Σελίδες

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019


                                  Αναφορά μνήμης (Γαβρίλης Κατσιγιάννης) 
Ο Γαβρίλης Κατσιγιάννης (1901-1984) ήταν άνθρωπος με έντονη  προσωπικότητα και δράση. Γεννήθηκε στο Αθάνι της Λευκάδας. Στερνοπαίδι της μεγάλης οικογένειας του Ευσταθίου Κατσιγιάννη. Φυσιογνωμία ξεχωριστή. Άτομο ιδιαίτερα κοινωνικό, που ενέπνεε απεριόριστο σεβασμό και εκτίμηση. Κατά κύριο επάγγελμα ήταν  μελισσοκόμος, ανεξάρτητα από το ότι κατά διαστήματα ενεπλάκη και σ' άλλες δραστηριότητες. Άνθρωπος των χαμηλών τόνων, με ήθος όμως και δυναμισμό όταν απαιτείτο. Οι κοινωνικές σχέσεις του, ως και οι επιδιωκόμενες γνωριμίες μέσα απ’ αυτές, ανάλωσαν μεγάλο μέρος της ζωής του, κυρίως μετά την τοποθέτηση του ως προέδρου της κοινότητας, Αθανίου το 1936, που φανέρωσε το επικοινωνιακό του ταλέντο και έναν σπουδαίο διαχειριστή των ζητημάτων του χωριού. Xωρίς να είναι οπαδός του Μεταξά, αρχικά αντέδρασε στην τοποθέτηση αυτή, αλλά λίγο αργότερα κάτω από πιέσεις αναγκάσθηκε να αποδεχθεί τη θέση. Διετέλεσε συνολικά πρόεδρος από το 1936 έως το 1944 στην πιο δύσκολη περίοδο που πέρασε ο τόπος, χωρίς να εμπιστευθεί ιδεολογικά ούτε τη μια ούτε την άλλη παράταξη.
Στη δεκαετία του ’50 βρίσκεται στην Πάτρα συνεκμεταλλευτής του μικρού ξενοδοχείου «Όλυμπος» στην οδό Κολοκοτρώνη αριθ. 9. Μετά από αυτή την όχι και τόσο πετυχημένη επιχείρηση-άλλωστε το χρήμα «δεν το ’σφιγγε»- επέστρεψε στο χωριό και έστησε συνεταιρικά ένα εποχιακό ελαιοτριβείο, ενώ παράλληλα συνέχισε να ασχολείται με την μεγάλη του αγάπη την μελισσοκομία, την οποία ασκούσε πάντα ακατάπαυστα.Ο Γαβρίλης ήταν ο σοφός παππούς όλων μας. Κουβαλούσε πάνω του ένα καταστάλαγμα λαϊκής σοφίας και σύνεσης, που περιβάλλονταν από καλή αίσθηση του χιούμορ. Το χιούμορ και τα ευφυολογήματα υπερίπταντο πάντα στις συζητήσεις μας. Του άρεσαν τα ανέκδοτα του μακαρίτη. Γελάγαμε όσοι τ’ ακούγαμε, μα εκείνος έκλαιγε μέσα του. Μ’ εκείνα χαστούκιζε τον εαυτό του. Πίσω από το χιούμορ του, έκρυβε μέσα του μιαν απέραντη μοναξιά και μια αυτοκριτική απέναντι στα ελαττώματα και τις παραλήψεις του. Τις χειμωνιάτικες μέρες καθισμένος δίπλα στο τζάκι, τις μυρουδιές της ζωής αναπολούσε ερχόμενος πάντα στα παλιά. Η φωνή του σοβαρή, το πρόσωπο του στολισμένο από μια αδιόρατη ειρωνεία απέναντι στη ζωή. Η κρίση του για τους άλλους, συγκρατημένη από την εμπειρία των χρόνων του. Μια υπεροψία μόνο γίνονταν φανερή, όταν μιλούσε για τις γνωριμίες του.Η εξέλιξη των γεγονότων θα του δώσει λίγο αργότερα στα 1978 μια ακόμη ευκαιρία να προσφέρει στο τόπο του, πάλι σαν Πρόεδρος της Κοινότητας. Πρωταγωνιστής στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του χωριού του για 50 περίπου χρόνια, άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην ιστορία του τόπου του, τον 20ο αιώνα.
Τελευταία φορά που τον είδα, ήταν Νοέμβρης του 1983. Τον θυμάμαι ολύμπιο, ολόρθο όσο ποτέ για την ηλικία του, περιποιημένο όπως πάντα. Σπάνια ερχόταν σπίτι μας. Σαν έμαθε πως ήλθα στο χωριό, έκαμε τον μικρότερο και ήλθε να με δει. Το βάδισμά του ζωηρό, σχεδόν νεανικό. Φορούσε ένα καφέ ταλαιπωρημένο κοστούμι. Όλες οι δυνάμεις του επιστρατευμένες  σ’ ένα περίπατο αποχαιρετισμού. Στη πραγματικότητα ζούσε τις τελευταίες του μέρες, παρά την πρόσκαιρη ευεξία του. Τον είχε «καλυτερέψει ο χάρος» όπως λέμε, λίγο πριν τον πάρει κοντά του. Ο οργανισμός του είχε επιστρατεύσει τις τελευταίες του δυνάμεις, για ένα αξιοπρεπή αποχαιρετισμό αυτού του κόσμου. Έφυγε στις 8 Φεβρουαρίου 1984,αφίνοντας πίσω του έργο και ήθος ανεπανάληπτο.  


             
         Ο μπάρμπα Γαβρίλης

         Εβάδιζε  μ’ αρχοντική κατατομή,
         από μια πάστα μυστική φτιαγμένος·
         κι ας χώλαινε στο πόδι το ζερβί
         δεν ένοιωθε καθόλου μειωμένος.

         Κάποτε σε καρτέρι για λαγό,
         είκοσι επτά  χρονόνε παλληκάρι,
         φωτιά στα ξαφνικά πήρε το όπλο του
         κι η σφαίρα τον εβρήκε στο ποδάρι.

         Ελάτρευε τον τόπο της Νιράς,
         -ξεμόνι-που η έγνοια αναμερίζει·
         η ρίζα του εδώ, της γης το φως,
         εδώ της μοναξιάς του μετερίζι.

         Αυθεντικός μελισσουργός απ’ τους παλιούς.
         Εκειό το μέλι-ποιος δεν το θυμάται,-
         πάντα το φίλευε σε φίλους και γνωστούς.
         Όσοι το φάγατε, να τον σχωρνάτε.

         Πόλεμος, Κατοχή, στη σπίθα του εμφύλιου,
         πρόεδρος έκανε στον τόπο του για χρόνια.
         Άλλοι πολέμαγαν για κάποια…ιδανικά,
         μ’ αυτός επολεμούσε τη διχόνοια.

         Κοινωνικός ήταν στο έπακρο.
         Πληθώρα οι διασυνδέσεις και προσβάσεις·
         με βουλευτές, νομάρχες και γιατρούς,
         ανθρώπους χρήσιμους σ’ όλες τις περιστάσεις.
 
         Δεν ήθελε δεσμεύσεις, δεν παντρεύτηκε,
         κλειστό βιβλίο η «γυναίκα» στη ζωή του.
         Aπ’ όλους είχε σεβασμό κι εκτίμηση,
         μα δεν ακούμπησε κανένας την ψυχή του.

         Σαν βασική αρχή του είχε την αυτάρκεια,
         τα πάθη του, με ρώμη πάσχιζε να δαμάζει,
         αδιάφορος για την ανθρώπινη πλεονεξία,
         όμοια του κόσμου μοναχός,όπου μονάζει.

         Το χιούμορ είχε στη ζωή δόρυ κι ασπίδα,
         και ας υπέφερε χρόνια απ’ την καρδιά του.
         Σα νάναι τώρα,τον θυμάμαι μια φορά,
         να ορκίζεται στα ….τέσσερα παιδιά του.

         Συνήθως πείραζε αυτόν που αγαπούσε,
         αλλά το έκανε με μια κομψότητα.
         Η σάτιρα ήταν ο άλλος του εαυτός,
         διανθισμένη από κάποια σοβαρότητα.

         Άφησε την αγάπη για τον τόπο του,
         αδιάφορος για τα πυρά του κόσμου·
         το έργο του, σφραγίδα της αξίας του,
         η εικόνα του ανεξίτηλη, εντός μου.

         Αυτός ήτανε ο μπάρμπα Γαβρίλης.
         Ένα λεπτό σιγή, βαστώ στη μνημοσύνη του.
         Με χιούμορ πλήρωσε σε τούτη τη ζωή,
         το έγκλημα της μοναξιάς, την καλοσύνη του.

           Λ. Κατσιγιάννης
           
            Πηγή: Leovard Το είδωλο της γης μου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις