Σελίδες

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019



Μια …συνάντηση με τον ποιητή  Ν. Καββαδία 

     Με τον Καββαδία με συνδέει αρχικά εκείνη η ιδιορρυθμία της ποίησής του, όπως άλλωστε και τον καθένα που θα την γνωρίσει, και έπειτα ένα συλλεκτικό ενδιαφέρον για τα βιβλία του. Ίσως αυτός ο ενθουσιασμός μαζί του, που έχει κατακλείσει τον κόσμο και κυρίως τους νεότερους να είναι και λίγο επίπλαστος, φτιαγμένος απ’ τα μέσα προβολής, μα είναι αλήθεια πως το διαφορετικό ύφος της ποίησής του ανταποκρίνεται στον σφυγμό της εποχής μας.
     Στις αρχές περίπου της δεκαετίας του ’90, στο Φισκάρδο, σ’ ένα περάσμά μου από την Κεφαλλονιά προς τη Λευκάδα, μέχρι να φθάσει το πλοίο της γραμμής, βάλθηκα να βρω το σπίτι του. Τελικά το ανακάλυψα στο κέντρο του χωριού με μια εντοιχισμένη πλάκα που το προσδιορίζει και έπειτα τόλμησα να χτυπήσω δειλά την πόρτα του σπιτιού. Μου άνοιξε η Τζένια, έτσι την απεκάλεσε κάποιος άλλος που ήταν στο σπίτι. Τότε δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για τον Καββαδία. Μόνο η αρχόμενη προβολή της φήμης του και του έργου του, μέσα αρχικά από τη μελοποίηση των στίχων του, έδινε το στίγμα της γνωριμίας με τον δημιουργό. Ούτε  βέβαια  γνώριζα τη σχέση του με την οικοδέσποινα του σπιτιού. Έριξα μια γρήγορη βιαστική ματιά στους χώρους του σπιτιού και τη βιβλιοθήκη, αντάλλαξα κάποια τυπικά λόγια και χαιρέτησα μηχανικά φεύγοντας. Κάποια άλλη φορά, ένας κάτοικος του Φισκάρδου που διετέλεσε και πρόεδρος του χωριού, σε μια κουβέντα μας όταν τον προσέγγισα να τον ρωτήσω για τον Καββαδία, μου είπε πως και εκείνος ήταν ναυτικός και είχε συνταξιδέψει μαζί του, μα δεν είχε πολλά να μου πει. Μόνο πως όταν ρώταγαν τον Καββαδία τι δουλειά κάνει στο πλοίο, έλεγε «τεμπέλης». Ασυρματιστής δηλαδή, κατά τον ίδιο.    
Αργότερα στα χρόνια που άρχιζε ουσιαστικά το συλλεκτικό μου ενδιαφέρον για τα Επτάνησα, άγγιζα και τον Καββαδία. Tο «Πούσι», στην πρώτη του έκδοση του 1947, αγοράσθηκε 30.000 δρχ. από το βιβλιοπωλείο του Δ. Ρέτσα στο Μοναστηράκι και η έκδοση αυτή αποτελεί και τη σπουδαιότερη της συλλογής μου. Όταν λίγες μέρες αργότερα βρέθηκα σε μια έκθεση βιβλίου, στο Πεδίο του Άρεως, σ’ ένα περίπτερο παλαιοπωλείου που τράβηξε το ενδιαφέρον μου, θέλησα να αξιολογήσω το απόκτημά μου και από μιαν άλλη πηγή. Ρώτησα  λοιπόν τον παλαιοπώλη αν έχει την πρώτη έκδοση από το «Πούσι» και πόσο κοστίζει. «Ναι το έχω. Κοστίζει γύρω στα 30.000 δρχ». Θεώρησα την τιμή του ακριβή και με έκπληξη τον άκουσα να λέει πως: «Όχι δεν είναι. Πριν ένα μήνα πουλήθηκε σ’ αυτή την τιμή στο Μοναστηράκι». Έτσι, άθελά μου και μέσα στην άγνοια των νόμων της αγοράς του καλού συλλεκτικού βιβλίου, είχα συντελέσει στην οικονομική αναβάθμιση του έργου. Παρακολουθώντας από τότε κατά διαστήματα τις τιμές του έργου στις δημοπρασίες, θυμάμαι πως σε μια  δημοπρασία του Σπανού γύρω στο 2000, το έργο έφθασε περίπου στις 250.000 δρχ. ποσό βέβαια εξαιρετικά ψηλό τότε, που προκλήθηκε όπως συμβαίνει άλλωστε σ’ αυτές τις περιπτώσεις από το πείσμα της απόκτησής του. Λίγο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και κυρίως με τη μελοποίηση των στίχων του, μπήκαμε στην εποχή που το ενδιαφέρον του κόσμου κορυφώθηκε πλέον για τον ποιητή και το έργο του. Σήμερα στους συλλεκτικούς κύκλους το έργο αγγίζει την τιμή των 600ευρώ. Αυτό υποδηλώνει πως ένα έργο τέχνης αποτελεί πολλές φορές πέραν της πνευματικής του αξίας και την καλύτερη επένδυση.-


         Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις