Σελίδες

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019



               Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (ΣΤ΄) 
     Οι μεγάλοι ποιητές είναι όντα μοναχικά και απροσπέλαστα που θέλουν να προστατέψουν τη δημιουργική μοναξιά τους από τον ευρύτερο περίγυρο, και αυτό τους κάνει καμιά φορά άτομα υπεροπτικά με επιλεκτικότητα στις επιλογές τους, μα και παρεξηγήσιμα. Αυτό αδικεί την εσωτερική τους σεμνότητα και ευαισθησία. Προς το τέλος της ζωής τους οι ποιητές μας απαλλαγμένοι από ανθρώπινες αδυναμίες μεγάλων ανδρών, άφησαν κατά μέρος όποια υπεροψία κουβαλούσε ο καθένας μέσα του και γονάτισαν να προσκυνήσουν τον απλό άνθρωπο του λαού, το σύμβολο της ποίησής τους.  
   Μετά το πρόβλημα της καρδιάς του ο Βαλαωρίτης επιστρέφει στην αγαπημένη του Μαδουρή, όπου συναναστρέφεται τον απλό εργάτη της θάλασσας και της στεριάς. Λέγεται πως η πρώτη φράση του διθυράμβου στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, προέρχεται από ένα Μεγανησιώτη ψαρά, αυτοσχέδιο ποιητή, όταν σε μια επίσκεψή του βρήκε τον Βαλαωρίτη ακουμπισμένο στο πεζούλι της βίλας του στη Μαδουρή, να συλλογιέται το ξεκίνημα του ποιήματος. Εδώ ξεκινά στην ύστερη αυτή περίοδο και το ποίημα του Ο Φωτεινός, ύμνος στο Λευκαδίτη χωρικό, που άφησε ημιτελές. Ο Άγγελος που είχε το προνόμιο της κρίσης για τον Βαλαωρίτη -και σ’ αυτή ήταν πάντα μεγαλόκαρδος και πληθωρικός,- σε εκδήλωση προς τιμή του στο Ηρώδειο το 1943 λέει ανάμεσα στ’ άλλα για αυτόν: «…Και αν ως σήμερα ο χωριάτης της Λευκάδας είναι από τους λίγους που δεν ντρέπεται να λέγεται χωριάτης, κατά μέγα μέρος το οφείλει στη παράδοση για τη θρησκευτική προς τον αγρότη αγάπη που άφησεν οπίσω της η ζωή και η ποίηση του Βαλαωρίτη…». Αλλά και ο Σικελιανός είναι κι αυτός ποιητής της υπαίθρου, γιατί έγραψε και έζησε και ο ίδιος μεγάλο μέρος της ζωής του αποτραβηγμένος στην ύπαιθρο.  
   Στα χρόνια της κατοχής και του εμφύλιου, το δράμα του λαού μας φαίνεται πως καταλάγιασε και για τον Σικελιανό μέσα του την όποια ποιητική υπεροψία, και έσκυψε περισσότερο ν’ αφουγκραστεί την ψυχή του απλού ανθρώπου. Η ποίηση του τότε κατέβηκε γονατιστή να προσκυνήσει το δράμα του λαού του. Ο ποιητής στα χρόνια τα στερνά γίνεται ένα μ’ αυτό που ύμνησε.O άνθρωπος έγινε ποιητής και έπειτα πάλι άνθρωπος. Στις 14 Οκτωβρίου του 1944 ο Σικελιανός είναι αυτός που θα απαγγείλει από το ραδιόφωνο τον πρώτο πανηγυρικό της απελευθέρωσης.
     Λέει κάπου ο φίλος του Φ. Γιοφύλλης για τον Άγγελο:«Βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε πως μ’ όλη τη προσπάθεια του Σικελιανού να πλησιάζει το λαό, τον Έλληνα, τη γη μας «και το πλήρωμα  αυτής» η προσπάθειά του τούτη σκόνταφτε συχνά γιατί όλοι οι φτωχοί τον ήξεραν για πλούσιο και για ψυχρό παρατηρητή της δυστυχίας τους….Τούτο ως ένα σημείο ήταν και σωστό. Ωστόσο ο Σικελιανός έφτασε στη μεταβολή. Η μεταβολή θα γένονταν γιατί ο Σικελιανός είχε αγνή και λευκή ψυχή…Το «πλήρωμα του χρόνου» ήρτε στον καιρό της κατοχής. Ο Σικελιανός γίνηκε τότε φτωχός σαν όλους μας. Πειναλέος σαν όλους τους τίμιους Έλληνες και αγωνιστής σαν το σύνολο σχεδόν του λαού μας…Βέβαια τον συκοφάντησαν οι οχτροί του, οι ζηλόφθονοι, οι ταπεινοί. Τι βγαίνει απ’ αυτό;Τι βγαίνει κι αν του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ; Τι βγαίνει να τον έβρισαν εκείνοι που η βρισιά τους γένεται έπαινος; (Συνέχεια)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις