Σελίδες

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019



Μικρός Ύμνος στην Ελάσσονα Ποίηση(2)
  
Άλλος ελάσσονας, ο αγαπητός Σπύρος E.Κατσιγιάννης (Κάπας). Λευκαδίτης, από το Αθάνι. Έδωσε κι αυτός τη δική του μάχη επιβίωσης και κοινωνικής ανάδειξης στον αγαπημένο του Πειραιά. Αν και από πολλά χρόνια έζησε στο μεγάλο λιμάνι, η θεματολογία του στα περισσότερα ποιήματα αφορά τη γενέθλια γη, απ’ όπου προκύπτει μια αφόρητη αγάπη και νοσταλγία. Αυτοδίδακτος λαϊκός ποιητής, συνεχίζει να γράφει τα ποιήματά του με αναφορά στον τόπο του, σμιλεύοντάς τα με το ακόνι μιας παιδικής μνήμης, που σκαρφαλώνει με γυμνά ποδάρια από κακοτράχαλα μονοπάτια μιας ρηχής ζωής, σε κορφοβούνια  με πανώρια ξεγναντέματα και δειλινά γεμάτα χρυσόσκονη, με την θάλασσα από κάτω να ψέλνει μονότονα το ασίγαστο τραγούδι της. Ματωμένη η φλέβα που κουβαλάει μέσα του, από τα χρόνια της εφηβείας, όπου βαστούσε ένα κρυφό ποιητικό σημειωματάριο. Τα ποιήματά του, σήμερα πια δεν είναι τίποτα άλλο παρά λάβαρα αντίστασης στις αντιξοότητες της ζωής. Ισκιερά πλατάνια που ξαποστάζει η ψυχή του κάτω απ’ τον ίσκιο τους. Τραγούδια δροσάτα που κουβαλάνε μια μυρωδιά αγάπης.  Η επιλογή έγινε από ένα μικρό απάνθισμα που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του “Η ιστορία της ζωής μου” (2016).
                                                                               
οι αλογομάντρες
  
Όσες φορές ξεκίνησα νάρθω να σ’ ανταμώσω
βουνό, που μέσα στα γνωστά και στα βαθειά φαράγγια

εσύ που με μεγάλωσες και μέκαμες παλληκάρι,
εσύ που μεταμορφώθηκες κι έπιασες και χορτάρι

όσες φορές κινώ ναρθώ τα μάτια μου βουρκώνουν
γιατί θυμάμαι τα παλιά τα χρόνια, που με μεγαλώνουν

όσες φορές κινώ ναρθώ βουνό, να σ’ απολάψω
μέσα απ’ τον χαμηλόκαμπο του τριγιαλιού τ’ αμπέλια,

τ’ Αλωναριού τα άδροσα τα ηλιοπυροκαμένα,
ο γέρας ο μοσχόβολος ο τριγιαλοδροσισμένος

που τρέχει απ’ τα υψώματα να με συναπαντήσει
να σου αγκαλιάσω το κορμί τ’ ασύγκριτά σου κάλλη

και βόσκω εγώ τα πρόβατα, κορφολογώ βουνό, τις ομορφιές σου,
τις ομορφιές απ’ το θεό τις παραδεισοπλασμένες

εγώ με το τραγούδι μου να διαφημίσω θέλω
τα ξωτικά τα ηλόβλεφτα τα κατάφωτά σου κάλλη

νάξερες όμορφο βουνό τι μου θυμίζεις εμένα,
τα ξεχασμένα, τα παλιά, κρυφά μου αποκαλύπτουν

νάξερες όμορφο βουνό τι πόθους μου ανάβει
ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του

νάξερες πως κι η μυρωδιά  του χόρτου σου, του βάτου,
ονειροβότανου ακριβού για μένα μυρωδιά ’ναι
γι αυτό βουνό μου, σ’ αγαπώ πλειότερο απ’ όλα τ’ άλλα.



χωρίς δουλειά

Μ’ ένα τσιγάρο την περνώ
που τόχα πάρει δανεικό
στο κυάθιο έχω τον καφέ
για να το κάνω και στριφτό

μόνος μου θα το καπνίσω
θα πιω και τον καφέ σιγά-σιγά
αφού ξέρω πως θα ξεκινήσω
πρωί-πρωί ολημερίς να ψάχνω για δουλειά

παρακαλάω να με πάρουνε εργάτη
και νάμαι ο μικρός για τις δουλειές
γιατί και τώρα αν δε προκύψει κάτι
θα ψάξω για τις μεθόδους τις παλιές

 που μάζευαν όνειρα κι ελπίδες στο ταγάρι
και παίρνανε το δρόμο της φυγής
αφού μας έφεραν τη φτώχεια τη μεγάλη
κι είμαστε κάτοικοι καμένης γης

κουράστηκα πέντε χρόνια να κάνω υπομονή
σ’ αυτούς που πίστευα με στέλνουν εξορία
αυτοί που μας μάθανε μόνο να πεινάμε
χωρίς και τίποτε να μη ζητάμε.



               Πηγή: Leonard Το είδωλο της γης μου

                                                                              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις