Σελίδες

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019



                  ΣΤΟΝ  ΚΩΣΤΗ  ΠΑΛΑΜΑ

                  Μέσ’ απ’ τα κάγκελα τ’ αόρατα
                  της απέραντής μας φυλακής,
                  μέσα στο κελλί το παγερό μας
                  δεν βάσταξες στον πόνο της φυλής,
                  κ’ έπεσες σα δρύς,
                  απ’ τα χτυπήματα
                  κάποιων μαύρων ξυλοκόπων,
                  στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
                  δίχως να προσμείνης την αχτίδα
                  της καινούργιας χαραυγής.

                  Κ’ έπεσες καθώς από σεισμό
                  πέφτε μια μαρμάρινη κολόνα
                  κάποιου πανάρχαιου ναού
                  σα ναός όπου χτυπιέται
                  απ’ τα βόλια των βαρβάρων,
                  σαν τον Παρθενώνα,
                  Ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

                  Μάτια στερεμένα απ’ τις τόσες
                  συμφορές,
                  δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
                  (Θα σε κλάψουνε μια μέρα
                  οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
                  έναν-ένα,
                  σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
                  κι αντικρύσουν τι ερημιές
                  εσκορπίσανε στο διάβα τους
                  σ’ αναρίθμητες καρδιές.)

                  Πας και πας για το ταξίδι σου,
                  το Αχερούσιο, το στερνό,
                  ω πρωτότοκε αδερφέ μας…
                  Όμως κοίτα, πως ξοπίσω σου
                  οι Έλληνες σε χαιρετάνε:
                  Ο καθένας, ένα στίχο σου
                  τραγουδάει μελωδικό,
                  και σε τραγουδάνε
                  με τα μύρια σου τραγούδια,
                  που βουίζουν σα μελίσσια
                  επάνω από Απριλιού λουλούδια,
                  σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
                  ω μεγάλε Ραψωδέ μας.

                     
                        ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ

Το ποίημα αυτό του Σ.Σκίππη απαγγέλθηκε στην κηδεία του Παλαμά, Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 1943, μετά το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, αλλά παρέμεινε απαγορευμένο από την κατοχική λογοκρισία. Ο Σ.Σκίπης διατηρούσε καλλίτερες και πιο ευλύγιστες επικοινωνιακές προσβάσεις στον τότε πνευματικό κόσμο της μετακατοχικής Ελλάδας, με αποτέλεσμα το 1946 να αναδειχθεί μέλος της Ακαδημίας Αθηνών,αντί του Καζαντζάκη ή Σικελιανού.

"ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ"  ANNA BIΣΣΗ -Ποίηση Κ.ΠΑΛΑΜΑ        
                                                                             
           Πηγή: Leovard To είδωλο της γης μου


Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019




Η μαύρη τρούπα


Εμείς στη μαύρη τρούπα του Δυσσέα,
τα ταμπούρια μας στήσαμε,
το τομάρι μας να πουλήσουμε ακριβά·
κι αυτοί ανέλαβαν να μας διασώσουν,
πετώντας στη δήθεν ξεφτισμένη νοημοσύνη μας
μια φούχτα ακόμη δανεικά.

Δεν κατάλαβαν πως η καταστροφή
θα ’ταν η αναγέννησή μας.
Μικροί άνθρωποι
για τόσο μεγάλη ευθύνη.

*
                                                     Λ.Κατσιγιάννης
                                                            Από τη συλλογή "μικρά κι ελληνικά"

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019





              


                   ΠΑΨΤΕ ΠΙΑ…

                   Πάψτε πια να εκπέμπετε το σήμα του κινδύνου
                   τους γόους της υστερικής σειρήνας σταματήστε
                   και αφήστε το πηδάλιο στης τρικυμίας τα χέρια:
                   το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!

                   Τι, πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη,
                   στις μίζερες τις έγνοιες μας και στις φτηνές χαρές μας
                   και στην πιστή τη σύντροφο που σαν ιστόν αράχνης
                   ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;

                   Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τι θάναι
                   και να μη νιώθουμε καμμιά λαχτάρα ν’ ανατέλλει,
                   πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς που μαραζώνουν
                   και πέφτουν σάπιοι καταγής-να μοιάζουν τα όνειρά μας;

                   Η τόλμη αφού μας έλειψε (και θα μας λείπει πάντα!)
                   να βγούμε, μόνοι, απ’ τη στενή και τη στρωτή μας κοίτη
                   κ’  ελεύτεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,
                   τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους

                   μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα
                   και την ψυχή μας ριγηλή σα φυλλωσιά στην αύρα,
                   τουλάχιστο ας μη χάσουμε την ευκαιρία τώρα
                   το παίγνιο να γίνουμε των άγριων κυμάτων

                   κι όπου τα φέρει! Ως πλόκαμοι μπορούν να μας τραβήξουν
                   τα κύματα στη θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη,
                   μα και μπορούν, στη φόρα τους, να μας σηκώσουν τόσο
                   ψηλά-που με το μέτωπο ν’ αγγίξουμε τ’ αστέρια!

                      
                      ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

                   Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019



Ιωάννης Βελισσαρίου:  Ο ήρωας των ηρώων 

O ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου (1861-1913) υπήρξε ηγετική μορφή των απελευθερωτικών αγώνων του 1912-1913, πολεμιστής πρώτης γραμμής που ξεχώρισε με το πνεύμα αυτοθυσίας του, όσο ίσως κανείς άλλος αξιωματικός του ελληνικού στρατού σ’ εκείνη την ένδοξο εποποιία. Ο Βελισσαρίου είχε λάβει μέρος ως ανθυπολοχαγός και στις επιχειρήσεις του 1897 όπου είχε ιδιαίτερα διακριθεί. Το τάγματα ευζώνων που είχαν συσταθεί για τις ανάγκες του πολέμου εκείνης της εποχής, είχαν ως γνωστόν το ρόλο καταδρομικών ενεργειών και αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των μεραρχιών στις οποίες ήταν ενταγμένα. Στην 6η Μεραρχία που είχε μετακινηθεί από το Μακεδονικό Μέτωπο-μέσω της Πρεβέζης-στο Ηπειρωτικό μέτωπο (μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης) είχε υπαχθεί το 1/38 σύνταγμα Ευζώνων υπό τον Συνταγματάρχη Παπαδόπουλο. Στο σύνταγμα αυτό υπάγονταν το 9ο τάγμα Ευζώνων με Διοικητή τον ταγματάρχη Ι. Βελισσαρίου.
Την 7η Νοεμβρίου 1912 ο Διοικητής Στρατιάς Σαπουτζάκης, εξέδωσε διαταγή επίθεσης για την κατάληψη των Ιωαννίνων, λίγο πριν την άφιξη του Αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου. Η γενικότερη έλλειψη συντονισμού των Ελληνικών δυνάμεων, είχε σαν συνέπεια την ανακοπή της επίθεσης, αλλά ο Βελισσαρίου με την απαράμιλλη ορμητικότητα που τον διέκρινε, ήταν σε θέση, αν δεν τραυματίζονταν σοβαρά, να καταλάβει με το Τάγμα του εκείνη τη μέρα το Μπιζάνι. Μετά από ολιγοήμερη νοσηλεία, επανήλθε στη διοίκηση του Τάγματος. Η γενικότερη συμπεριφορά του, αλλά και η συμπαράσταση του στους στρατιώτες του κατά την περίοδο εκείνου του χειμώνα που ξεχώριζε για το δριμύτατο ψύχος, ενέπνευσε τέτοιο σεβασμό στο πρόσωπό του, που έφτανε μέχρι αφοσίωσής τους έως θανάτου.
Στην τελική επίθεση για την κατάληψη της πόλης των Ιωαννίνων που διατάχθηκε αργότερα, στις 20-2-1913, παρουσία του Αρχιστρατήγου Διαδόχου Κωνσταντίνου, το 1ο σύνταγμα ευζώνων υπό τον Παπαδόπουλο, είχε τον πρώτο λόγο ως εμπροσθοφυλακή, με αιχμές τον Βελισσαρίου και Ιατρίδη. Με πρωτοβουλία του πρώτου, η καταδίωξη του εχθρού συνεχίσθηκε (παρά την ανακοπή της προέλασης του κύριου όγκου του τακτικού στρατού) ως αργά το απόγευμα μέχρι των παρυφών της πόλης, όπου η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Εδώ, αφού απέκοψε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες της πόλης με το Μπιζάνι, συνέλαβε 37 αξιωματικούς αιχμαλώτους και 935 οπλίτες τους οποίους έκλεισε στον περίβολο της εκκλησίας. Την 11 νυχτερινή έφτασε στο σημείο αυτό ο Δεσπότης Ιωαννίνων με δυο τούρκους αξιωματικούς, με επιστολή παράδοσης της πόλης από τον Εσσάτ Πασά, ο οποίος θεώρησε ότι ένεκα της διείσδυσης των ευζώνων έπεσε η γραμμή άμυνας της πόλης, ενώ στην πραγματικότητα  ο κύριος όγκος του τούρκικου στρατού ήταν πίσω από το τάγμα του Βελισσαρίου. Ο Βελισσαρίου στη συνέχεια, μετά απ’ αυτή την ανέλπιστη εξέλιξη, συνόδευσε μέσα στη νύχτα το κλιμάκιο των τούρκων ως το αρχηγείο του  Εμίν Αγά, παραπλανώντας το ταυτόχρονα για τις θέσεις του ελληνικού στρατού. Όταν οι τούρκοι αξιωματικοί το πρωί κατάλαβαν την παραπλάνησή τους, ήταν πλέον αργά. Έτσι, ο ελληνικός στρατός χάρις την καταδρομική διείσδυση των δυνάμεων του Ιωάννη Βελισσαρίου στις θέσεις του εχθρού, ως την εκκλησία και άλλοτε μοναστήρι του Αη Γιάννη του Πρόδρομου, μπήκε την επομένη στην πόλη των Ιωαννίνων. Στις 5 Μαρτίου, η 6η Μεραρχία επιβιβάσθηκε πάλι σε πλοία στη Πρέβεζα, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ένα συμβάν που αποδίδει το ύφος και την πατριωτική αφοσίωση του Βελισσαρίου στο όραμα που είχε τότε η γενιά των στρατιωτικών ηγετών. Αφηγείται στα Απομνημονεύματά του ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος (ναι, ο παππούς του γνωστού, πολυπράγμονα και γαστρίμαργου πολιτικού):
»Ενθυμούμαι συγκινητικήν  σκηνήν εξ εκείνων που δεν λησμονούνται ποτέ εις την ζωή του ανθρώπου. Ευρισκόμεθα εις το Ασβεστοχώρι και διήρχετο εκ της κωμοπόλεως το ηρωικό 1/38 σύνταγμα του Παπαδόπουλου. Η σύζυγος του αειμνήστου ταγματάρχου Βελισσαρίου ευρίσκετο παραπλεύρως μου, εφόσον είχε έλθει να επισκεφθεί διά τινας ημέρας τον σύζυγόν της επωφεληθείσα της ειρηνικής περιόδου. Όταν ο διοικητής  του 9ου τάγματος έφθασεν έφιππος μέχρις ημών, η σύζυγός του εζήτησε να σταματήσει προς στιγμήν, όπως τον αποχαιρετήσει, και ο Εθνικός εκείνος ήρως, σταματήσας προς στιγμήν, της είπεν εκτός εαυτού εξ οργής και δεικνύων δια της χειρός του την πυρκαϊάν της καιομένης Μπέροβας: «Δεν έχομε καιρό για ασπασμούς, έχομε να εκδικηθούμε τ’ αδέρφια μας, που τα σφάζει ο Βούλγαρος. Καλή αντάμωση». Και στρεφόμενος προς εμέ, ο ήρως προσέθεσε: «σε παρακαλώ, Θόδωρε, φρόντισε, άμα καθαρισθεί η Θεσσαλονίκη, να διευκολύνεις την αναχώρησή της για την Αθήνα». Επέπρωτο η ατυχής σύζυγός του να μην τον ξαναδεί» 
Kατά τις επακολουθήσασες μάχες Κιλκίς-Λαχανά στον Β΄ Βαλκανικό πάλι το τάγμα Βελισσαρίου ήταν εκείνο που ξεκίνησε τις πολεμικές επιχειρήσεις με ανάληψη δράσης την 19-6-13. Μετά από συνεχή και ορμητική προέλαση, άνοιξε το δρόμο της νίκης με κατάληψη διαδοχικά στρατηγικών υψωμάτων στις δυτικές πρόποδες του Λαχανά, παρά την έλλειψη υποστήριξης του πυροβολικού. Σ’ αυτή την μάχη φονεύθηκε ο ηρωικός Γ.Ιατρίδης.Την 21-6-13 στην τελική επίθεση, όταν αποφασίσθηκε η κατάληψη του στρατηγικού Πράσινου Λόφου, το τάγμα Βελισσαρίου επιτέθηκε με εφ’ όπλου λόγχη, πολεμικούς αλαλαγμούς και σαλπίσματα κατά του εχθρού, ξεπερνώντας σε ηρωισμό τις ένδοξες σελίδες του 1821.Η καταδίωξη όμως του εχθρού προς τις Σέρρες ανεκόπη με διαταγή της Μεραρχίας, πράγμα που έδωσε χρόνο στους Βούλγαρους να καταστρέψουν τις γέφυρες του Στρυμώνα. Για άλλη μια φορά, η ορμητικότητα των δυνάμεων του Βελισσαρίου ανακόπηκε από τις διαταγές της μεραρχίας που απέβλεπε στη μεθοδικότητα της προέλασης του στρατού, αγνοώντας την ψυχή του έλληνα στρατιώτη. Κατά τις επόμενες μέρες ως τη μάχη των στενών της Κρέσνας, ο βουλγαρικός στρατός ενισχύθηκε από το Σερβικό μέτωπο, όπου οι Σέρβοι, αφού πέτυχαν τους αντικειμενικούς σκοπούς τους, σταμάτησαν τις επιχειρήσεις, μη ενεργούντες για αντιπερισπασμό των ελληνικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να μεταβληθούν τα ως τότε δεδομένα. Πάλι στην 6η Μεραρχία  με αιχμή το 1ο σύνταγμα ευζώνων, έπεσε το βάρος της μάχης. Κατά τις επικές εκείνες μάχες, όπου το τάγμα Βελισσαρίου ήταν ως συνήθως αποκομμένο από τον κύριο κορμό του τακτικού στρατού, με εξαντλημένα τα πυρομαχικά του,  οι στρατιώτες μάχονταν κατά διαταγή του Βελισσαρίου με πέτρες.
Την 13-7-13 σε σφοδρή επίθεση των βουλγάρων κατά του 1/38 συντάγματος ευζώνων και ενώ υπήρχε σοβαρή έλλειψη πυρομαχικών και αδράνεια της μεραρχίας για αποστολή ενισχύσεων, μετά δε και την απώλεια του Γιώργου Κολοκοτρώνη διοικητού του συντάγματος Κρητών,το τάγμα Βελισσαρίου σχεδόν αποδεκατισμένο, επιχειρούσε για κατάληψη του 1378 υψώματος. Περί ώρα 3 απογευματινή, έφτασε η μοιραία στιγμή για τον Βελισσαρίου, που έπεσε τραυματισμένος ενώ συνέχιζε να παροτρύνει τους άνδρες του. Μετ’ ολίγο, παρά το χειρουργείο που επακολούθησε, εξέπνευσε.Ας αφήσουμε πάλι τον στρατηγό Πάγκαλο να μας πει στα Απομνημονεύματά του: 
»Το θρυλικόν 1/38 ευζώνων ετερμάτισεν εις τα παλαιά βουλγαρικά σύνορα, την ένδοξον πολεμικήν σταδιοδρομία του δια πραγματικού ολοκαυτώματος. 
»Εις την άξενον πλαγιάν του Ογνιάρ Μαχαλά, ένθα ευρίσκονται οι τάφοι του Κολοκοτρώνη, Βελισσαρίου, Μανωλίδη και των άλλων πεσόντων αξιωματικών και οπλιτών του, το 1ον σύνταγμα ευζώνων έγραψε με το αίμα του μιαν από τας ωραιοτέρας σελίδας της πολεμικής ιστορίας του Έθνους, ανταξίαν του Μαραθώνος, των Θερμοπυλών και του Μεσολογγίου». 
Λίγες ώρες αργότερα, το τηλεγράφημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου προς την οικογένεια του Βελισσαρίου υπό μορφή συλλυπητηρίων,ήταν λακωνικό: «Χαιρετίζω τον ήρωα των ηρώων».-
                                                                                
                                                                                                                   Λ.Κατσιγιάννης         
            Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου





Από το Κινηματογραφικό Αρχείο του Πολεμικού Μουσείου


                                                                       

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019


          Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (Z΄)
O Βαλαωρίτης και ο Σικελιανός υπήρξαν απ’ τους πρώτους Έλληνες της εποχής τους. Κι οι δυο απερίσπαστοι από οικογενειακές έγνοιες, έγραψαν σπουδαία ποίηση, κάνοντας πράξη τα ποιητικά οράματά τους. Και σ’ αυτό στάθηκαν ίσως οι μοναδικοί ποιητές που το κατόρθωσαν. Ο πρώτος, με τη ποιητική του προσφορά και με τη πατριωτική και πολιτική του δράση, οραματίστηκε την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού και εργάστηκε με την πέννα και το λόγο σ’ αυτή την κατεύθυνση.H ποίηση του Βαλαωρίτη, έμπλεη πατριωτικού οίστρου αναριγά το κορμί μας. Καθαρή, πατριωτική, αυθόρμητη, διαχέεται και απορροφάται άμεσα. Μας γυρίζει σ’ ένα κόσμο ελληνοκεντρικό, από την άχαρη περιπλάνησή μας στις διαστάσεις του υπερεθνικού χώρου που επιβάλλει η σύγχρονη ποίηση στην εποχή μας, ελεύθερη από κανόνες και νόμους.H επτανησιακή ποίηση με τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Βαλαωρίτη, είναι αυτή που διασώζει τα προσχήματα στη νεοελληνική κοινωνία της εβδόμης δεκαετίας του 19ου αιώνα, που έχει αρχίσει να χάνει την σύνδεσή της με τις παραδοσιακές αξίες και την ιστορία, κοιτάζοντας λαίμαργα προς την Ευρώπη σε αναζήτηση υλικού πλούτου και ευμάρειας. Ο Βαλαωρίτης, Ευρωπαίος και κοσμοπολίτης κι αυτός, δεν θα αρνηθεί μέσα από το έργο του την καταγωγή του. Είναι ο τελευταίος μεγάλος τροβαδούρος της νεοελληνικής ποίησης αυτής της περιόδου, που θα δώσει τη σκυτάλη στη γενιά του Παλαμά. To όραμα και η φαντασία του ποιητή δεν εξοστρακίζει, αλλά συμπληρώνει την εθνική δράση και τις προτεραιότητες του ως βουλευτή στην Ιόνιο βουλή και την Εθνική Συνέλευση αργότερα. Η διορατικότητα του και η διπλωματική του δεινότητα που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό βίο του, τροφοδοτούνται από το ποιητικό μεγαλείο και τα πατριωτικά του αισθήματα. Λέει γι αυτόν ο Παλαμάς: «…οι στίχοι του Βαλαωρίτη καταφθάνουν μέχρις ημών ως βαρύηχος στρατιωτική ορχήστρα, εν η αφθονούσιν οι σάλπιγγες …».
     Ο δεύτερος, ο Σικελιανός, με την στοχαστική δύναμη του ποιητικού του λόγου, απόδειξε διαχρονικά πως μπορούσε να στεγάσει κάτω από το μήνυμα της όλα τα κομμάτια της Ελλάδας, και όλες τις πανανθρώπινες αξίες.
   Τα Χριστούγεννα του 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης  εκτοπισμένος από  τους συνταγματάρχες στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, μελοποιούσε το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού που αποτέλεσε τον αντιδικτατορικό ύμνο στα χρόνια της δικτατορίας, σε συνθήκες που περιγράφει παρακάτω, με τον γνωστό μοναδικό του αυθορμητισμό: «Εγώ, όταν ήμουν στη Ζάτουνα και διάβαζα στίχους του, νόμιζα ότι είχαν γραφτεί για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το Πνευματικό Εμβατήριο, είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου, μου έλεγετελείωσέ το γρήγορα να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες”. Ήταν Χριστούγεννα και η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος-απομονώθηκα γιατί έγραφα. Έξω είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Κάποιος καλός χωρικός μου έφερνε με την άδεια της Χωροφυλακής σούπα και φαγητό. Οι φρουροί απ’ έξω κρύωναν και φώναζαν “Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;”· λέω “γράφω μουσική”. Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα μπήκαν κι αυτοί μέσα -που ήταν απαγορευμένο μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια, λέω “παιδιά, φάτε, πιείτε, αλλά αφήστε με να τελειώσω”. Έγραφα λοιπόν το Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα…. Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο· αυτοί πίνανε τσικουδιά· κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μου. Τέλειωσα, γιατί ήταν στο τέλος του αυτό. Σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές, λέει “πάμε στο καφενείο”. Λέω “είναι ώρα απαγορευμένη”, “δε μας νοιάζει”, λένε, “πάμε. Τώρα εδώ εμείς έχουμε απογειωθεί!” Κι όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες -είχα 18 φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς- και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μία σόμπα, πίνανε όλοι, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας -καλή του ώρα- άρχισε να λέει: “Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα“. Του λέω “τρελάθηκες;” λέει “πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το καινούργιο του τραγούδι”. Κι όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι απάνω, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου. Αυτός ο στίχος έβλεπα ότι περνούσε μέσα από το πετσί τους, μέσα από τα σπλάχνα τους και τα αναστάτωνε και γούρλωναν τα μάτια. Εκεί πάνω φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα πράγμα· ήμασταν Έλληνες όλοι. Η Ελλάδα. Αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν…».
   Τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οικουμενικό αυτόν συνθέτη, θα αφήσουμε πάλι να πει τα τελευταία λόγια για τον Σικελιανό: «Ο Σικελιανός είναι ένας θεός που κατέβηκε από τον Παρνασσό και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας για να μας πει αυτά τα οποία δεν τ’ ακούσαμε τότε· ότι, αυτή είναι η ουσία σου, Έλληνα· μην κοιτάζεις την τραγική ζωή σου, την πείνα σου, την ασχήμια σου, που είναι αποτέλεσμα των στερήσεων που άλλοι σου έχουν επιβάλει. Μέσα σου είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, είσαι κληρονόμος αυτής της ομορφιάς, κι εγώ την παίρνω και στη δίνω…».-                                
                                                                                                                                                 Λ.Κατσιγιάννης 
        Πηγή:Leovard Το είδωλο της γης μου

Η Ιωάννα Φόρτη τραγουδάει Θεοδωράκη - Oμπρός βοηθάτε

                                                                            

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019



           Nανάρισμα 

           Φύσ’ αεράκι δροσερό
           Μες των δενδρών τα φύλλα.
           Πάρ’ απ’ τα ρόδα τον ανθό
           Απ’ τη μηλιά τα μήλα
           Και  φέρτα  στο παιδάκι μου.
           Είναι καλό και κάνει
                    Ήσυχο νάνι-νάνι.

          Αρχίνησε το λάλημα
          Αηδόνι ερωτεμενο,
          Ναναρισέ το, το φτωχό
          Ειν’ αποκοιμημένο
          Σαν τη γλυκειά σου συντροφιά
          Μες τη φωλιά  σαν κάνει
                   Τη νύχτα νάνι-νάνι.
 
          Άνοιξε νυχτολούλουδο,
          Άνοιξε και μη κλείσης
          Την ωμορφή σου μυρωδιά
          Ωσότου να τη χύσης
          Όλη μες τα μαλλάκια του.
          Το μαύρο ιδές πως κάνει
                   Μαζύ  μου νάνι-νάνι.

          Πέζει τ' αγέρι του Μαϊού
          Μέσα στον καλαμιώνα,
          Γελούνε τ' ανθη, τα νερά,
          Λαλεί η νεροχελώνα.
          Ευτυχισμέν' είμαι κ' εγώ

          Στα στήθια μου σαν κάνει
                  Το μαύρο νάνι-νάνι.


          Και σεις με τα χρυσά φτερά
          Ονείρατά μου ελάτε
          Στο έρμο το καλύβι μας,
          Αγάλια αγάλια εμβάτε,
          Σιγά μη το ξυπνήσετε·
          Κυττάξετε πως κάνει
                  Άγγελος νάνι-νάνι.

          Ονείρατα είναι του φτωχού
          Η συντροφιά, η ελπίδα
          Της  χήρας η παρηγοριά,
          Ο ήλιος, η αχτίδα.
          Ελάτε μην αφήσετε
          Τη μάνα του που κάνει
                 Μαζύ του νάνι-νάνι.

          Αποκοιμήθη το μικρό, κ’ η μάν’ αποκοιμήθη
          Βαστώντας το σφιχτά σφιχτά στα μητρικά της στήθη.

          Ευλογημένο τρεις φορές της χήρας το κρεββάτι!
          Ευλογημένο τρεις φορές! Κι ανάθεμα στο μάτι
          Όπου κυττάζ’ ατάραχο μικρό παιδί σαν κάνει
          Στην αγκαλιά της μάνας του τη νύχτα νάνι-νάνι.

          Αρ. Βαλαωρίτης

Ένα ευχάριστο τραγούδι (κομμάτι της δημοτικής μας ποίησης) είναι το νανούρισμα με το οποίο επικοινωνούσε παλιότερα η μητέρα με τον συναισθηματικό κόσμο του  παιδιού, για να ησυχάσει, λίγο πριν τον ύπνο του. Εδώ ο ποιητής καταθέτει το δικό του Νανάρισμα (μέρος από το ποίημά του Νάνι-Νάνι) έτσι όπως περιέχεται στην πρώτη συλλογή του “ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ ΑΣΜΑΤΑ” του 1861-Έκδ. ΚΟΡΑΗΣ. Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Σπ.Ξύνδα.
                                                   
                      Νανούρισμα - Λάκης Παππάς Μάνος Χατζιδάκις Ματωμένος γάμος [Lorca]

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019



                                     Ο Ντ.Χριστιανόπουλος διαβάζει "ΕΓΝΑΤΙΑ"
                                                         
                                                                

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019



               Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (ΣΤ΄) 
     Οι μεγάλοι ποιητές είναι όντα μοναχικά και απροσπέλαστα που θέλουν να προστατέψουν τη δημιουργική μοναξιά τους από τον ευρύτερο περίγυρο, και αυτό τους κάνει καμιά φορά άτομα υπεροπτικά με επιλεκτικότητα στις επιλογές τους, μα και παρεξηγήσιμα. Αυτό αδικεί την εσωτερική τους σεμνότητα και ευαισθησία. Προς το τέλος της ζωής τους οι ποιητές μας απαλλαγμένοι από ανθρώπινες αδυναμίες μεγάλων ανδρών, άφησαν κατά μέρος όποια υπεροψία κουβαλούσε ο καθένας μέσα του και γονάτισαν να προσκυνήσουν τον απλό άνθρωπο του λαού, το σύμβολο της ποίησής τους.  
   Μετά το πρόβλημα της καρδιάς του ο Βαλαωρίτης επιστρέφει στην αγαπημένη του Μαδουρή, όπου συναναστρέφεται τον απλό εργάτη της θάλασσας και της στεριάς. Λέγεται πως η πρώτη φράση του διθυράμβου στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, προέρχεται από ένα Μεγανησιώτη ψαρά, αυτοσχέδιο ποιητή, όταν σε μια επίσκεψή του βρήκε τον Βαλαωρίτη ακουμπισμένο στο πεζούλι της βίλας του στη Μαδουρή, να συλλογιέται το ξεκίνημα του ποιήματος. Εδώ ξεκινά στην ύστερη αυτή περίοδο και το ποίημα του Ο Φωτεινός, ύμνος στο Λευκαδίτη χωρικό, που άφησε ημιτελές. Ο Άγγελος που είχε το προνόμιο της κρίσης για τον Βαλαωρίτη -και σ’ αυτή ήταν πάντα μεγαλόκαρδος και πληθωρικός,- σε εκδήλωση προς τιμή του στο Ηρώδειο το 1943 λέει ανάμεσα στ’ άλλα για αυτόν: «…Και αν ως σήμερα ο χωριάτης της Λευκάδας είναι από τους λίγους που δεν ντρέπεται να λέγεται χωριάτης, κατά μέγα μέρος το οφείλει στη παράδοση για τη θρησκευτική προς τον αγρότη αγάπη που άφησεν οπίσω της η ζωή και η ποίηση του Βαλαωρίτη…». Αλλά και ο Σικελιανός είναι κι αυτός ποιητής της υπαίθρου, γιατί έγραψε και έζησε και ο ίδιος μεγάλο μέρος της ζωής του αποτραβηγμένος στην ύπαιθρο.  
   Στα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου, το δράμα του λαού μας φαίνεται πως καταλάγιασε και για τον Σικελιανό μέσα του την όποια ποιητική υπεροψία, και έσκυψε περισσότερο ν’ αφουγκραστεί την ψυχή του απλού ανθρώπου. Η ποίηση του τότε κατέβηκε γονατιστή να προσκυνήσει το δράμα του λαού του. Ο ποιητής στα χρόνια τα στερνά γίνεται ένα μ’ αυτό που ύμνησε.O άνθρωπος έγινε ποιητής και έπειτα πάλι άνθρωπος. Στις 14 Οκτωβρίου του 1944 ο Σικελιανός είναι αυτός που θα απαγγείλει από το ραδιόφωνο τον πρώτο πανηγυρικό της απελευθέρωσης.
     Λέει κάπου ο φίλος του Φ. Γιοφύλλης για τον Άγγελο:«Βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε πως μ’ όλη τη προσπάθεια του Σικελιανού να πλησιάζει το λαό, τον Έλληνα, τη γη μας «και το πλήρωμα  αυτής» η προσπάθειά του τούτη σκόνταφτε συχνά γιατί όλοι οι φτωχοί τον ήξεραν για πλούσιο και για ψυχρό παρατηρητή της δυστυχίας τους….Τούτο ως ένα σημείο ήταν και σωστό. Ωστόσο ο Σικελιανός έφτασε στη μεταβολή. Η μεταβολή θα γένονταν γιατί ο Σικελιανός είχε αγνή και λευκή ψυχή…Το «πλήρωμα του χρόνου» ήρτε στον καιρό της κατοχής. Ο Σικελιανός γίνηκε τότε φτωχός σαν όλους μας. Πειναλέος σαν όλους τους τίμιους Έλληνες και αγωνιστής σαν το σύνολο σχεδόν του λαού μας…Βέβαια τον συκοφάντησαν οι οχτροί του, οι ζηλόφθονοι, οι ταπεινοί. Τι βγαίνει απ’ αυτό;Τι βγαίνει κι αν του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ; Τι βγαίνει να τον έβρισαν εκείνοι που η βρισιά τους γένεται έπαινος; (Συνέχεια)

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019



            ΘΛΙΒΕΡΟ  ΣΟΝΕΤΟ

            Παιδί μου, ορφανό κι’ απαντοχή μου,
            κοιμήσου με τα χείλια στο βυζί μου.
            Εδούλεψα πολύ αυτή τη μέρα
            χωρίς ανάσα: Για νερό κι αγέρα.

            Κι’ έμαθα χίλια δυο να λεν στους δρόμους,
            κι’ έμαθα νόμους νιούς κι’ έπαθα τρόμους.
            Κι’ ιδρώνοντας για σένανε,  παιδί μου,
            βουνό γινόνταν η συλλογή μου.

            (Κι’ αναρωτήθηκα,μεσ’ στα σκοτάδια,
            τα χέρια μου κρεμώντας άδεια,
            αν θα μπορέσω, ανθέ μου, να σε ζήσω,
            χωρίς και νου και σάρκα να πουλήσω…)

            Παιδί μου, μάτια μου, κρυφή χαρά μου,
            κοιμήσου, με τα χείλη στην καρδιά μου.

            ΣΤΕΡΓΙΟΣ


              Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου
              Από το περ.Ν.Εστία Νο 365/1942

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019


                      Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (E΄)
      Συνδετικός κρίκος της ζωής των ποιητών μας είναι μια οικογενειακή φιλία του Βαλαωρίτη με την οικογένεια του Σικελιανού. Το ποίημά του Στη Χαρίκλεια Σ απευθύνεται στη μάνα του Σικελιανού, με την οποία είχε μια μακριά συγγένεια. Στενή και η αλληλογραφία των νεανικών του χρόνων στην Ιταλική με τον Άγγελο Σικελιανό, παππού του ποιητή. Κεφαλλονίτικη η καταγωγή της μάνας του Βαλαωρίτη Αναστασίας Τυπάλδου-Φορέστη, και σ’ αυτή την συγκυρία και τους δεσμούς του με την Κεφαλονιά, φαίνεται πως οφείλεται ως ένα μέρος και η επιλογή της γυναίκας του Ελοϊζίας μοναχοκόρης του Αιμιλίου Τυπάλδου-Πρετεντέρη, με καταγωγή από το Ληξούρι, που ζούσε στη Βενετία. Μα και οι ρίζες του Σικελιανού μήπως δεν έρχονται απ’ την Κεφαλονιά;
     Ο Παλαμάς είναι αυτός που γεφυρώνει τις εποχές των δυο ποιητών μας. Ο συνδετικός και πνευματικός τους κρίκος. Μαθητής του Βαλαωρίτη και δάσκαλος του Σικελιανού. Και όπως ο Παλαμάς στάθηκε ο ευνοϊκότερος όλων για τον Βαλαωρίτη, το ίδιο και ο Σικελιανός έκανε για τον δάσκαλό του. Το 1925 στα εκατόχρονα από τη γέννηση του Βαλαωρίτη, ο Σικελιανός με τον Παλαμά μετά την αποκάλυψη της προτομής του Βαλαωρίτη και την απαγγελία της Ωδής του, παραστέκουν προσκυνητές στον τάφο του, στο προαύλιο της εκκλησιάς του Παντοκράτορα της Λευκάδας, και έπειτα σε φιλολογικό μνημόσυνο στη Μαδουρή, ο Σικελιανός διαβάζει κομμάτια από τον Αστραπόγιαννο. Σ’ εκείνη την παρέα ξεχωρίζει και ο μετέπειτα Πατριάρχης Αθηναγόρας, που εκείνα τα χρόνια ήταν Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών.
       Το 1872, κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου, ο Βαλαωρίτης αναλαμβάνει «την εξύμνησιν της ημέρας». To ποίημα αυτό είναι και η κορύφωση της  επιβεβαίωσης και παγίωσης της φήμης του Βαλαωρίτη σαν μεγάλου ποιητή, αλλά κατά τον ίδιο, σημαντικότερο γεγονός είναι η επίσημη αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση.
Ο Σικελιανός  στη Μαδουρή, απαγγέλει «Αστραπόγγιανο» (8-6-1925).
Δεξιά ξεχωρίζει ο Παλαμάς και ο μετέπειτα Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Η στεντόρεια φωνή του Βαλαωρίτη στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, θα συναντηθεί 70 χρόνια αργότερα με τον επικήδειο του Σικελιανού στη κηδεία του Παλαμά, στα 1943, σ’ ένα ιστορικό συνταίριασμα, σε μια κοινή ιστορική πορεία εθνικής παρακαταθήκης και ποιητικής έξαρσης, που καθώς ξεπηδούν τα λόγια από τα σωθικά τους με ορμή, ραγίζουν τις καρδιές των ποιητών. Εκείνη του Βαλαωρίτη μαζί με τα προβλήματα που κουβαλά για χρόνια, ραγίζει πραγματικά, και απ’ εδώ ξεκινά η αντίστροφη πορεία της υγείας του. Η φωνή του Σικελιανού, βροντερή και ολύμπια, στον γνωστό έμμετρο αποχαιρετισμό του στον Παλαμά, συνεπαίρνει το πλήθος. Η μυριόστομη κραυγή της αντίστασης ενός λαού συμπυκνώνεται στα λόγια του ποιητή, που θα σηκώσει κι αυτός στον ώμο του το φέρετρο του δασκάλου του. Την ίδια μέρα του θανάτου του Παλαμά, κτυπά την πόρτα του Σικελιανού η αρρώστια που θα τον συνοδεύσει ως το τέλος. Η υγεία του Σικελιανού μετά τον θάνατο του Παλαμά, όλο και χειροτερεύει. Είχε προηγηθεί άλλωστε και το σοβαρό καρδιακό επεισόδιο του 1937.Αργότερα θα έλθουν οι επανωτές υποψηφιότητές του για το Νόμπελ, που θα υπονομευθούν από κύκλους του εσωτερικού συντηρητικού κατεστημένου. Φθόνοι και εγωισμοί μέσα στο κύκλο των πνευματικών ανθρώπων έχουν καμιά φορά υπέρμετρη ένταση, με καταστροφικά αποτελέσματα. Τα πάθη εκείνης της εποχής και η κοντόφθαλμη αντίληψη ορισμένων πνευματικών ανθρώπων, στέρησαν ίσως την Ελλάδα από το Νόμπελ Λογοτεχνίας και την τυπική οικουμενική αναγνώριση στον Σικελιανό. Tον έλεγαν κομμουνιστή, όπως και τον Καζαντζάκη, για να τον αποκλείσουν από το Νόμπελ, χωρίς να ήταν ποτέ. Μα και η επιλογή του ως αριστίδην ακαδημαϊκού έπειτα από πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου, έπεσε στο κενό.(Συνεχίζεται) 

Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019



               Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (Δ΄)      
Ο Άγγελος δεν ήταν πάντα κοντά στο νησί. Φτερούγισε πολύ περισσότερο από τον Αριστοτέλη μακριά του, επιλέγοντας να μοιράσει τη ζωή του ανάμεσα σε τέσσερεις πέντε τόπους. Αθήνα, Συκιά, Σαλαμίνα, Ελευσίνα, Δελφοί. Η Λευκάδα με το πατρικό που γεννήθηκε, υμνήθηκε στο έργο του και  σημάδεψε το ξεκίνημα της πορείας του σαν ποιητή. Στο λευκαδίτικο περιβάλλον που το χαρακτήριζε ο απέραντος παρθένος ακόμη ελαιώνας και η θάλασσα, ο Σικελιανός άντλησε τις πρώτες παιδικές και εφηβικές του μνήμες, πότε περπατώντας στον ασημόχρωμο ελαιώνα, πότε ανεβαίνοντας στη Φανερωμένη που φάνταζε σαν ένα μπαλκόνι τ’ ουρανού, να δει από ψηλά τον κάμπο, την πόλη και τη θάλασσα, μέσα σ’ ένα τοπίο λιτό, υγρό και αμόλυντο. Τοπίο έμπνευσης για τον Αλαφροίσκιωτο. Έπειτα η Αθήνα και ο Πευκιάς, "το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας" του Κώστα Καρυωτάκη και πηγή έμπνευσης του Άγγελου Σικελιανού, που το θαυμάσιο σπίτι του ακόμη σώζεται, μέσα στα πεύκα της Συκιάς. Το σπίτι αυτό αγαπημένο ησυχαστήριο ως τα 1930 θυσιάστηκε για τα χρέη που δημιούργησαν οι Δελφικές Γιορτές. Έπειτα το σπίτι της Σαλαμίνας, κοντά στη Μονή της Φανερωμένης, που λεηλατήθηκε ολοκληρωτικά στην πρώτη περίοδο της εισβολής των Γερμανών από τα αποβράσματα του φασιστικού πολιτισμού. Έπιπλα, βιβλία και αντικείμενα καταστράφηκαν. Ακόμα και μια βυζαντινή εικόνα της Παναγιάς βρωμίσθηκε από τις ακαθαρσίες τους. Στη συνέχεια το σπίτι στην Ελευσίνα, που διάλεξε για εξοχικό.   
O Αριστοτέλης αντίθετα ήταν πάντοτε κοντά στο σφυγμό της Λευκάδας, και σαν ποιητής μα και σαν πολιτικός. Διαλεκτός υποστηριχτής των συμφερόντων του νησιού στη Βουλή. Μεγάλος γαιοκτήμονας, με δικό του νησί και τεράστια κτηματική περιουσία. Η Λευκάδα κι ύστερα η Κέρκυρα και η Αθήνα, τόποι πολιτικής και κοσμικής δράσης. Έπειτα  η  Μαδουρή,  το πνευματικό του καταφύγιο. Τόπος έμπνευσης και ησυχαστήριο περισυλλογής μοναδικό, με τον κάμπο του Νυδριού ακατοίκητο ν’ απλώνεται  στην απέναντι πλευρά γεμάτο ελιές και εσπεριδοειδή. Χόρτασε την Ευρώπη στα νιάτα του σαν σπουδαστής στην Ιταλία, την Ελβετία και την Γαλλία. Η αγάπη και των δυο ποιητών για την Λευκάδα δεν μπόρεσε να μετρηθεί ούτε με την ταφή τους. Κι ας θάφτηκε ο  Βαλαωρίτης στην οικογενειακή εκκλησία του Παντοκράτορα, ενώ ο Σικελιανός (που επιζητούσε την ταφή στους Δελφούς) στο κεντρικό κοιμητήριο της Αθήνας.                                                                
    Οι πνευματικές αναζητήσεις τους διαφορετικές. Ο Βαλαωρίτης πατούσε σε στέρεο έδαφος, ενώ ο Σικελιανός ήταν πνεύμα ανήσυχο, όπως άλλωστε και ο φίλος του ο Ν. Καζαντζάκης. Σικελιανός και Καζαντζάκης έκαναν την υπέρβαση στον Ελληνικό λογοτεχνικό χώρο. Πνευματικές μορφές και οι δύο που ξεπέρασαν τα όρια της εποχής τους. Στα 1914 σε μια περιήγηση μαζί στο Άγιο Όρος, σ’ ένα ταξίδι που έγινε στα πλαίσια των πνευματικών αναζητήσεων των δυο ώριμων νέων εκείνη την εποχή, στο μυαλό τους μπήκε η ιδέα να δημιουργήσουν μια νέα θρησκεία. Μαχητές του πνεύματος, φτάσανε μαζί εδώ αμέσως με την πρώτη τους συνάντηση και μείνανε για 40 μέρες στα ησυχαστήρια του Άθω, για να προσεγγίσουν από διαφορετική σκοπιά ο καθένας τη συνείδηση του ανθρώπου και της φυλής μας, μέσα από μια καινούργια μεταφυσική ερμηνεία του κόσμου. Σ’ αυτό το ταξίδι ο Σικελιανός γράφει τη σκέψη του στο Αγιορείτικο Ημερολόγιο συνδέοντας τον Ελληνικό με τον Χριστιανικό μύθο. Τους Δελφούς με τον Άθω. Στις αρχές του 1924 είναι στη Γερμανία με απώτερο σκοπό να περάσει στη Ρωσία, κάτι όμως που δεν το κατόρθωσε. Η περιέργειά του, αν εκεί έχει γεννηθεί μια νέα ζωή ή μια νέα ανθρώπινη κόλαση, δεν θα βρει ανταπόκριση. Φαίνεται πως εκείνη η υπερβατική και υπερφίαλη κομπορρημοσύνη του Καζαντζάκη και του Σικελιανού πως θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια νέα θρησκεία, παρά το ότι οι δρόμοι τους αργότερα χώρισαν, άργησε να τους εγκαταλείψει. Αφηγείται ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο ένα περιστατικό, όπου ο Σικελιανός αποπειράται να αναστήσει μένοντας άγρυπνος όλο το βράδυ, ένα νεκρό γείτονά του στη Συκιά, ενδεικτικό της υπεροπτικής αντίληψης που είχε ο Σικελιανός για τον εαυτό του και της ανάγκης που ένοιωθε να νικήσει την παρακμή και τον θάνατο. Αποτέλεσμα εκείνης της πνευματικής αναζήτησης ήταν και μια ιδέα που άρχισε να ριζοβολάει μέσα του για τη δημιουργία ενός πνευματικού κέντρου, λευτερωμένου από κάθε διανοητική σκλαβιά, κέντρο ανταλλαγής ιδεών και προβληματισμού. Μια στέγη ελληνικού πολιτισμού, ένα «Κοσμικό Μοναστήρι» όπως το έλεγε, με τον ίδιο Ηγούμενο και καμιά δεκαριά πνευματικούς ανθρώπους στο ρόλο των Αποστόλων, που όμως με τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και την συνήθη αδράνεια δεν πήρε ποτέ σάρκα. Ίσως γιατί το ίδιο όνειρο είχε και ο πνευματικός του σύντροφος ο Καζαντζάκης και επειδή δεν χωρούν δυο ηγούμενοι στο ίδιο μοναστήρι, αυτό δεν στάθηκε μπορετό να πραγματοποιηθεί. Έπειτα άρχισε να τον απασχολούν οι Δελφικές Γιορτές και μετά το 1930 έπειτα από την οικονομική καταστροφή της Εύας, οραματίστηκε το Παγκόσμιο Δελφικό Κέντρο. Είχε αυτό το τεράστιο όραμα μέσα του, που δεν μπόρεσε δυστυχώς  να το ολοκληρώσει.(Συνεχίζεται)  


Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019


                                  Αναφορά μνήμης (Γαβρίλης Κατσιγιάννης) 
Ο Γαβρίλης Κατσιγιάννης (1901-1984) ήταν άνθρωπος με έντονη  προσωπικότητα και δράση. Γεννήθηκε στο Αθάνι της Λευκάδας. Στερνοπαίδι της μεγάλης οικογένειας του Ευσταθίου Κατσιγιάννη. Φυσιογνωμία ξεχωριστή. Άτομο ιδιαίτερα κοινωνικό, που ενέπνεε απεριόριστο σεβασμό και εκτίμηση. Κατά κύριο επάγγελμα ήταν  μελισσοκόμος, ανεξάρτητα από το ότι κατά διαστήματα ενεπλάκη και σ' άλλες δραστηριότητες. Άνθρωπος των χαμηλών τόνων, με ήθος όμως και δυναμισμό όταν απαιτείτο. Οι κοινωνικές σχέσεις του, ως και οι επιδιωκόμενες γνωριμίες μέσα απ’ αυτές, ανάλωσαν μεγάλο μέρος της ζωής του, κυρίως μετά την τοποθέτηση του ως προέδρου της κοινότητας, Αθανίου το 1936, που φανέρωσε το επικοινωνιακό του ταλέντο και έναν σπουδαίο διαχειριστή των ζητημάτων του χωριού. Xωρίς να είναι οπαδός του Μεταξά, αρχικά αντέδρασε στην τοποθέτηση αυτή, αλλά λίγο αργότερα κάτω από πιέσεις αναγκάσθηκε να αποδεχθεί τη θέση. Διετέλεσε συνολικά πρόεδρος από το 1936 έως το 1944 στην πιο δύσκολη περίοδο που πέρασε ο τόπος, χωρίς να εμπιστευθεί ιδεολογικά ούτε τη μια ούτε την άλλη παράταξη.
Στη δεκαετία του ’50 βρίσκεται στην Πάτρα συνεκμεταλλευτής του μικρού ξενοδοχείου «Όλυμπος» στην οδό Κολοκοτρώνη αριθ. 9. Μετά από αυτή την όχι και τόσο πετυχημένη επιχείρηση-άλλωστε το χρήμα «δεν το ’σφιγγε»- επέστρεψε στο χωριό και έστησε συνεταιρικά ένα εποχιακό ελαιοτριβείο, ενώ παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με την μεγάλη του αγάπη την μελισσοκομία, την οποία ασκούσε πάντα ακατάπαυστα.Ο Γαβρίλης ήταν ο σοφός παππούς όλων μας. Κουβαλούσε πάνω του ένα καταστάλαγμα λαϊκής σοφίας και σύνεσης, που περιβάλλονταν από καλή αίσθηση του χιούμορ. Το χιούμορ και τα ευφυολογήματα υπερίπταντο πάντα στις συζητήσεις μας. Του άρεσαν τα ανέκδοτα του μακαρίτη. Γελάγαμε όσοι τ’ ακούγαμε, μα εκείνος έκλαιγε μέσα του. Μ’ εκείνα χαστούκιζε τον εαυτό του. Πίσω από το χιούμορ του, έκρυβε μέσα του μιαν απέραντη μοναξιά και μια αυτοκριτική απέναντι στα ελαττώματα και τις παραλήψεις του. Τις χειμωνιάτικες μέρες καθισμένος δίπλα στο τζάκι, τις μυρουδιές της ζωής αναπολούσε ερχόμενος πάντα στα παλιά. Η φωνή του σοβαρή, το πρόσωπο του στολισμένο από μια αδιόρατη ειρωνεία απέναντι στη ζωή. Η κρίση του για τους άλλους, συγκρατημένη από την εμπειρία των χρόνων του. Μια υπεροψία μόνο γίνονταν φανερή, όταν μιλούσε για τις γνωριμίες του.Η εξέλιξη των γεγονότων θα του δώσει λίγο αργότερα στα 1978 μια ακόμη ευκαιρία να προσφέρει στο τόπο του, πάλι σαν Πρόεδρος της Κοινότητας. Πρωταγωνιστής στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του χωριού του για 50 περίπου χρόνια, άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην ιστορία του τόπου του, τον 20ο αιώνα.
Τελευταία φορά που τον είδα, ήταν Νοέμβρης του 1983. Τον θυμάμαι ολύμπιο, ολόρθο όσο ποτέ για την ηλικία του, περιποιημένο όπως πάντα. Σπάνια ερχόταν σπίτι μας. Σαν έμαθε πως ήλθα στο χωριό, έκαμε τον μικρότερο και ήλθε να με δει. Το βάδισμά του ζωηρό, σχεδόν νεανικό. Φορούσε ένα καφέ ταλαιπωρημένο κοστούμι. Όλες οι δυνάμεις του επιστρατευμένες  σ’ ένα περίπατο αποχαιρετισμού. Στη πραγματικότητα ζούσε τις τελευταίες του μέρες, παρά την πρόσκαιρη ευεξία του. Τον είχε «καλυτερέψει ο χάρος» όπως λέμε, λίγο πριν τον πάρει κοντά του. Ο οργανισμός του είχε επιστρατεύσει τις τελευταίες του δυνάμεις, για ένα αξιοπρεπή αποχαιρετισμό αυτού του κόσμου. Έφυγε στις 8 Φεβρουαρίου 1984,αφίνοντας πίσω του έργο και ήθος ανεπανάληπτο.  


             
         Ο μπάρμπα Γαβρίλης

         Εβάδιζε  μ’ αρχοντική κατατομή,
         από μια πάστα μυστική φτιαγμένος·
         κι ας χώλαινε στο πόδι το ζερβί
         δεν ένοιωθε καθόλου μειωμένος.

         Κάποτε σε καρτέρι για λαγό,
         είκοσι επτά  χρονόνε παλληκάρι,
         φωτιά στα ξαφνικά πήρε το όπλο του
         κι η σφαίρα τον εβρήκε στο ποδάρι.

         Ελάτρευε τον τόπο της Νιράς,
         -ξεμόνι-που η έγνοια αναμερίζει·
         η ρίζα του εδώ, της γης το φως,
         εδώ της μοναξιάς του μετερίζι.

         Αυθεντικός μελισσουργός απ’ τους παλιούς.
         Εκειό το μέλι-ποιος δεν το θυμάται,-
         πάντα το φίλευε σε φίλους και γνωστούς.
         Όσοι το φάγατε, να τον σχωρνάτε.

         Πόλεμος, Κατοχή, στη σπίθα του εμφύλιου,
         πρόεδρος έκανε στον τόπο του για χρόνια.
         Άλλοι πολέμαγαν για κάποια…ιδανικά,
         μ’ αυτός επολεμούσε τη διχόνοια.

         Κοινωνικός ήταν στο έπακρο.
         Πληθώρα οι διασυνδέσεις και προσβάσεις·
         με βουλευτές, νομάρχες και γιατρούς,
         ανθρώπους χρήσιμους σ’ όλες τις περιστάσεις.
 
         Δεν ήθελε δεσμεύσεις, δεν παντρεύτηκε,
         κλειστό βιβλίο η «γυναίκα» στη ζωή του.
         Aπ’ όλους είχε σεβασμό κι εκτίμηση,
         μα δεν ακούμπησε κανένας την ψυχή του.

         Σαν βασική αρχή του είχε την αυτάρκεια,
         τα πάθη του, με ρώμη πάσχιζε να δαμάζει,
         αδιάφορος για την ανθρώπινη πλεονεξία,
         όμοια του κόσμου μοναχός,όπου μονάζει.

         Το χιούμορ είχε στη ζωή δόρυ κι ασπίδα,
         και ας υπέφερε χρόνια απ’ την καρδιά του.
         Σα νάναι τώρα,τον θυμάμαι μια φορά,
         να ορκίζεται στα ….τέσσερα παιδιά του.

         Συνήθως πείραζε αυτόν που αγαπούσε,
         αλλά το έκανε με μια κομψότητα.
         Η σάτιρα ήταν ο άλλος του εαυτός,
         διανθισμένη από κάποια σοβαρότητα.

         Άφησε την αγάπη για τον τόπο του,
         αδιάφορος για τα πυρά του κόσμου·
         το έργο του, σφραγίδα της αξίας του,
         η εικόνα του ανεξίτηλη, εντός μου.

         Αυτός ήτανε ο μπάρμπα Γαβρίλης.
         Ένα λεπτό σιγή, βαστώ στη μνημοσύνη του.
         Με χιούμορ πλήρωσε σε τούτη τη ζωή,
         το έγκλημα της μοναξιάς, την καλοσύνη του.

           Λ. Κατσιγιάννης
           
            Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου 

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019




Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (Γ΄)

     Και οι δύο ποιητές μας έζησαν μεγάλο διάστημα της ζωής τους, μακριά από πρωτογενείς έγνοιες της οικογένειας. Έτσι μπόρεσαν να φυτρώσουν μέσα τους γερά, οι μεγάλες ιδέες του πατριωτισμού και του οράματος, στυλοβάτες και τα δύο της μεγάλης τους ποίησης. Μόνο στα στερνά, στον Σικελιανό, ο σπαραγμός των μεγάλων ιδεών και των μεγάλων ονείρων που θα άλλαζαν τον κόσμο, έγινε σπαραγμός ερωτευμένου παιδιού που ανηφόριζε κατά το Πήλιο να βρει την Άννα. Από  το 1938 που τη γνώρισε, η ζωή του ήταν συνδεδεμένη με τη δική της ως το θάνατό του στα 1951.Ένας γάμος βασισμένος στο πείσμα και την υπομονή που έδειξε ο Άγγελος, ως που να χωρίσει η Άννα από τον πρώτο της άνδρα και κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερο της, τον γιατρό Γιώργο Καραμάνη που είχε ιδρύσει σανατόριο για φυματικούς στο Πήλιο. Και εδώ φάνηκε τυχερός ο ποιητής μας. Σύντροφοι και στυλοβάτες μαζί, περπάτησαν στο δρόμο των οραμάτων τους. Γλυκιά και ανεκτική η Άννα, στις δύσκολες στιγμές του ανθρώπου Σικελιανού, ήξερε πάντα να τον κρατά στη σφαίρα του ποιητή με το μαγνάδι της γυναικείας υπομονής. Ο Σικελιανός θα σταθεί « ο ποιητής που θα την ταξιδέψει στον έρωτα και στο όνειρο, αλλά και στις τύψεις και τις ενοχές» και θα γνωρίσει μαζί της τα ουσιαστικά προτερήματα μιας γυναίκας: την ομορφιά, την καλοσύνη, την σοφία, την συγκατάβαση, την τρυφερότητα, ακόμη την αρχοντιά της πατρίδας της, της Ερμούπολης. Μα αν θέλαμε να βρούμε ποια από τις δυο, η Εύα ή η Άννα, κέρδισε την πρώτη θέση στη ψυχή του ανθρώπου και του ποιητή,νομίζω ότι η Εύα είναι αυτή που την διεκδικεί περισσότερο.
     Τον Βαλαωρίτη, γερόλυκο της ζωής και της πολιτικής, φαίνεται να τον ενώνει με την Ελοϊζία Τυπάλδου μια βαθιά ρομαντική σχέση και ένας ανυπόκριτος σεβασμός, ενώ τον χωρίζει από αυτήν για μεγάλα διαστήματα η πολιτική και η Αδριατική θάλασσα ως τη Βενετία. Η Ελοϊζία, μια ευγενική γυναικεία φιγούρα, κόρη του Αιμιλίου Τυπάλδου -μιας μεγάλης οικογένειας από την Κεφαλλονιά, με πολλούς απογόνους και κλάδους- μετά τη γέννηση των παιδιών τους, στέλνει τον ίσκιο της προστάτη της ζωής του, δίνοντας την ψευδαίσθηση πως η ίδια περισσεύει από τη ζωή του! Δεν μοιράστηκε μαζί του τη δόξα και τη συγκίνηση της ωραιότερης μέρας του ποιητή στην απαγγελία του Ύμνου στον Πατριάρχη, ούτε τον ενθουσιασμό που του επιφύλαξε ο λευκαδίτικος λαός όταν επέστρεψε στο νησί του. Εγκατεστημένη το περισσότερο διάστημα στη Βενετία, μοιράζεται μαζί του με άκρατη υπομονή και εμπιστοσύνη, λιγότερο από κοντά και κυρίως με πυκνή παραστατική αλληλογραφία, τις σκέψεις και τα αισθήματα του συζύγου της, φροντίζοντας για την ανατροφή των παιδιών τους. Ανάμεσα στα άλλα, μέσα σ’ αυτή την αλληλογραφία, αποτυπώνεται με τα μάτια του Βαλαωρίτη και η πολιτική ζωή της Ελλάδας, μετά την ενσωμάτωση των Επτανήσων. Της γράφει π.χ για την εικόνα που αποκόμισε από την Αθήνα όταν έφτασε πληρεξούσιος βουλευτής της Λευκάδας μετά την Ένωση: “Οι αυτοαποκαλούμενοι πολιτικοί άνδρες της Ελλάδος προκαλούν οίκτο. Νομίζουν ότι είναι τέλειοι διπλωμάται και  γίνονται κατά συνέπεια γελοίοι. Η εθνοσυνέλευση είναι ένας βρωμερός και σκοτεινός σταύλος. Θα σου διηγηθώ διασκεδαστικάς λαπτομερείας όταν θα συναντηθώμεν”. Δεν βρήκε η ρομαντική ψυχή του ποιητή στην πολιτική αθλιότητα των ημερών του, το κατάλληλο πεδίο ανταπόκρισης. Την διαφθορά της πολιτικής, την αντιμετώπισε ως το τέλος, με αποκορύφωμα εκείνη τη φοβερή γροθιά του στον Γεωργαντάρα, τον Γεώργιο Τυπάλδο-Ιακωβάτο, και την τελική του αποχώρηση απ’ τον πολιτικό στίβο.(Συνέχεια) 


                              

Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου                               

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις