέρι του πάνω στην ιερή εικόνα και δίνει τον «κεκανονισμένο» όρκο των φιλικών: «… Ενώπιον του Αληθινού Θεού, του δικαίου και πανταχού Παρόντος, ο ρ κ ί ζ ο μ α ι αυτοθελήτως ότι θέλω μείνει πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα και δια πάντα… …Τέλος πάντων, ορκίζομαι εις Σε, ώ Ιερά και αθλία Πατρίς! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα, τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα σου…. ….Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, διά να μη μολύνω την Αγιότητα της Εταιρείας με τη συμμετοχήν μου!»

Εν τω μεταξύ, έχει προσληφθεί ως δάσκαλος στη μεγάλη Εμπορική Σχολή της Οδησσού, όπου το όνομά του ξεχωρίζει μαζί μ’ εκείνα του Γεωργίου Γενναδίου (ιδρυτή αργότερα της Γενναδίου Βιβλιοθήκης) και του Αθανασίου Βαρδαλάχου (γιατρού και συμμαθητή στη Πάντοβα του Καποδίστρια που δυστυχώς σε 10 χρόνια θα έχει οικτρό τέλος από θαλάσσιο πνιγμό). Η παραπάνω πνευματική τριάδα, προβαίνει στη συγγραφή βιβλίων και γενικά αφήνει εποχή στο διδακτικό και παιδαγωγικό έργο της Σχολής, όπου εφαρμόζεται η πρωτοποριακή για την εποχή Αλληλοδιδακτική Μέθοδος διδασκαλίας του Γεωργίου Κλεόβουλου. Έχοντας  ο Λασσάνης πλήρη συνείδηση του ρόλου του ως πνευματικού ηγέτη του Γένους,  και φορέας των ιδεών του διαφωτισμού, δίνει διαλέξεις, δημιουργεί κύκλους φιλολογικών συζητήσεων, συνθέτει ποιήματα και ασχολείται ακόμη και με το Θέατρο. Το βράδυ της 15ης Φεβρουαρίου 1819 ανεβάζει το θεατρικό του έργο «Η ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ Ο ΞΕΝΟΣ», στο οποίο παίρνει μέρος κι ό ίδιος ως ηθοποιός, υποδυόμενος το ρόλο του «Ξένου». Η αίθουσα, όπου δόθηκε  η παράσταση ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο. Το έργο αυτό που ανέβηκε πολλές φορές, πραγματευόταν τα βάσανα της υπόδουλης πατρίδας, περνώντας ταυτόχρονα το μήνυμα ότι οι Έλληνες αγωνίζονται για την ελευθερία της. Παράλληλα δεν παύει να δραστηριοποιείται στα ζητήματα της Φιλικής Εταιρείας και δεν αργεί να κινήσει το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου Υψηλάντη με τον οποίο επιδιώκει να συναντηθεί στην Οδησσό. Του γράφει γράμμα, αλλά μέχρι να πάρει απόκριση μαθαίνει ότι ο Πρίγκιπας έχει οριστεί αρχηγός του Κινήματος στις 12 Απριλίου 1820.  Στην επακόλουθη μυστική συνάντηση στην Οδησσό, γίνεται  «ο εξ Απορρήτων Γραμματεύς και εντολοδόχος του Αρχηγού» και το δεξί του χέρι και ορίζεται η 14 Νοεμβρίου 1820 ως ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης από την Πελοπόννησο με την ευκαιρία που ο Αλή Πασάς και ο Σουλτάνος βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους. Ο Λασσάνης συντάσσει την πρώτη προκήρυξη προς τους πλοιάρχους Έλληνες να είναι ανά πάσα ώρα και στιγμή έτοιμοι.: «Γενναίοι πλοίαρχοι της Ελλάδος. Συμπατριώται. Προς σας αποτείνει η Ελλάς, η δυστυχής ημών μήτηρ και πατρίς, την φωνήν της. Περικυκλωμένη πανταχόθεν από παντοία δεινά εις σας επιστηρίζει την άγκυραν των ελπίδων της… Αφ’ ης ώρας, αναγνώσετε το παρόν εφοδιάστε τα καράβια σας μικράν τε και μεγάλα με όσα δύνασθε, μπαρούτι, βόλια, κανόνια… Από σήμερον και εις το εξής ταξιδεύετε συνηνωμένοι οκτώ ή δέκα καράβια μαζί, ώστε, αν η χρεία το καλέσει ν’ αντισταθήτε εις τον εχθρόν δια να μην γίνητε θήραμα ευάλωτον…» «Το παρόν μοι εσφραγίσθη και μοι εδόθη». Εν Ισμαηλίω τη 8 τρέχ. 1820 (8 Οκτωβρ. 1820).

Η αρχική απόφαση της Φιλικής, Εταιρείας όμως έμελλε να αλλάξει, γιατί επικράτησαν άλλες ορθολογικότερες απόψεις και να μετακινηθεί για την Άνοιξη του 1821, όπως και ο τόπος έναρξης από τον Μοριά στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. 

Στις 16 Φεβρουαρίου 1821 στο αρχοντικό των Υψηλάντηδων στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας γύρω στο τραπέζι κάθονται τα τέσσερα από τα πέντε αδέρφια: ο Αλέξανδρος, ο Δημήτριος, ο Νικόλαος και ο Γεώργιος, μαζί με τον Λασσάνη και τον Τυπάλδο ως γραμματικούς και συντάσσουν την Επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».Ο Λασσανης είναι εκείνος που την διαβάζει μόλις τελειώνει η σύνταξή της:  «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες… Οι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι. Οι Σέρβοι, οι Σουλιώται και όλη η Ήπειρος οπλοφορούντες μας περιμένουσι. Ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν. Η Πατρίς μας προσκαλεί…. Η Ευρώπη, προσηλώνουσα τους οφθαλμούς της προς ημάς, απορεί δια την ακινησίαν μας. Ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από τον ήχον της πολεμικής μας σάλπιγγος και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάσει τας ανδραγαθίας μας, οι δε τύραννοι ημών, τρέμοντες και ωχροί, θέλουσι φύγει έμπροσθέν μας… Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ω συμπατριώται, και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν. Ίδετε εδώ τους ναούς καταπατημένους, εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα δια χρήσιν αναιδεστάτην της ασελγούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας, τους οίκους μας γυμνωμένους, τους αγρούς μας λεηλατημένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα. Είναι καιρός ν’ αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι ου πάντοτε νικώμεν, λέγω τον ΣΤΑΥΡΟΝ και ούτω να εκδικήσωμεν την πατρίδα και την ορθόδοξον ημών Πίστην από την ασεβή των ασεβών καταφρόνησιν. …Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασσικήν γην της Ελλάδος. Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών, Ας πολέμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι δια να μας αφήσωσιν ημάς ελευθέρους επολέμησαν και απέθανον εκεί… … Εις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας καλεί…!»

Στις 22 του Φλεβάρη του 1821 ο Πρίγκιπας παίρνει μαζί του το Λασσάνη, που φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά τα μέρη εκείνα, του δίνει το βαθμό του υπασπιστή και του χιλίαρχου του Ιερού Λόχου και διαβαίνει τα παγωμένα νερά του Προύθου. Μαζί του έχει τα δυο αδέρφια του, το Nικόλαο και το Γεώργιο, το Γεώργιο Μάνο, τον Καντακουζηνό, τον Πολωνό αξιωματικό Γαρνόφσκι και άλλους οπλαρχηγούς. Στην απέναντι όχθη τους περίμενε με τιμές η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου. Και, φτάνοντας στο Ιάσιο, εκεί ήταν που φίλιωσαν όλοι. Πολλοί είναι οι αρματωμένοι, πολλοί οι σπουδαστές κι οι Ιερολοχίτες και το πλήθος αμέτρητο. Διασχίζουν το Ιάσιο τραγουδώντας το Θούριο του Ρήγα και το Θούριο του Κοραή: «φίλοι μου συμπατριώται /Δούλοι να ’μεθα ως πότε/ Των αχρείων μουσουλμάνων, /Της Ελλάδος των τυράννων…»

Η συντριπτική ήττα των Ελλήνων στο Δραγατσάνι στις 6 Ιουνίου του 1821, θα οδηγήσει τα υπολείμματα των επαναστατών να αναζητήσουν καταφύγιο στην Αψβουργική Αυτοκρατορία, όπου οι Αψβουρχικές αρχές, θα φυλακίσουν τον Υψηλάντη και το Λασσάνη μαζί μ’ όλους τους πρωτεργάτες τους στα φρούρια του Μούγκατς και της Θεριέζεσταντ. Η θλίψη του αυτή, μαζί με τις χείριστες συνθήκες διαμονής τους, που επικρατούσαν στη Θεριέζεσταντ, θα κλονίσουν την υγεία, τόσο τη δική του, όσο και του Πρίγκιπα Υψηλάντη. Ο Λασσάνης, τότε, θα ζητήσει την αποφυλάκισή τους, ώστε να μεταβεί στη Λειψία, όπου είχε σπουδάσει και είχε πολλούς φίλους από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια. Ο υπουργός όμως Χοεντσόλερν αρνείται και απορρίπτει την αίτησή τους.

Στη φυλακή σκέφτεται τα αίτια της αποτυχημένης Παραδουνάβιας εκστρατείας που  έχει για τον Λασσάνη του υπαιτίους της. «…Μας επρόδωσαν ομόθρησκοι αχρείοι, επίορκοι, τουρκόφρονες, Ελλήνων νόθα τέκνα…», εννοώντας, βέβαια, το Σάββα Καμινάρη, το συνταγματάρχη Καραβιά και το ντόπιο βλάχο οπλαρχηγό Βλαδιμιρέσκου, οι οποίοι εγκατέλειψαν στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, τον αγώνα και τον Υψηλάντη. Μέσα στις φυλακές, δεν παύει να γράφει. Σ’ ένα του ποίημα, αναφέρεται στην ιστορία του γάμου των γονιών του, όπου ο Αλή Πασάς έστειλε τους Αλμπάνηδές του ν’ αρπάξουν τη μάνα του, ντυμένη νύφη, την ημέρα του γάμου της. Ο θείος του όμως, ο Πρασινονικόλας, πήρε τ’ άρματα, κατέβηκε κάτω στην αγορά και εκτέλεσε τους δυο Αρβανίτες του Αλή. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που τον ώθησε να βγει κλέφτης στον μυθικό Όλυμπο. Να πως περιγράφει, στο ποίημά του αυτό ο Λασσάνης, τη στιγμή της απόπειρα αρπαγής της μάνας του την ώρα του γάμου, όπως ακριβώς του αφηγήθηκε ο ίδιος ο Πρασινονικόλας, στα χρόνια που ήταν κλεφτόπουλο στον Όλυμπο:

«…Δυο Τούρκοι εις τον βοέβοδαν ξεπέζευσαν και δείχνουν

 Μπουγιουροντή τ’ Αλή-Πασά, την νύφην να αρπάξουν

 Και εις το αισχρόν χαρέμι του να την ενταφιάσουν

Το κάλλος της επρόδωκεν εχθρός συμπατριώτης

Και εις τα αυτιά μου έφτασε αυτή η αγγελία

Φορώ τα χρυσοκάπνιστα πιστόλια εις την μέσην

Κι ευθύς από τον οίκον μας εις την αγοράν εβγαίνω

Κι αυτούς εσυναπάντησα τους Τούρκους ερχομένους

Μαζί με τον Κοδζάμπαση το έργο ν’ αποσώσουν

Καιρόν ποσώς δεν έχασα, στο μέτωπον τον ένα

Κ’ εις την καρδιάν τον δεύτερον την μολυβιάν τους δίδω

Και μ’ αστραπής ταχύτητα στον οίκον μας γυρίζω

Τον γάμον τελειώσατε γονείς μου την ευχήν σας!

Απόθαναν οι άρπαγες! Το καριοφίλι δράχνω

Και σαν αετός επέταξα στον Όλυμπο απάνω».

Στις 24 Νοεμβρίου του 1827 οι κρατούμενοι θα απελευθερωθούν και θα κατευθυνθούν στη Βιέννη, όπου ο Υψηλάντης θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στα χέρια του Λασσάνη, εξαιτίας της χρόνιας κλονισμένης υγείας του. Ο Λασσάνης έχει στο νου του να πάει στην Ελλάδα. Περνάει από το  Μόναχο όπου έχει μια συνάντηση με το Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο, στις 6 Ιουνίου 1828. Ο ένθερμος φιλέλληνας βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄θα του εκφράσει τα θερμά του φιλελληνικά αισθήματα, θα του αναφέρει τις κινήσεις του προς βοήθεια των Ελλήνων, αλλά και θα του ζητήσει να υποστηρίξει μ’ όλες του τις δυνάμεις τον Καποδίστρια στο επίπονο και δύσκολο έργο το οποίο έχει αναλάβει. Σ’ αυτό το ταξίδι θα κάνει πολλές γνωριμίες, αλλά και θα γνωρίσει ταυτόχρονα τις αρνητικές γνώμες που κυκλοφορούσαν σ’ ολάκερη την Ευρώπη για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το Κίνημά τους στη Μολδοβλαχία. Αυτό θα τον οδηγήσει στο να υπερασπιστεί το φίλο του και αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, τον Πρίγκιπα Υψηλάντη, γράφοντας και δημοσιεύοντας πολλά άρθρα και κείμενα στον ευρωπαϊκό τύπο, για να ενημερωθούν σωστά, κι από πρώτο χέρι, όλοι οι ξένοι κι οι Ευρωπαίοι, για το τι ακριβώς συνέβη στο Δραγατσάνι, κατά την Παραδουνάβια εκστρατεία τους, αλλά και για να γνωρίσουν καλύτερα την Ιστορία της Ελλάδας.

Τον Ιούλιο του 1828 έφτασε στην Ελλάδα, όπου συνδέθηκε αμέσως με τον Δημήτριο Υψηλάντη, και με το βαθμό του στρατοπεδάρχη θα λάβει μέρος στην εκστρατεία της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και στις μάχες του Στεβένικου, των Θηβών και της Λειβαδιάς, αλλά και στην τελευταία μάχη της Επανάστασης του 1821, στην Πέτρα της Βοιωτίας, κλείνοντας έτσι τον κύκλο του πολέμου, που άνοιξε στο Δραγατσάνι. Ξεκίνησε με Υψηλάντη και πάλι με Υψηλάντη έκλεισε.

Στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του διετέλεσε Επιθεωρητής Στρατού, Νομάρχης, Υπουργός Οικονομικών, Υπουργός Στρατιωτικών και έφτασε μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου. Στα βαθιά γεράματά του δεν λησμόνησε τη μεγάλη του αδυναμία, το θέατρο, που τόσο πολύ αγάπησε και με θέρμη υπηρέτησε. Ίδρυσε με διαθήκη του το «Λασσάνειο Διαγωνισμό», με τον οποίο βραβεύονταν τα καλύτερα θεατρικά έργα που αναφέρονταν στη βυζαντινή περίοδο και στην Τουρκοκρατία. Τα τελευταία λόγια του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Καλλιγά, στη νεκρώσιμη ακολουθία, λίγο πριν την ταφή του, ήταν: “…Συ αείποτε περιφανώς ηγωνίσθης υπέρ της Εθνικής Παλιγγενεσίας και αποθνήσκων εις το εθνικό μεγαλείον απέβλεπες υπέρ εθνοφελούς σκοπού, εφ ω και η παρούσα και η μέλλουσα γενεά θέλει ευλογεί το ΟΝΟΜΑ σου, ενώ η Ιστορία με χρυσά γράμματα θέλει εσαεί διακηρύσσει εγκεχαραγμένη εις τας αθανάτους δέλτους της την μνήμην των μεγάλων αρετών, του Πατριωτισμού και των εκδουλεύσεών σου…!».

Πηγή: Το είδωλο της γης μου

Υ.Γ 1. Το κείμενο βασίστηκε στη μελέτη του Συγγραφέα Λάζαρου Νάνου.

     2. Διακόσια  χρόνια από την Επανάσταση και η πορεία μας είναι προς τα πίσω, εκεί που αρχίσαμε. Βαδίζουμε ακάθεκτοι στην μουσουλμανοποίηση της χώρας μας στο όνομα μιας παγκοσμιοποιημένης …ψευδοφιλανθρωπίας που ανοίγει τις πόρτες της Ελλάδας και της Ευρώπης στον φαινομενικά άοπλο, αλλά πανίσχυρο εισβολέα του φανατισμένου Ισλάμ που έρχεται μαζικά, να επιβάλλει την κατάλληλη μελλοντικά στιγμή, τον νόμο του προφήτη με φωτιά και τσεκούρι. Είναι αδιανόητο πως (και ποιός) από μηχανής διάολος επέβαλε αυτήν την καταστροφική για τον παγκόσμιο πολιτισμό ιδέα, και πως όλοι οι εξουσιαστές βρέθηκαν πρόθυμοι στη δούλεψή της, με το αζημίωτο. Θεατές οι Έλληνες σε μια επιχειρηματική φιλαπάνθρωπη μπίζνα για λίγους που παίζει τα κεφάλια μας κορώνα γράμματα, υποδεχόμαστε τον εχθρό από την κεντρική πόρτα, "μετά σινιάλων και iPhone" την ώρα που εμείς κάνουμε παρελάσεις απόντες, μπροστά στους τρεις άσπονδους συμμάχους μας, επιβήτορες της πατρίδας που αναγκάστηκαν να επέμβουν για τη ...σωτήρια μας. Φοβήθηκαν βέβαια την πιθανή προέλαση του Ιμπραήμ και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αφού το σχέδιο του ήταν να χρησιμοποιήσει ως προγεφύρωμα τον Μοριά για την κατάληψη της Οθ.Αυτοκρατορίας) και κατά δεύτερο λόγο, έπρεπε κάποιος να τους επιστρέψει τα πετσοκομμένα δάνεια που αλυσόδεσαν την Ελλάδα. Που είσαι Υψηλάντη, γερό του Μοριά και Καραϊσκάκη, Οδυσσέα και καπετάν-Κανάρη να δεις τους κόπους σου να… παίρνουν σάρκα και οστά με μίσθαρνες (βλ.λεξικό) ηγεσίες, υποταγμένες στο Σόρρο, τον Γκέιτς και στους απογόνους του Ρότσιλντ. 200 χρόνια έχουν περάσει από το 1821 και τα 10 εκατομμύρια Έλληνες έμειναν στάσιμα, όταν η Τουρκιά έφτασε τα 80 εκ. Όλος ο ευρύτερος ελληνισμός στη Βαλκανική και τη Μ. Ασία, στα χρόνια της Επανάστασης, ήταν 9 εκ. και άλλοι τόσοι ή λίγο παραπάνω οι Τούρκοι που είχαν βέβαια την εξουσία και την δύναμη των όπλων. Σήμερα οι Έλληνες, ταμπουρωμένοι πίσω από τα φίμωτρα του φόβου, αντιμετωπίζουν ένα νέο πιο ύπουλο παγκόσμιο εχθρό. Τον βιολογικό και ιδεολογικό πόλεμο της Νέας Αταξίας και του παραλογισμού των φύλων. Κακά τα ψέμματα. Η Ιστορία εκδικείται ως φάρσα πρώτου μεγέθους. Αόρατη θα παρακολουθήσει την παρέλαση απέναντι από τους επισήμους, χωρίς να φορά προσωπείο ή φίμωτρο με τη γλώσσα, να βγάζει επιδεικτικά και ειρωνικά στηλιτεύοντας τον παραλογισμό των ηγετών μας και την απάθεια και μοιρολατρία των ψεκασμένων υπηκόων του αφορεσμένου Καίσαρα. Έπειτα μη ξεχνάμε ότι προτεραιότητα στην παρέλαση είχαν εν μέσω κοροϊδοξάδερφου, οι παράνομοι λαθροεισβολείς. Προηγήθηκε ως γνωστόν η δική τους πριν δυο μέρες, στην Αθήνα, χωρίς αποστάσεις και μάσκες, με την Αστυνομία να παρατηρεί τα έκνομα, διακριτικά. Η διαφορά με τη δική μας παρέλαση, είναι ότι αυτοί ξέρουν τι ζητάνε, εμείς δεν ξέρουμε γιατί χαιρόμαστε. Πάντως, μη νομίσετε ότι είμαι εναντίον των παρελάσεων. Δείτε γιατί. Συνήθως απολαμβάνω την ασυμμετρία του βαδίσματος, την αμετροέπεια του εκφωνητή και προπάντων την άγνοια των ερωτώμενων μαθητών για την επέτειο που γιορτάζεται. Χρόνια Πολλά, με μπακαλιάρο σκορδαλιά και Καλή Λευτεριά. 

.

       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις