Σελίδες

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

 

Τάσος Καρατάσος: Η  αγωνιστική βιογραφία ενός Πανέλληνα

Στο «Αρχείο αγωνιστών» της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, υπάρχει Αίτηση του δευτερότοκου γιου και συναγωνιστή του πατρός του κατά τους απελευθερωτικούς πολέμους της Ελλάδας, Τσάμη Καρατάσου,  όπου εξιστορείται με γλαφυρότητα η πολεμική δράση του πατέρα του Αναστάσιου (Τάσου) από τη Μακεδονία ως την Πελοπόννησο, με βάση την οποία ζητά έναντι των θυσιών της οικογενείας του, ανάλογη συμμετοχή στον διαμοιρασμό γης που έγινε στους αγωνιστές στην εποχή του Βασιλέως Όθωνα. Η επιστολή-αίτηση  που αποτελεί συνάμα μια μνημειώδη βιογραφική κατάθεση, και ένα μνημείο αναφοράς στους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας, είναι γνώστη μόνο στους ερευνητές και τους φιλίστορες και όχι βέβαια στους σύγχρονους πολιτικούς της χώρας που κατατρίβονται με αλλότρια και εντέλλονται τα ανελλήνιστα, φθάνοντας εις τον μέγιστο ξεπεσμό της παράδοσης του ονόματος της Μακεδονίας εις τους αλλόφυλους.  

«Άθήναι τή 1 Ίανουαρίου/1860

Αίτησις του Συνταγματάρχου Δ. Τσάμη Καρατάσου/περί δικαιοσύνης τής Καρατασαϊκής οίκογενείας»

Προς το Σεβαστόν Υπουργικόν Συμβούλιον

Κύριε Πρόεδρε! 

Επ' ονόματι τον άγώνος καί τών μεγάλων αυτού θυσιών προσερχόμενος ενώπιον τον Σεβαστού τούτου Συμβουλίου, λογίζομαι ευτυχής, Κύριε Πρόεδρε, διότι αποτείνομαι εις τήν δικαιοσύνην άνδρών, εκ τών όποιων οι μεν διέπρεψαν ώς πρωταθληταί, οί δε σεμνύνονται ώς τέκνα ημιθέων, τών οποίων ή μνήμη συνδέεται με τήν άνάστασιν τής 'Ελλάδος. Κοινοί λοιπόν αγώνες καί  συμφοραί, κοιναί θυσίαι καί θρίαμβοι, φέρουν εμπροσθέν Σας ένα συναθλη των παθημάτων, όστις, λησμονημένος, ζητεί μερίδα άρτου άπό τήν τράπεζαν τήν κοινήν... "Οτε το σάλπισμα του Φεραίου αντήχησε το 1821 καί ή 'Ελληνική φυλή πάσα ήγέρθη, σειούσα τά δεσμά της, εις μόνος πόθος εκίνει τούς παλμούς όλων, ή ελευθέρωσις τής Πατρίδος, έν ονειρον, ή εξόντωσις τών τυράννων, μία ευχή, τό ν’ άποθάνωμεν όλοι, θρησκείαν σώζοντες καί Πατρίδα. ’Εκ τούτου υψεί το λάβαρον ο Γερμανός μετά του αοίδιμου Ζαίμη καί Λόντου, καί εις μίαν στιγμήν Κολοκοτρώναι όμού καί Μαυρομιχάλαι τάς χεΐρας τείνουσιν εις Μιαούλας καί Κουντουριώτας, ενώ τους χαιρετά ταύτοχρόνως εις Βότζαρης μετά του Σουλίου, εις Όδυσσεύς  εκ τής Στερεός, εις Γέρων Καρατάσσος των Μακεδόνων, καί άλλοι μάρτυρες άλλοθεν, καί όντως επεκτείνεται πανταχόθεν ή σείσασα εν Κράτος, πυρκαϊά του άγώνος!... 

Δεν ήτον ίσως επάναγκες, Κύριε Πρόεδρε, να περιγράψω εις το Σεβαστόν  τούτο σώμα, τάς πράξεις καί τά παθήματα τής οίκογενείας μου. Aι κατά τον άγώνα θυσίαι άχνίζουσιν έτι, καί, έκαστος ύμών, Κύριοι, γνωρίζει τάς θυσίας τού άλλου, ώς τάς θυσίας καί άθλα τών ίδιων πατέρων του. ’Επειδή όμως ή εξιστόρησις τοιούτων ιερών θυσιών ή άναμιμνήσκει την οφειλομένην εις τους αγωνιστής άμοιβήν ή ανακουφίζει τουλάχιστον την θλιβερόν τύχην αυτών καί πραΰνει την δυστυχίαν των, ας μοί επιτραπή, Κύριοι, να περιλάβω εν όλίγοις τινά τών άθλων καί θυσιών τής οίκογενείας μου...

Ο αείμνηστος πατήρ μου Καρατάσος, εις τών πρωτίστων άρματολών  τής Μακεδονίας, πολύ προ του άγώνος όπλισθείς κατά τών τυράννων, ων μόνον υπήρξε, Κύριε Πρόεδρε, το φόβητρον τής δυνάμεώς των καί ήνοιξε τους τάφους χιλιάδων εχθρών, άλλα καί επί τεσσαράκοντα  έτη εξέτεινε την κυριαρχίαν του επί τριών επαρχιών, τής Βερροίας, τών Γιαννιτσών, καί του Βαρδαρίου, οπού μόνον ήκούετο τών όπλων του ή κλαγγή καί μόνος ήτον νόμος ή θέλησίς του. Ανίκανοι νά καταβάλουσιν αυτόν ώς πολέμιον, οί κατά καιρούς πασάδες τής Ρούμελης, έπεκύρουν διά βασιλικών φιρμανίων την κυριαρχίαν του καί επί τεσσαράκοντα έτη άνεγνώριζον αυτόν οπλαρχηγόν άνενόχλητον. 

Τοιουτοτρόπως λοιπόν,προμαχών τής Μακεδονίας άπάσης, οπλαρχηγός τριών μεγάλων επαρχιών καί κέντρον μέλλοντος άνωτέρου, ήτον ή ζώσα διαμαρτύρησις τού 'Ελληνισμού καί ό σωτήριος λιμήν τών αδικούμενων... ’Ενώ δε μόνη ή μεγάλη περιουσία του, εξισούτο, Κύριε Πρόεδρε, με την άπέραντον δύναμίν του, καί οίκίαι  πολυτελείς καί πλήθος τσιφλικίων, καί άγέλαι βοών καί ίππων καί πάσα άφθονία συνεπλήρουν την ίσχύν καί ευδαιμονίαν του, μόλις ήκούσθη ή εμβατήριος σάλπιγξ, ο αείμνηστος πατήρ μου, άρνούμενος προνόμια  καί τιμάς, λησμονών πλούτη, δόξαν, κυριαρχίαν, προσέφερε τά πάντα ώς ολοκαύτωμα της  Πατρίδος, καί μόνον με τό ξίφος άγωνιστοϋ έσπευσε ν’ άποθάνη ή ν’ άσπασθή Πίστέως καί Ελευθερίας... . Εις την φωνήν του τότε ήγέρθη, Κύριε Πρόεδρε, ολόκληρος ή Μακεδονία, καί δεν είναι κρημνός ή φάραγξ ή χείμαρρος, εις ον νά μην ήκούσθη τών οπλών του ή βοή, καί δεν είναι σπιθαμή τού εδάφους εκείνου, όπου νά μην εστρώθη με αίματα καί σάρκας τυράννων. Τοιουτοτρόπως, είς μάχην από μάχης θυμομαχών καί εις παν βήμα με σμήνη συμπλεκόμενος πολεμίων, συνεκεντρώθη τέλος πάντων εις Νάουσαν, καί μόνος μετά των οικείων καί επίλεκτων του άντέστη, Κύριε Πρόεδρε, προς τεσσαράκοντα χιλιάδας εχθρών, καί ημέραν καί νύκτα τάς φάλαγγας αυτών άνατρέπων καί νέας άπαντών φάλαγγας, ξιφήρης επί τέλους διέσχισε τα σμήνη των εναντίων καί άπό πλήθους πεζών, ιππέων καί πυροβόλων κεραυνοδώς διερχόμένος άφήκεν όπισθέν του τά ίχνη αίματος καί καταστροφής, καί μετά δισχιλίων άνδρείων έλαβε την προς την Δυτικήν 'Ελλάδα οδόν... ’Ενώ δε ή περιφανής αυτή πάλη κατέπληξε τόσον τους πολεμίους καί είς τήν άγωνιζομένην 'Ελλάδα παρέσχεν ευκαιρίαν άνέσεως, ό μακαρίτης πατήρ μου εξήλθε τού πολέμου εκείνου με δάφνην θλιβερού μεγαλείου, διότι καί ή σύζυγος καί αι θυγατέρες του καί πέντε άδελφοί μου, μετά τήν κένωσιν τής Ναούσης, έμειναν είς τήν λύσσαν των πολεμίων. Τοιουτοτρόπως ή Νάουσα, Κύριε Πρόεδρε, ύπήρξεν εκ τών άγιαστηρίων εκείνων, το όποιον εβράχη με εκατόμβας εχθρών διά τήν γενικήν σωτηρίαν, άλλ’ εβαπτίσθη συνάμα είς δάκρυα μαρτύρων καί αιχμαλωσίας ... Λαβών, ώς είπον, τήν είς τήν Δυτικήν 'Ελλάδα όδόν, καθ' όλον τό διάστημα τούτο ό μακαρίτης πατήρ μου, συνήντα νέους εχθρούς, καί είς παν βήμα προσβάλλων καί προσβαλλόμενος καί πανταχοϋ αναγκαζόμενος να νικά, έφθασε τέλος είς Μεσολόγγιον πυρίφλεκτος  καί αιμοσταγής όλος, καί με τούς δισχιλίους όπλίτας του έσπευσε νά συναποθάνη εκεί μετ’ αδελφών πολιορκουμένων...

       Μετά τάς γνωστάς κατά τήν πολιορκίαν εκείνην νικάς καί κατορθώματα  τών 'Ελλήνων, ο μακαρίτης πατήρ μου μετέβη, Κύριε Πρόεδρε, μετά τών υπό τήν οδηγίαν του στρατευμάτων καί οπλαρχηγών είς τό πολιορκούν τήν Χαλκίδα στρατόπεδον, οπού διεκρίθη τόσον διά τάς ήρωϊκάς πράξεις του καί έδρεψε τοσαύτας κατά τών εχθρών νικάς...              

     Άλλ΄ εν τώ μεταξύ έφθασε θλιβερά εϊδησις, ότι δύο ισχυρά σώματα ήρχοντο νά εισβάλουν είς τήν 'Ελλάδα, καί τό μεν εν εξ αυτών έπέπεσεν είς τήν Λαμίαν υπό τον πολύπειρον Μπερκώφ Τσαλλήν, έτοιμον νά είσβάλη είς τήν Ανατολικήν 'Ελλάδα, τό δε υπό τήν οδηγίαν τοϋ όνομαστοϋ Κιουταχή ερρίφθη είς Μακρυνίτσαν τής Θετταλομαγνησίας, ενώ ή εμπροσθοφυλακή αυτού υπό τον τολμηρόν Άλόπασαν οδηγημένη έπέπεσεν είς τάς χώρας Λαύκον καί Μπρομήρι, οπού καί άνδρας καί γυναίκας καί τά ανήλικα βρέφη κατέσφαξεν άπανθρώπως.  

     Τότε τά ολίγα περισωθέντα λείψανα τών χωρίων τούτων άποστέλλουν, Κύριε Πρόεδρε, είς τον μακαρίτην πατέρα μου ένα τών προκρίτων καί εν όνόμάτι τω Θεού, τω ζητούσι νά σπεύση προς βοήθειαν των διά νά σωθώσιν ή ν’ άποθάνωσι μετ’ αυτόν. 'Ο μακαρίτης πατήρ μου άναθέτει τότε την πολιορκίαν τής Χαλκίδος εις τον Καπετάν Διαμαντήν, "Ολύμπιον, ρίπτεται εις Θετταλομαγνησίαν, άπαντά τους εις το Νησίον Άλατά 380 ’Οθωμανούς καί, μετά 48 ωρών πολύκροτον μάχην, άλλους διαπερά εκ τού ξίφους και καίει τούς λοιπούς εντός των όχυρωμάτων των. ’Επέρχεται τότε προσεκτικώς απέναντι τού μανιώδους Άλόπασσα καί οχυρώνεται έμπροσθεν του μετά 400 στρατιωτών, ενώ οι λοιποί οπαδοί του καλύπτονται εις παρακείμενον δάσος. 'Ο άλαζών Άλόπασας, βλέπων ολίγους τούς εναντίους του, επιπίπτει κατά τού οχυρώματος τού πατρός μου μετά δυνάμεως παμπληθούς, αλλά τον δέχεται με χάλαζαν πυράς ο πατήρ μου καί έφορμούν οι εκ τού δάσους όπλίται του, μετά τινας δε ώρας δεν έβλεπες εί μή στρατόν ολόκληρον φονευμένον, διότι καί αξιωματικοί καί στρατιώται καί αυτός ό πασάς ευρον εκεί το όνειδος καί τον τάφον, ενώ περιήλθον εις χείρας μας ή πυρίτις, τα πυροβόλα καί το ταμείον το εχθρικόν. Δύναμαι δε να καυχηθώ, Κύριοι, ότι ο ειρημένος πασάς είναι ο μόνος, όστις καθ’ όλην την Στερεάν εφονεύθη, καί τούτου μάρτυρας προκαλώ όλους τής Στερεάς τούς άγωνιστάς. Τότε ο πολυμήχανος Κιουταχής, πνέων εκδίκησιν καί σφαγήν, προσβάλλει τα εις το Τρίκκερι οχυρώματά μας, τό υπό τον αντιπρόσωπον τού πατρός μον Κωνσταντίνον Δουμπιώτην. Άλλ’  ο πατήρ μου έπιβάς εις τις λέμβους, φθάνει ύπόπτερος εις επικουρίαν καί μετά μάχην αιματηρόν φονεύεται ο αρχηγός τών Αλβανών Κοστέρφ-μπέης, πληγώνεται καιρίως ό έτερος αρχηγός των Σουλιχτόρ-Πόδας, καί ο Κιουταχής, άφίνων όπισθεν τον πλήθος νεκρών, άποσύρεται εις την θέσιν Ράδια, όπου στρατοπεδεύει καί όχυρούται προς άσφάλειαν. ’Ενώ δε εις την θέσιν εκείνην εξακολουθεί επί εξ μήνας ο πόλεμος καί οί εχθροί προσβάλλονται εις τά οχυρώματά των, φθάνει εξαίφνης ή αγγελία, ότι στόλος πολυπληθής εκπλέει κατά τών Βορείων νήσων υπό τον έγνωσμένον Τοπάλ-πασάν. Εις την περίστασιν ταυτήν προσκληθείς ό πατήρ μου υπό τής Δημογεροντίας Σκοπέλου καί Σκιάθου, ίνα προκινδυνεύση τών νήσων, συνήψε την έξης μετά τού Κιουταχή συνθήκην : α) Να άποσυρθή ο Κιουταχής καί τό στρατεύματά του άφ’ όλης τής Θετταλομαγνησίας β) εις μεν τα 24 χωρία νά μείνη αρχηγός ο Μήτρος Βασδέκης, εις την ’Επαρχίαν Άγιάς καί Κισσάβου ο Μήτρος Λιακόπουλος, εις δε την τοϋ Αλμυρού καί Βελεστίνου ο Βελέντζας, καί γ) νά δύναται ο Κιουταχής να διορίση ένα καί μόνον Τούρκον εις Τρίκκερι, τον Ταΐρ-άγαν. Μετά την έκτέλεσιν τής συνθήκης ταύτης, προσπλέει ήδη ο οθωμανικός στόλος εις Σκιάθον καί είναι έτοιμος να φέρη την καταστροφήν καί αιχμαλωσίαν.  Ό μακαρίτης πατήρ μου, δέν χάνει τότε ούδε στιγμήν, ορμά ύπόπτερος εις την Σκιάθον, καί, άπαντών τούς άποβάντας εχθρούς, κρατεί αιματηρόν μάχην, καί άλλους μεν φονεύει αγεληδόν, άλλους αιχμαλωτίζει, καί άλλους θαλασσώνει διώκων, ενώ ενώπιον του φεύγει ο στόλος περιδεής...

      Έκ τούτου, Κύριε Πρόεδρε, το ηρωικόν αυτό όπλον έχοντες υπ όψιν οι περιώνυμοι της "Υδρας, έκάλεσαν διά των εντίμων προκρίτων καί συναινέσει τής Κυβερνήσεως ώς γενικόν Φρούραρχον τής νήσου των τον πατέρα μου, καί δίς ό μακαρίτης πατήρ μου έλαβε την τιμήν νά περιφρούρηση την ηρωικήν εκείνην νήσον εις περιστάσεις κρίσιμους. Μάρτυρας των λόγων μου επικαλούμαι τούς επιζώντας τής "Υδρας άγωνιστάς...

       Πώς δε νά περιγράψω, Κύριε Πρόεδρε, τάς εις Κομπότι, Πέτα, Πλάκα και καθ’ όλην τήν Εύβοιαν μάχας αυτού, όπου τοσάκις άντήχησεν εντίμως το όνομά του, καί τοσαύτα διέπραξεν έργα ηρωισμόν καί φιλοπατρίας; Όχι. Δεν θέλω άπασχολήσει δι αυτών το Σεβαστόν τούτο σώμα, ουδέ δύναμαι νά περιγράψω έργα άνήκοντα εις τήν Ιστορίαν. Ό βίος του αειμνήστου Καρατάσου, ώς ό βίος τών πρωταγωνιστών όλων, είναι, Κύριοι, ο βίος καί οι θρίαμβοι τής άναγεννηθείσης "Ελλάδος, καί διά τούτο αρκούμαι νά είπω ότι δεν είναι ίσως μάχη ή θέσις ένδοξος τού άγώνος, όπου νά μην άκούης : «Τα ταμπούρια τού Καρατάσου».

        Άλλ’ ή Δυτική καί Ανατολική ’Ελλάς, Κύριε Πρόεδρε, δεν υπήρξαν μόναι το στάδιον τών θυσιών καί αγώνων του. Εις έν καί μόνον άποβλέπων, το προς τήν πίστιν καί τήν πατρίδα καθήκον του, ό μακαρίτης πατήρ μου, έσπευσε να προσφέρη το αίμα του καί εις τήν ένδοξον Πελοπόννησον, καί δεν είναι μάχη ή κίνδυνος, εις ήν δεν παρευρέθη ώς άρχηγός, εις ήν δεν εκινδύνευσεν ώς στρατιώτης. "Οτε δέ ό άλαζών Ιμβραϊμης, διήρχετο εν λόγχη πυκνή καί συνεσωματώθη εις το Νεόκαστρον, καί ήτον πυρ καί θάνατος ή διάβασίς του, ο μακαρίτης πατήρ μου υπόδακρυς προέταξε τά στήθη του εις Σχοινόλακκα καί, κτυπών καί κτυπούμενος πανταχόθεν, «’Ελευθερία ή θάνατος»  επεφώνησε  καί ξιφήρης ριπτόμενος κατά τών εχθρών έθεσε τήν σημαίαν εις λύθρον αίματος καί θριάμβου, ενώ ή έφευγον πανταχόθεν ή έπιπτον νεκροί οί δαίμονες τής Αίγυπτου!...    

      Μετά τούτο, κατά το 1827, ότε το ένδοξον Μεσολόγγι δεν ύπήρχεν, ότε εις τάς ηρωικός ’Αθήνας έκυμάτιζεν ή ημισέληνος τών εχθρών, ότε δ φοβερός Κιουταχής επλημμύρισεν όλην τήν Ρούμελην καί κατέκαυσε καί τήν τελευταίαν αυτής κωμόπολιν, τα Μέγαρα, ότε ο αλαζών ’Iμβραίμης επυρπόλει τάς χώρας τής Πελοπόννησου καί έφθασε καί μέχρι τών Μύλων εις τά πρόθυρα τού Ναυπλίου, ή τότε Κυβέρνησις έπεμψεν αντιπρόσωπον, πληρεξούσιον, τον έντιμον νυν γερουσιαστήν Άδάμ Δούκαν, δίδουσα υπό τήν διεύθυνσίν του τούς αοιδίμους άρχηγούς Νικόλαον Κριεζώτην καί Βάσον Μαυροβουνιώτην, ίνα, ελθόντες εις τάς Βορείους νήσους, εύρωσι τον αείμνηστον πατέρα μου καί οί τρεις ομού συμπράξωσιν εις βλάβην τού εχθρού τής Πατρίδας. Συσκέψεως τότε γενομένης, άπεφασίσθη νά κτυπήσωσι τους εχθρούς είς Θετταλομαγνησίαν, ο δε Άδάμ Δούκας έφερε προς τούς άλλους, διαταγή τής Κυβερνήσεως, και πλοία τινά των γενναίων Ψαρριανών.

      Τότε ό πασάς τής Λαρίσης, μαθών ταύτα, έπεμψεν είς Θετταλομαγνησίαν υπέρ τούς τρισχιλίους Όθωμανούς υπό την οδηγίαν τον Νούρκα Σέρβιανη καί άλλων οπλαρχηγών, είς δε την θέσιν Παλαιά Παναγιά καί Ράδια έγινε πεισματωδεστάτη μάχη, όπου ολίγοι ’Οθωμανοί έμειναν, ίνα επιστρέφοντες αναγγείλουν είς τον κυριάρχον των την φοβέραν ήτταν των, οί δε άρχηγοί, οί οπλαρχηγοί, αί σημαίαι, τα πάντα, καί πλήθος λαφύρων, έμειναν είς χειρας των ήμετέρων.

     Μετ’  όλίγας ημέρας οί μεν Ν. Κριεζώτης, Βάσος Μαυροβουνιώτης και  Άδάμ Δούκας επέστρεψαν είς Κέαν καί Σαλαμίνα, όπου είχε διαδοθή ότι έρχεται ό άείμνηστος Κυβερνήτης, ό δε πατήρ μου έμεινε καί πάλιν με τα στρατεύματά του Αρχηγός τής θέσεως.

     Κατά τα τέλη ’Ιανουάριου 1828 έφτασε καί ο περιμενόμένος Κυβερνήτης τής 'Ελλάδος, καί επειδή ό Αρχιστράτηγος Γκενεράλ-Ζούρτζ, πολιορκών τότε την Βόνιτσαν, είχεν ανάγκην πλοίων διά τον Άμβρακικόν κόλπον, σταλθείς τότε ό Αρχιναύαρχος  Άνδρέας Μιαούλης προς τον πατέρα μου, έλαβε παρ’ αυτόν τά δύο ιδιόκτητα πλοία του, ύπεχρέωσε δε καί τούς υπό την οδηγίαν του νά παραδώσωσι καί τά ιδικά των, τα όποια εστάλησαν είς τον εν Βονίτση Αρχιστράτηγον διά του Αντιναυάρχου Αντωνίου Κριεζή, όστις διέβη, πολέμων καί πολεμούμενος, διά των φρουρίων Πρεβέζης καί Προύντης  είς τον Άμβρακικόν κόλπον. Μάρτυρας των λόγων μου επικαλούμαι τον αρχιστράτηγον Ζούρτζ, τον Αντιναύαρχον Αντώνιον Κριεζήν, καί τόσους άλλους Ανωτέρους Αξιωματικούς.

     Τοιουτοτρόπως, ενώ ό Αγών έπερατώθη τά 1829, ό πατήρ μου διήλθεν απ’ αρχής μέχρι τέλους όλας αύτού τάς περιπέτειας ώς Γενικός Αρχηγός, καί, φέρων πάντοτε τάς πλέον ίεράς αναμνήσεις, απέθανε την 22 ’Ιανουάριου11 1830.

    "Ολα ταύτα, Κύριε Πρόεδρε, Αν διεγράφησαν με τον χρόνον, καί ώς οί αυτουργοί των ερρίφθησαν είς την λήθην, δεν είναι, όχι, μά τά παθήματα τον Αγώνος, δεν είναι μύθοι κενοί, ούτε ύπερβολαί λόγων. ”Αν δε άσθενώς μόνον καί εν όλίγοις τά περιέλαβον διά τής παρούσης, πολύ εύγλωττότερον τά διαβεβαιούν άλλοι, είς ούς όφείλομεν καί σέβας καί θαυμασμόν, καί οϊτινες καλούνται Ζαΐμης, Κουντουριώτης, Μαυρομιχάλης, Βότζαρης,Κολοκοτρώνης κ.τ.λ.Τα πιστοποιητικά λοιπόν τοιούτων περιδόξων άνδρών, υποβάλλω ενώπιον ''Υμών, Κύριοι, καί εις τους υιούς αυτών άπόκειται νά ειπωσιν ήδη αν εκτελοϋν την πάτριον διαθήκην και άν αναγνωρίζουν την πιστοποίησιν των πάτερων των. Καθ’ όλην δε την πολυστένακτον αυτήν σειράν τών κινδύνων, εις όλον τον κυματισμόν τοιούτων πράξεων καί αγώνων, ό εύσεβάστως υποφαινόμενος παράπλευρος αείποτε τού πατρός μου, δέν είναι, Κύριε Πρόεδρε, αγών ή κίνδυνος, όν δεν συνεμερίσθην μαζί του, δεν είναι συμφορά, ήν δεν ύπέστην πλησίον αυτόυ, ουδέ δοκιμασία, ήν δεν διήλθομεν εκ τον ίσου, διότι το αυτό σύνθημα, ή εγερσις τής Πατρίδος, ήτον το σύνθημα όλων, καί σφαγαί καί αίχμαλωσίαι καί στέρησις υπαρχόντων το καθήκον έκάστου.

     Ή εκ νεκρών άνάστασις τών εθνών, απαιτεί, ώς δεν αγνοείτε, Κύριοι, ού μόνον ποταμούς αιμάτων μαρτυρικών, άλλά καί καταστροφές πόλεων καί εμπρησμούς οικιών καί εξόντωσιν υπαρχόντων καί εν γένει πάσαν θυσίαν άτομικήν, διά νά ελθη ή επιούσα γενεά νά πνεύση την ζωήν επί τών ερειπίων τής παρελθούσης. Τήν στερεόν ταύτην αλήθειαν δεν ήδύνατο νά άγνοή ή 'Ελλάς τού 1821, καί διά τούτο όλαι κατά σειράν αι ’Εθνικοί Συνελεύσεις, βλέπουσαι, Κύριοι, ότι κατά τήν εναγώνιον πάλην εκείνην ού μόνον εκαλείτο ό "Ελλην εις φόρον αίματος καί θανάτου, άλλ’ έπρεπε νά κλαύση τήν σφαγήν ή τήν άτίμωσιν τώ οικείων του, νά ίδη καιομένας τάς πόλεις του, τά κτήματά του καταστρεφόμενα καί εις βάραθρον  χαϊνον νά καταρρεύσωσι τά πλούτη, αι οίκίαι, τά αγαθά του, καί γυμνός καί άνέστιος νά εξέλθη τού χάους εκείνου με το προνόμιον τού αλήτου καί μίαν δάφνην όδυνηράν. Αυτά βλέπουσαι, Κύριοι, αι κατά καιρούς ’Εθνικοί Συνελεύσεις μια φωνή άνεκήρυξαν όλαι ότι εις πάντας τούς υπέρ τοϋ άγώνος μόχθησαντας άμα τή σωτηρία τοϋ "Εθνους, θέλει δοθή ανάλογος τών έργων των αμοιβή, καί τούτο διά νά εύρωσι καν εν στρέμμα γής νά θρέψουν τήν δυστυχίαν των, ολίγον θλιβερόν χώμα νά κρύψουν τά γυμνά κόκκαλά των. Τά κήρυγμα τούτο τών ’Εθνικών Συνελεύσεων είναι, Κύριοι, συμβόλαιον 'Ιερόν, εις το όποιον εγγυητής εγράφη το ”Εθνος, καί έπισφράγισις είναι τά αίματα τών μαρτύρων. 'Ο αναβάλλων λοιπόν τοιούτο συμβόλαιον, διαψεύδει το ’Έθνος καί επί τής οδύνης λιμοκτονούντων άγωνιστών καταδικάζει το παρελθόν καί το μέλλον. Έκ τούτου καί ή εν Άθήναις επελθούσα Συνέλευσις, πρώτον αυτής ανέγραψε ψήφισμα τήν αμοιβήν τών αγωνιστών καί, επιβεβαιούσα τά υπό τών Συνελεύσεων όλων ψηφισθέντα, έκήρυξεν ότι δεν λησμονεί το ’Έθνος τάς ημέρας εκείνας τών θυσιών καί άγώνων, καί εν καθήκον αισθάνεται, τήν εκπλήρωσιν τών ιερών του υποχρεώσεων...

     Aί υποσχέσεις αύται δεν ήσαν -όχι- τά ελατήρια, ένεκα τών οποίων ερρίφθη είς τάς φλόγας ό "Ελλην καί, όταν από τον Ταΰγετον μέχρι τον Αίμου, ολόκληρος φυλή άπέθνησκε μαχομένη, όταν Κασσάνδρα και Νάουσα ελούοντο είς το αίμα καί άναπέτα πυρίφλεκτον το "Αγιον Μεσολόγγι, με τάς ίεράς εκείνας ημέρας, εν είχε σύνθημα έκαστος, τον θούριον τού Φεραίου, μίαν άξίωσιν αμοιβής, την ελευθέρωσιν τής Πατρίδος!... Καί όταν θυσιάζη τις καί πλούτη καί τέκνα, όταν άρνήται το ενεστώς καί δίδη προσφοράν την ζωήν τον, δεν εμπορεύεται αντί τούτων μελλούσας άμοιβάς άμφιβόλους... Έκ τούτον, Κύριοι, ίδέτε εκ των μεγάλων εκείνων άνδρών άγωνιστων, οί μεν άπέθανον επί ψάθης, καί δημοσία δαπάνη τούς επρομήθευσαν τον λίβανον τής κηδείας, οί δε άπήλθον είς τάς εστίας των, μή καταρώμενοι την ελευθερίαν, άλλοι δέ κείνται είς άγνωστα μνήματα με ένα παρήγορον βόλι είς την καρδίαν, καί κυρτοί μόνον καί άστεγοι περισωζόμεθα που ολίγοι έτι άγωνισταί, το δάκρυ πνίγοντες άγερώχως, άλλα άποθνήσκοντες έκ τής πείνης! Σπεύσατε, Κύριοι, Σπεύσατε! Μετ’ ού πολύ δεν θέλομεν πνέει ουδ’ αυτήν τής Πατρίδος την αύραν καί άντί τον οβολού τής κηδείας, δότε μας καν τον οβολόν ξηρού άρτου ! Αυτό σάς υπαγορεύει το δίκαιον, αυτό σάς επιβάλλει το ’Έθνος, καί ή καρδία Σας...

    Τιμή, ζωή, περιουσία, ιδού νομίζω, Κύριοι, ή πολυτιμοτέρα τριάς του άνθρωπου, καί όλα ταύτα προσέφερεν ο πατήρ μου είς τον βωμόν τής Πατρίδος... Τιμή; Καί πού είναι σύζυγος ή αί θυγατέρες αυτού, τάς οποίας ώς σπλάγχνα του άποσπώντες έσυραν οί εχθροί είς όνειδος καί δουλείαν; Περιουσία ; Καί πού είναι οί θησαυροί, τα ποίμνια, ολόκληροι συνοικίαι καί κτήματα, άφ’ ών άπεκδυθείς ό πατήρ μου κατέβη είς τον στρόβιλον βασάνων καί δυστυχίας; Ζωή; Καί δεν εθρήνησε πεντήκοντα οικείους του φονευθέντας; Καί δεν αίμάτωσεν ή ψυχή του είς την απώλειαν πέντε ηρωικών τέκνων του; Καί δεν προσέφερεν έτι τοσάκις την ζωήν του ώς τελευταίαν θυσίαν καί προσφοράν; Τί άλλο τω ελλείπετο πλέον; Μία ισχνή καί πολυδάκρυτος ύπαρξις καί ταύτην τήν εκύβευσε χιλιάκις, άλλ’, ή σκληρόν ή εύσπλαχνον, δεν τον άνέπαυσεν ένα βόλι. Ναι, Κύριοι, ως οί μεγαλουργοί καί περιώνυμοι πατέρες υμών άνέκραξαν «είς τά όπλα»  καί Πελοπόννησος καί Στερεά καί Νήσοι, ήγέρθησαν εις τήν κλήσιν των, καί ό αείμνηστος πατήρ μου ήγειρεν ώς αυτοί ολόκληρον τήν Μακεδονίαν, αίρων τον σταυρόν είς τους ώμους, προσέφερεν ώς εκείνοι ό,τι πολύτιμον κρατεί τον άνθρωπον είς τον κόσμον, καί τάς θυσίας ταύτας άντεζύγησε μόνον τον όλεθρον τών εχθρών, κομίζων εις το μνήμα ώς μόνην αμοιβήν τήν πενίαν... Τοιούτοι μάρτυρες τού Χριστού, τοιούτοι άθληταί παθημάτων, οί Μωϋσεϊς αυτοί ενός  Έθνους, είπέτε, Κύριοι, δεν είναι άξιοι τού Σεβασμού τής Πατρίδος, καί αν δεν τούς όφείλωνται ανδριάντες, δεν τούς ανήκει καν ό άρτος ό ξηρός τού ελέους;

      Άλλ’ εν μέσω της συναισθήσεως ταύτης ευρίσκει τις την παρηγοριάν, ότι τινά των εύγενών τούτων ονομάτων δεν παρελείφθησαν εντελώς και αι φωναί των Εθνοσυνελεύσεων είσηκούσθησαν υπέρ ενός τουλάχιστον Καραΐσκου, υπέρ ενός μεγαλουργού Βότζαρη, υπέρ τον περιδόξου Ζαΐμη, υπέρ τού πατριάρχου τού άγώνος μας Κουντουριώτου, υπέρ τού ημιθέου Μιαούλη, υπέρ των Μαυρομιχαλαίων, τού Γιατράκου και άλλων. Τις νά μην χύνη, Κύριοι, ευγνωμοσύνης εθνικής δάκρυα, βλέπων ότι εις τάς ενδόξους ταύτας οικίας εδόθησαν άνά 1000 τουλάχιστον στρέμματα γης, διά νά δοθή μέρος δικαιοσύνης εις τούς υιούς, άνθ’ ών εθυσίασαν οι πατέρες;  Άλλ’ ή δικαιοσύνη αύτη οφείλεται άρα και εις τον γηραιόν Καρατάσον; Τα άθλα καί αι θυσίαι αυτού άναγνωρίζονται ως των άλλων ή, άντί πλούτου καί αίματος, προσέφερεν εύχάς εις το Έθνος καί ή φωνή των Εθνοσυνελεύσεων πρέπει νά βωβαθή δι αυτόν και νά διαγραφή ώς παρίου το όνομα, αί πράξεις καί το μνημείον ίσως αυτού;  Το ζήτημα τούτο, Κύριοι, υποβάλλω εις την κρίσιν ύμών, και εις υμάς άπόκειται νά δικάσητε, αν εις συναθλητής των πατέρων Σας, εις δηλαδή πατήρ Σας, πρέπει νά άποκλεισθή τής μερίδος του, καί νά διαγραφή ώς αλλόφυλος. Θέσατε τήν δεξιάν εις το στήθος καί αποφασίσατε, Κύριοι... ’Άν αι θυσίαι καί τα παθήματα τού Πατρός μου άναγνωρίζωνται, αν οι αγώνες καί κίνδυνοί μας δεν είναι όνειρα, άν μετά τόσους πόνους λαμβάνω σήμερον ό,τι είς Γραμματεύς Υπουργείου και με 250 δραχμάς ζητώ νά συντηρήσω υιούς ή να άποκαταστήσω τάς θυγατέρας μου, άv αι άλήθειαι αύται αναγνωρίζονται, δότε τήν αναλογίαν μου, Κύριοι, δότε καί εις έμε 1000 πολυπαθή στρέμματα γης, διά νά ασφαλίσω τον άρτον τών τέκνων μου, πριν κλείσω μετ’ ολίγον τούς οφθαλμούς...Δότε με, Κύριοι, τήν άποκατάστασιν ταύτην επ’ όνόματι τού δικαίου, δότε μέ την εν όνόματι τών ’Εθνικών Συνελεύσεων δότε μέ την έv ονόματι τής Πατρίδος και τής τιμής της, δότε μέ την εν ονόματι τού Θεού, διότι Πατρίς καί δίκαιον, εστίν ο Θεός... ’Άν δ’ οχι, είπέτε το, Κύριοι, άλλ’ είπέτε το πλέον "μακράν ημών Καρατάσε δεν έχεις το δικαίωμα είς τήν ευγνωμοσύνην τού έθνους" διά νά λάβω καν μίαν άπόφασιν καί, ευλογών το άνομα τής Πατρίδος, νά θάψω είς γωνίαν τινά τούς πόνους καί τάς θυσίας μας.

'Ο ευπειθής

Δημήτριος Τζάμης Καρατάσος


Υ.Γ Δευτερότοκος γιος του πανέλληνα αγωνιστή Τάσου Καρατάσου, ο Δημήτριος Τσάμης Καρατάσος, πολέμησε μαζί με τον πατέρα του σε πολλές μάχες με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής επικυριαρχίας.Ο Τσάμης, κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο το 1854, σε ώριμη ηλικία, υποκίνησε πάλι σε επανάσταση τη Μακεδονία, και αποβιβάσθηκε στη Χαλκιδική όπου νίκησε τους Τούρκους, αλλά η επανάσταση, απέτυχε. Έπειτα, με όνειρο την απελευθέρωση της Μακεδονίας και εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη, περιόδευσε στην Ιταλία (1859-1861) και στις Σέρβικες κοινότητες της Τεργέστης και σχεδίασε ακόμη και συνασπισμό των Βαλκανικών κρατών. Διερχόμενος όμως από το Βελιγράδι, για να υπογράψει την πρώτη επίσημη συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, με έγριση του Όθωνα,  νόσησε (πιθανόν από κάποια αρρώστια) και πέθανε εκεί τον Οκτώβριο του 1861. Επί του τάφου του, ανεγέρθηκε λαμπρό μνημείο. Το 1933 έγινε ανακομιδή των οστών του στη Βέροια.

Τα τελευταία λόγια του Τσάμη προς τον γιο του Αναστάσιο, αξιωματικό του τακτικού στρατού, πριν πεθάνει εις την ξένη γη (Βελιγράδι) ήταν:«’Αποθνήσκω, υιέ μου, έπί τής κλίνης, ένω ηύχόμην αείποτε νά πέσω έπί τοϋ πεδίου τής μάχης. Ναί, αποθνήσκω πριν ή ίδω τήν γενέτειράν μου Μακεδονίαν έλευθέραν, ύπέρ ής καί οί προπάτορες μας καί ό πάππος σου καί έγώ ήγωνίσθημεν. Σου κληροδοτώ τό αύτό τής φιλοπατρίας αίσθημα. Άφες τα όστά μου πλησίον ηρώων, πλησίον του Ρήγα Φεραίου, άπελθε σύ είς τήν Ελλάδα, παρηγόρησον τήν τεθλιμμένην μητέρα σου, γενού πατήρ είς τούς ανηλίκους αδελφούς σου, πρόσφερε τον τελευταίον άσπασμόν είς τούς φίλους μου καί, ενόσω ή πατρίς μας είναι δούλη, μή μετακινήσης έντεύθεν τήν κόνιν μου. "Οταν δέ ή πατρίς μας Μακεδονία άνακτήση τήν έλευθερίαν της, τότε, έκπληρών ιερόν καθήκον, μετακόμισον τά όστά μου καί τα όστά τού έν Ναυπάκτω τεθαμμένου πάππου σου καί έναπόθεσον αύτά είς τόν κοινόν τάφον τών προγόνων μας».

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις