Σελίδες

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019


          Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (Z΄)
O Βαλαωρίτης και ο Σικελιανός υπήρξαν απ’ τους πρώτους Έλληνες της εποχής τους. Κι οι δυο απερίσπαστοι από οικογενειακές έγνοιες, έγραψαν σπουδαία ποίηση, κάνοντας πράξη τα ποιητικά οράματά τους. Και σ’ αυτό στάθηκαν ίσως οι μοναδικοί ποιητές που το κατόρθωσαν. Ο πρώτος, με τη ποιητική του προσφορά και με τη πατριωτική και πολιτική του δράση, οραματίστηκε την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού και εργάστηκε με την πέννα και το λόγο σ’ αυτή την κατεύθυνση.H ποίηση του Βαλαωρίτη, έμπλεη πατριωτικού οίστρου αναριγά το κορμί μας. Καθαρή, πατριωτική, αυθόρμητη, διαχέεται και απορροφάται άμεσα. Μας γυρίζει σ’ ένα κόσμο ελληνοκεντρικό, από την άχαρη περιπλάνησή μας στις διαστάσεις του υπερεθνικού χώρου που επιβάλλει η σύγχρονη ποίηση στην εποχή μας, ελεύθερη από κανόνες και νόμους.H επτανησιακή ποίηση με τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Βαλαωρίτη, είναι αυτή που διασώζει τα προσχήματα στη νεοελληνική κοινωνία της εβδόμης δεκαετίας του 19ου αιώνα, που έχει αρχίσει να χάνει την σύνδεσή της με τις παραδοσιακές αξίες και την ιστορία, κοιτάζοντας λαίμαργα προς την Ευρώπη σε αναζήτηση υλικού πλούτου και ευμάρειας. Ο Βαλαωρίτης, Ευρωπαίος και κοσμοπολίτης κι αυτός, δεν θα αρνηθεί μέσα από το έργο του την καταγωγή του. Είναι ο τελευταίος μεγάλος τροβαδούρος της νεοελληνικής ποίησης αυτής της περιόδου, που θα δώσει τη σκυτάλη στη γενιά του Παλαμά. To όραμα και η φαντασία του ποιητή δεν εξοστρακίζει, αλλά συμπληρώνει την εθνική δράση και τις προτεραιότητες του ως βουλευτή στην Ιόνιο βουλή και την Εθνική Συνέλευση αργότερα. Η διορατικότητα του και η διπλωματική του δεινότητα που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό βίο του, τροφοδοτούνται από το ποιητικό μεγαλείο και τα πατριωτικά του αισθήματα. Λέει γι αυτόν ο Παλαμάς: «…οι στίχοι του Βαλαωρίτη καταφθάνουν μέχρις ημών ως βαρύηχος στρατιωτική ορχήστρα, εν η αφθονούσιν οι σάλπιγγες …».
     Ο δεύτερος, ο Σικελιανός, με την στοχαστική δύναμη του ποιητικού του λόγου, απόδειξε διαχρονικά πως μπορούσε να στεγάσει κάτω από το μήνυμα της όλα τα κομμάτια της Ελλάδας, και όλες τις πανανθρώπινες αξίες.
   Τα Χριστούγεννα του 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης  εκτοπισμένος από  τους συνταγματάρχες στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, μελοποιούσε το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού που αποτέλεσε τον αντιδικτατορικό ύμνο στα χρόνια της δικτατορίας, σε συνθήκες που περιγράφει παρακάτω, με τον γνωστό μοναδικό του αυθορμητισμό: «Εγώ, όταν ήμουν στη Ζάτουνα και διάβαζα στίχους του, νόμιζα ότι είχαν γραφτεί για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το Πνευματικό Εμβατήριο, είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου, μου έλεγετελείωσέ το γρήγορα να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες”. Ήταν Χριστούγεννα και η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος-απομονώθηκα γιατί έγραφα. Έξω είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Κάποιος καλός χωρικός μου έφερνε με την άδεια της Χωροφυλακής σούπα και φαγητό. Οι φρουροί απ’ έξω κρύωναν και φώναζαν “Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;”· λέω “γράφω μουσική”. Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα μπήκαν κι αυτοί μέσα -που ήταν απαγορευμένο μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια, λέω “παιδιά, φάτε, πιείτε, αλλά αφήστε με να τελειώσω”. Έγραφα λοιπόν το Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα…. Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο· αυτοί πίνανε τσικουδιά· κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μου. Τέλειωσα, γιατί ήταν στο τέλος του αυτό. Σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές, λέει “πάμε στο καφενείο”. Λέω “είναι ώρα απαγορευμένη”, “δε μας νοιάζει”, λένε, “πάμε. Τώρα εδώ εμείς έχουμε απογειωθεί!” Κι όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες -είχα 18 φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς- και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μία σόμπα, πίνανε όλοι, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας -καλή του ώρα- άρχισε να λέει: “Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα“. Του λέω “τρελάθηκες;” λέει “πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το καινούργιο του τραγούδι”. Κι όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι απάνω, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου. Αυτός ο στίχος έβλεπα ότι περνούσε μέσα από το πετσί τους, μέσα από τα σπλάχνα τους και τα αναστάτωνε και γούρλωναν τα μάτια. Εκεί πάνω φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα πράγμα· ήμασταν Έλληνες όλοι. Η Ελλάδα. Αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν…».
   Τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οικουμενικό αυτόν συνθέτη, θα αφήσουμε πάλι να πει τα τελευταία λόγια για τον Σικελιανό: «Ο Σικελιανός είναι ένας θεός που κατέβηκε από τον Παρνασσό και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας για να μας πει αυτά τα οποία δεν τ’ ακούσαμε τότε· ότι, αυτή είναι η ουσία σου, Έλληνα· μην κοιτάζεις την τραγική ζωή σου, την πείνα σου, την ασχήμια σου, που είναι αποτέλεσμα των στερήσεων που άλλοι σου έχουν επιβάλει. Μέσα σου είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, είσαι κληρονόμος αυτής της ομορφιάς, κι εγώ την παίρνω και στη δίνω…».-                                
                                                                                                                                                 Λ.Κατσιγιάννης 
        Πηγή:Leovard Το είδωλο της γης μου

Η Ιωάννα Φόρτη τραγουδάει Θεοδωράκη - Oμπρός βοηθάτε

                                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις