ΜΑΝΑ
Μάνα!-Δε βρίσκεται
λέξη καμία
να’χει στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιός να σ’ άκουσε
λέξη καμία
να’χει στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιός να σ’ άκουσε
με στηθος κρύο,
όνομα θειο;
όνομα θειο;
Παιδί από σπάργανα
ζωμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ’ αγκαλιάζει
και, μάνα, κράζει.
Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης,
πέφτει στ’ αγνώριστα
ο νέος διαβάτης,
πέφτει στ’ αγνώριστα
βρόχια τσ’ απάτης,
και, αναστενάζοντας,
μάνα μου! λέει
μάνα! και κλαίει.
μάνα μου! λέει
μάνα! και κλαίει.
Της νιότης φεύγουνε
τ’ ανθια κ’ η χάρη·
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ως που στην κλίνη του,
σα βαρεμένος
πέφτει ο καημένος.
τ’ ανθια κ’ η χάρη·
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ως που στην κλίνη του,
σα βαρεμένος
πέφτει ο καημένος.
Και, πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το –Μάνα μου!-
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το –Μάνα μου!-
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.
Γεράσιμος Μαρκοράς(1826-1911)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου