Σελίδες

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018





 H Θάλασσά μας


“Από βαθειά αναβαίνει αυτό το κύμα
που δεν ξέρει παρακάλια.
Από ψηλά κυλάει αυτός ο αέρας
με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.”
                                                [Γ.Ρίτσος]
                                                    Φώτο Σπ. Μπογόρδος

Πίσω απ’ τις αιωνόβιες ελιές, / τις συκιές και τις ανθισμένες μυγδαλιές, / ατέλειωτη ξετυλίγεται η θάλασσά μας.// Εμείς, κρεμασμένοι στη βραχοφωλιά,/ ταξιδεύαμε πάνω της, / μέσα στο άπειρο του λογισμού μας, / κι αυτή κάτω, / αμέριμνη λιάζονταν,/ με την υπεροψία μιας μνήμης απέραντης.// Μακρινή και κοντινή μαζί, / απρόσμενη σε κάθε ενδεχόμενο.//Πλεούμενα κάθε λογής / όργωναν το σκουριασμένο σώμα της, / με το ξακουστό φανάρι του  Λευκάτα, / τη λοξή τους καμπή να φωτίζει.// Γιοφύρι της αβύσσου / ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση.// Η ιστορία του κόσμου / γραμμένη στο χάος της ψυχής της.
    Τα κύματά της / αμέτρητα και αθάνατα· / σαν τις ψυχές των ανθρώπων, / σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού.// Άλλοτε ντροπαλά / κι άλλοτε βέβηλα.// Σε κανένα / δεν έδινε λογαριασμό.// Τυφλή δύναμη / όταν βουρλίζονταν. // Τα  σπλάχνα της μάτωνε.// Εκδίκηση λες και να ζήταγε, / για τη λαβωματιά του δυναμίτη.// Ο Άη Νικόλας βυθομέτραγε / την πίστη του ναυτικού.// Γιόρταζε όταν φουρτούνιαζε, / μα εμείς δεν ξέραμε·/ την φοβόμαστε.// Σαν καταλάγιαζε, / ο θυμός της γινόταν προσφορά.// Ναυαγισμένες υποσχέσεις απίθωνε / στην απέραντη αμμουδιά.// Κοχύλια, / όστρακα κι ευρήματα / απ’ τα πέρατα του κόσμου. 
    Τα καλοκαίρια σαν γαλήνευε, / από απόκρημνα, / μυστικά μονοπάτια,/ η λαχτάρα μας / φλογισμένη έπεφτε στην αγκαλιά της.// Τα χέρια μας απλώναμε  / μέσα στο γαλάζιο της κόρφο  / με το ρίγος της επαφής να μας διαπερνά.// Τη δροσιά και την αλμύρα της / κορφολογούσαμε.// Στα μάτια της, / όλα τα χρώματα του μπλε.// Τα φιλιά της, / δάκρυα χαράς στην καυτή άμμο.// Το γέλιο μας / ένα με το δικό της, / ξοδεύονταν σπάταλα στον αέρα.// Άγγελοι παραστάτες/ ξεπετιούνταν / μέσα απ’ την κρυστάλλινη ακινησία της.// Στην αγνότητά της / ξεπλέναμε τις αμαρτίες / και το γέλιο μας / γίνονταν προσευχή.// Χαίρονταν μαζί μας κι αυτή / ως που ν’ ακουμπήσει ο ήλιος πάνω της, / πέρα, / στη θαμπή άκρη του ορίζοντα.// Τα καλύτερα μπάνια της ζωής μας.// Να σφυρίζουν τα μηλίγγια μας / στην επιστροφή, / κι η δίψα μας να σβήνει / με του πηγαδιού / τ’ ασάλευτο νερό.

            Λ. Κατσιγιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις