Σελίδες

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

 

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδας! ὦ νησιὰ βλογημένα,

ποὺ μὲ ἀγάπη καὶ φλόγα μιὰ Σαπφῶ τραγουδοῦσε,

 ποὺ πολέμων κι εἰρήνης δῶρα ἀνθίζαν σπαρμένα

ποὺ τὸ φέγγος του ὁ Φοῖβος ἀπ’ τὴ Δῆλο σκορποῦσε!

Ἄχ, ἀτέλειωτος ἥλιος σᾶς χρυσώνει ὡς τὰ τώρα,

μὰ βασίλεψαν ὅλα, ὅλα τ’ ἄλλα σας δῶρα!

 

Καὶ τῆς Χίος τὴ Μοῦσα καὶ τῆς Τέως τὴ Λύρα,

ἀντρειοσύνης κι ἀγάπης δοξαρίσματα πρῶτα,

σὲ ἄλλους τόπους γιὰ φήμη τὰ μετάφερε ἡ Μοίρα,

γιατὶ ἡ μαύρη τους μάνα μήτε ἂ ζοῦνε δὲ ρώτα!

Κι ἀντιλάλησαν ξάφνω παραπέρα στὴ Δύση,

ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ ἀνθίζαν τῶν «Μακάρων αἱ νῆσοι ».

 

Τὰ βουνὰ τὸ μεγάλο Μαραθώνα θωρᾶνε

 κι ἡ ἀθάνατη βλέπει τὰ πελάγη κοιλάδα.

 Ἐδῶ πέρα μονάχος συλλογιόμουν πὼς νάναι

θὰ μποροῦσε καὶ πάλι μιὰ ἐλεύθερη Ἑλλάδα!

Γιατὶ πῶς νὰ κοιτάζω τὸ Περσάνικο μνῆμα

καὶ νὰ λέγω πὼς εἶμαι τῆς σκλαβιᾶς κι ἐγὼ θύμα!

 

Στὸν γκρεμνὸ ποὺ ἀντικρίζει τὴ μικρὴ Σαλαμίνα,

 μιὰ φορὰ βασιλέας θρονιαζότανε. Κάτου,

 δίχως τέλος καράβια, μὲ τ’ ἀμέτρητα ἐκεῖνα

 μαζευόντανε πλήθη. ῏Ηταν ὅλα δικά του.

 Τὴν αὐγὴ μὲ καμάρι τὰ μετροῦσε ἐκεῖ πέρα,

μὰ τί γίνηκαν ὅλα σὰν ἑβράδιασε ἡ μέρα!

 

Ποῦ εἶν’ ἐκεῖνα! Ποῦ εἶναι, ὦ Πατρίδα καημένη!

Κάθε λόγγος σου τώρα κι ἀκρογιάλι ἐβωβάθη!

Τῶν παλιῶν τῶν ἡρώων ἕνας μύθος δὲ μένει,

 τῆς μεγάλης καρδιᾶς τους κάθε χτύπος ἐχάθη.

 Καὶ τὴ λύρα σου ἀκόμα τὴν ἀφῆκες, ὠιμένα!

ἀπ’ τοὺς θείους σου ψάλτες νὰ ξεπέση σὲ μένα!

 

Μὲς στὸν ἄδοξο δρόμο, ποὺ μιὰ τύχη μὲ σέρνει

μὲ φυλὴ ποὺ σηκώνει τῆς σκλαβιᾶς ἀλυσίδα,

κάποιο βάλσαμο κρύφιο στὸ τραγούδι μου φέρνει

ἡ ντροπή, ποὺ μὲ πιάνει γιὰ μιὰ τέτοια πατρίδα!

 Καὶ τί νάχη ἐδῶ ἄλλο ποιητής, παρὰ μόνο

γιὰ τοὺς ῞Ελληνες πίκρα, γιὰ τὴ χώρα τους πόνο!

 

Πρέπει τάχα νὰ κλαῖμε μεγαλεῖα χαμένα

 καὶ ντροπὴ νὰ μᾶς βάφη, ἀντὶς αἷμα σὰν πρῶτα;

Βγάλε, ὦ γῆς δοξασμένη, ἀπ’ τὰ σπλάχνα σου ἕνα

ἱερὸ ἀπομεινάρι τῶν παιδιῶν τοῦ Εὐρώτα!

Ἀπ’ ἐκειούς, τοὺς Τρακόσους, τρεῖς ἂς ἔρθουνε, φτάνουν

ἄλλη μιὰ Θερμοπύλα στὰ βουνά σου νὰ κάνουν.

 

Πῶς! Ἀκόμα σωπαίνουν; Πῶς! Ἀκόμα συχάζουν;

 ῎Οχι, ὄχι! Ἀκούγω τὶς ψυχὲς ἀπ’ τὸν Ἅδη,

σὰν ποτάμι ποὺ τρέχει μακρινά, νὰ φωνάζουν:

« Ἕνας μόνο ἂς σαλέψη ζωντανὸς καὶ κοπάδι

ἀπ’ τὴ γῆς ἀποκάτου λεβεντιὰ ξεκινοῦμε,

εἶναι αὐτοὶ ποὺ κοιμοῦνται˙ ἐμεῖς ἀκόμα σ’ ἀκοῦμε!»

 

Ἄχ, τοῦ κάκου, τοῦ κάκου! Ἄλλες λύρες στὰ χέρια!

Μὲ σαμιώτικο τώρα τὸ ποτήρι ἂς γεμίση.

Ἄφηνε αἷμα καὶ μάχες γιὰ τὰ τούρκικα ἀσκέρια,

 καὶ καθένας τὸ αἷμα τοῦ ἀμπελιοῦ του ἂς μᾶς χύση!

Δές τους! ῞Ολοι ξυπνᾶνε καὶ πετοῦν ὡς ἀπάνω,

 τοῦ μικρόψυχου Βάκχου τὸ ἐγκώμιο σὰν κάνω!

 

 Τὸν Πυρρίχιο χορό σας ὡς τὰ τώρα βαστᾶτε,

ἡ Πυρρίχια ἡ « φάλαγξ » ποῦ νὰ πῆγε, καημένοι!

 Ἀπὸ δυὸ τέτοια δῶρα, πῶς ἐκεῖνο ξεχνᾶτε,

ποὺ ψυχὲς ἀντρειώνει καὶ καρδιὲς ἀνασταίνει!

Καὶ τὰ γράμματα ἀκόμα ἑνὸς Κάδμου κρατεῖτε·

τάχα νάταν γιὰ σκλάβους τὰ ψηφιά του θαρρεῖτε;

  

« Ἐκλεχτὲς σελίδες » Βύρων [Μετάφρ. Ἀργύρη Ἑφταλιώτη]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις